Το πάντρεμα της φωτιάς
Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
Παραμονή Χριστουγέννων. Όλα πρέπει να είναι έτοιμα για την «έλευση του Θείου Βρέφους». Και με περισσή φροντίδα ο νοικοκύρης νοιαζόταν για τη ζεστασιά του σπιτιού, τι το νεογέννητο, «το Θείο Βρέφος» έπρεπε να βρει ζεστό μέρος, γιατί ο χιονιάς και οι χαμηλές θερμοκρασίες «έκαναν το σπίτι όλο παταγουδιασμένο». Υποχρεωτικά την ημέρα καθαρίζονταν το τζάκι, ακόμα και η καμινάδα, «ο μπουχαρής». Η φωτιά όμως στο τζάκι νύχτα-μέρα θα ήταν αναμμένη μέχρι τα Φώτα. Υπήρχε ο λόγος…
Την παραμονή λοιπόν των Χριστουγέννων άναβαν ένα μεγάλο κούτσουρο, συνήθως πουρνάρι ή σκληρό τέλος πάντων δέντρο, «για να κρατάει η φωτιά». Όλη τη νύχτα λοιπόν το κούτσουρο άσβεστο. Το κούτσουρο όμως και ειδικά το πουρνάρι δεν καίει μόνο του. Έβαζαν και άλλα ξύλα. Σε μερικά σπίτια χρησιμοποιούνταν ξύλα διαφορετικής προέλευσης με τον περιορισμό το πρώτο να ήταν αρσενικό, πλάτανος, το αμέσως επόμενο θηλυκό κλπ. Πίστευαν στη διασταύρωση. Πάντως οπωσδήποτε έπρεπε να καίγονταν και ξύλο από κέδρο. Ο κέδρος είχε αποτελεσματικές διαολοαπωθητικές ιδιότητες!
Η καύση του κέδρου έδιωχνε έξω από το σπίτι τους καλικάντζαρους, ιδιαίτερα ο θόρυβος, «το πρατσάνισμα» που κάνει ο κέδρος κατά την καύση του και η έντονη μυρωδιά που βγαίνει από την καύση του ρετσινιού, «διαολοστέλνει τους καλικάντζαρους». Οι καλικάντζαροι είναι μακρινοί απόηχοι των ειδωλολατρικών μεταμφιεσμένων γιορταστών και των τραγοπόδαρων χορευτών του Διονύσου. Η νεοελληνική παράδοση τονίζει πως οι καλικάντζαροι πριονίζουν όλο το χρόνο το δέντρο που κρατάει τη Γη και βρίσκονται κρυμμένοι στα βάθη της. Όταν όμως ακούσουν κάλαντα και αντιληφθούν γενικά προετοιμασίες, παρατάνε το έργο τους και ανεβαίνουν στον απάνω κόσμο για να ξεφαντώσουν. Το εορταστικό αυτό δωδεκαήμερο από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα περιφέρονται τις νύχτες και κάνουν χίλιες δυο διαολιές, «ζουρλαίνοντας τους νοικοκυραίους».
Τα «παγανά» μόλις δουν κέδρο εξαφανίζονται, «φεύγουν του σκοτωμού». Γι’ αυτό την παραμονή των Χριστουγέννων «έζωναν» το σπίτι με κεδρότουφες. Έβαζαν ακόμη και στη στέγη και στον μπουχαρή. Ήθελαν δηλαδή το σπίτι να είναι θωρακισμένο από τυχόν επιδρομή των διαολοσιαταναραίων. Φρούριο άπαρτο!
Με άλλα λεπτότερα ξύλα γύρω από το χοντρό κούτσουρο γινόταν «το πάντρεμα της φωτιάς». Άναβαν όλα για τα καλά «λαμπάδιαζε το τζάκι» και είχε φωτιά όλη τη νύχτα. Το σπίτι ζεστό, η ατμόσφαιρα ζεστή περίμενε το νεογέννητο. Να πούμε ακόμα πως το πάντρεμα της φωτιάς είχε και συμβολικό χαρακτήρα. Συμβόλιζε την ενότητα και την επιτυχία που έχει η συνεργασία και η κοινή προσπάθεια των μελών της οικογένειας. Από το αρβάλ’ ήταν κρεμασμένη μια κατσαρόλα που είχε μέσα το ζεστό νερό, μάλιστα «άκρεντο», το οποίο προορίζονταν για το λουτρό του νεογέννητου Χριστού.
Όση στάχτη μάζευαν από όλες αυτές τις μέρες τις κράταγαν στο πίσω μέρος της «γωνιάς», σαν ένα είδος αποθήκης. Θα τη χρησιμοποιούσαν παραμονές των Φώτων. Μ’ αυτή πασπάλιζαν όλους τους χώρους γύρω από το σπίτι να φεύγουν τα ζ’λάπια, άλλη την έβαζαν σε μικρά πάνινα σακουλάκια και την έκρυβαν μακριά από το σπίτι, στο δάσος. Εκεί όπου δεν φτάνει η φωνή του κόκορα. Τα παγανά δεν πλησίαζαν. Φοβόντουσαν τη στάχτη. Έτσι έμεναν μακριά από το σπίτι.»Πέρα κατά διαόλ’ πήγαιναν…»
Εκείνο που μου έμεινε και αναπολώ από όλο αυτό το έθιμο ήταν όταν σ(υ)μπάγαμαν τον κέδρο και με το πρατσάνισμά του ευχόμασταν « όσες σπίθες, τόσες λίρες να καζαντίσουμε». Είναι ακριβώς αυτό που λέει ο λαός. «Ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται».