Το σώμα υμνεί τον έρωτα

Του Βαγγέλη Σακέλλιου

Δικηγόρου

«…χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί…»
Γιώργος Σεφέρης, Ερωτικός λόγος

Οφείλονται χάριτες, για μια ακόμα φορά, στον καλό φίλο και πάντα ανήσυχο Νίκο Κορδόση που μας ξανάφερε στο Μεσολόγγι και στην «Διέξοδο».
Αυτή τη φορά ο λόγος ήταν εξόχως ερεθιστικός: η έκθεση απ’ την συλλογή του Σωτήρη Φέλιου με τον αισθαντικό τίτλο «Το σώμα υμνεί τον έρωτα». Κι όπως οι εμπνευστές της υπογραμμίζουν «…μια υμνολογία στο γυναικείο, πρωτίστως, σώμα με έργα τέχνης που προσκαλούν τον θεατή σε ένα ταξίδι ερωτικής ομορφιάς που εγείρει αρχέγονα συναισθήματα και σκέψεις για την ουσία της ανθρώπινης φύσης…»
Ο χρωστήρας του Γιώργου Ρόρρη, του Στέφανου Δασκαλάκη, του Αλέκου Λεβίδη, του Εδουάρδου Σακαγιάν, του Γιάννη Ψυχοπαίδη, του Χρήστου Μποκόρου, της Μαρίας Φιλοπούλου, του Γιάννη Μόραλη, της Μαριλίτσας Βλαχάκη, του Αλέκου Φασιανού, για να εστιάσω μόνο στις προτιμήσεις μου, υπόσχονται ένα αβέβαιο και εύθραυστο ταξίδι «εντός», μια διαδρομή αισθησιακής αναζήτησης, μια περιπλάνηση στις ηδονές και τις οδύνες της σάρκας, ένα βλέμμα μετέωρο στο πρόσωπο μιας έφηβης που αυθαδιάζει, ίδια η Λολίτα του Ναμπόκωφ, ή στο βαθιά ρυτιδωμένο πρόσωπο μιας γυναίκας παραιτημένης, ξέπνοης, ξεχασμένης. «Σώματα γυναικών ωσάν χρησμοί του πεπρωμένου», «γυναίκες που τις γδέρνει το φως». Ο μικρόκοσμος και ο αθέατος κόσμος του σώματος, ενός σώματος εκτεθειμένου, ενός σώματος στωικά καθημαγμένου, ενός σώματος που απομαγεύτηκε με τον χρόνο.
Ένα σώμα που υμνεί τον έρωτα, ομνύει στον έρωτα, θύει στον έρωτα.

Μια ανεύρετη συναλληλία που πάλλεται εντός μας, με θεούς και δαίμονες, παρασυρμένη σέναν πολύχρωμο λαβύρινθο. Είναι οι αόρατες φωτοσκιάσεις που εγκλωβίζουν και εγκιβωτίζουν τη μνήμη, μια μνήμη βορά σε ηδονοβλεψίες της αίσθησης και της αφής. Μια αποικία της χαρμολύπης όταν επιδεικτικά δίπλα στην «Μυρσίνη» του Μποκόρου βλέπεις την «Άννα» του Δασκαλάκη, ζωγραφιές εξαίσιας ομορφιάς, ωδή στη γυναίκα, το σώμα, την υπόσχεση. Μια επίμονη άσκηση του βλέμματος που έχει διάρκεια , γοητεία, ναρκισσισμό.
Με άλλα λόγια είναι αυτό που λέει ο Ρόρρης για τα πορτρέτα γυναικών (του) ότι «ενδύονται τη γυμνότητα τους». Κάθε γυμνή γυναίκα, με τη στάση που υιοθετεί και με την αύρα που αναδίδει, ποιεί ήθος ερωτισμού, συνωμοτεί με την ένταση του βλέμματος, με τον υπαινιγμό του γυμνού. Είναι εκεί που τέμνεται «η φωτεινότητα της σάρκας», μαυτόν τον ουδέτερο «ανακριτικό φωτισμό», με το σκούρο φόντο τοίχων και επίπλων προσδίδοντας αισθαντικότητα, ερωτισμό.
Είναι πορτρέτα που ενεργοποιούν ένα διακριτικό μηχανισμό συγκινήσεων και υπαινιγμών. Ασκούν ελκυστική γοητεία, μαγνητίζουν το βλέμμα, φορτίζουν το συναίσθημα.
Σαυτά τα πρόσωπα δεν θα δεις τον διονυσιακό άνθρωπο, το μεγάλο πάθος, τον ανοικονόμητο για τη ζωή. Δεν θα δεις την χαρά της ζωής μέσα σε ανέκφραστα μάτια, ρυτίδες του χρόνου. Δεν θα αποκρυσταλλωθεί η σαγήνη της στιγμής που χαρίζει η έκσταση και ο πυρετός του σμίξιμου. Δεν θα δεις το θάμπος μιας ανυπέρβλητης ομορφιάς, θα αρκεστείς στο ύψιστο κάλλος σπαραγμάτων, θραυσμάτων, μια ανοίκειας φθοράς.
Είναι η ζωγραφική εκ του φυσικού με ζωντανά μοντέλα. Η γοητεία του άγνωστου και ανεύρετου που πάντα θα είναι μυστήριο.

Είναι οι γυναίκες με την δική τους ζωή, όχι δανεική. Αυτές την ζουν, την χαίρονται, την μισούν, την απορρίπτουν. Το σώμα τους είναι η πανοπλία τους, καταφύγιο και κατάρα μαζί, ένα καπρίτσιο της μοίρας που πορεύεται ανάμεσα σε φαντασιώσεις και διαψεύσεις, αναμνήσεις και φόβο.
Είναι πρόσωπα – πρόκληση, γεμάτα ερωτισμό, εμποτισμένα απ’ το ανυποψίαστο της εφηβείας, είναι πρόσωπα – ναυάγια της ζωής, πρόσωπα της εγκατάλειψης και της μελαγχολίας. Μια μελαγχολία διαβρωτική στο βασίλειο του χρόνου και της φθοράς. Είναι η έκπτωση του πεπρωμένου μπροστά στην φθορά και τον θάνατο. Γυναίκες νέες, ώριμες ή γερασμένες, όλες τους έγκλειστες, αιχμάλωτες, άλλες του χρόνου που κύλησε, άλλες του χρόνου που θάρθει.
Είναι γυναίκες της αφής, έτοιμες να ξεγλιστρήσουν απ’ το πανί του ζωγράφου τους και να συναντήσουν στους δρόμους και τα μπαρ της Νέας Υόρκης τον Helmut Newton και τις υπέροχες γυναίκες του, επιθυμητές, λάγνες, όμορφες με το αδυσώπητο βλέμμα που συνέθλιβε.
Αυτά τα σώματα, της νιότης ή των γηρατειών, είναι σώματα – εκατόμβη, σώματα ακρωτηριασμένων εραστών, σώματα μνήμης μα και υπόσχεσης, σώματα της ματαίωσης μα και της επιθυμίας, πρόσωπα της συνεύρεσης ή της φαντασίας. Είναι το τραύμα μιας οδυνηρής ενηλικίωσης και ο πνιχτός κλαυθμός μιας ανεύρετης προσδοκίας. Είναι η ανείπωτη χαρά και η ακόμα πιο ανείπωτη θλίψη.
Αυτά τα σώματα υμνούν τον έρωτα. Τον καρτερούν ή τον καταριούνται το ίδιο. Τον λαχταρούν και τον ξορκίζουν σαν μια ακύρωση ενός λάγνου βλέμματος. Σαν χειρονομία ύστατης και απόλυτης αγαλλίασης.
Αυτά τα πορτρέτα, αυτές οι γυναίκες είναι ιστορίες εικόνων. Μαρτυρούν τον χρόνο παραδομένες στο «εδώ». Ξεπηδούν απ΄ την παλέτα χρωματίζοντας την γύμνια τους και μαζί τον κόσμο. Ή υπενθυμίζουν ξέπνοα τον χρόνο που εκδικείται, τον χρόνο που τιμωρεί.

Αυτές οι ζωγραφιές γεννήθηκαν σαν αρχέγονο φως. Γεννήθηκαν μες την απόλυτη και επικίνδυνη ομορφιά. Είναι το νεύμα της καθαρτήριας πομπής που οδηγεί στον όλεθρο ενός ακήρυχτου πολέμου που χιλιάδες χρόνια φαντασιώνονται στο ημίφως οι εραστές.
Το κάθε πρόσωπο ανήκει σε μια γυναίκα «λησμονημένη με τόση φρόνηση και κόπο», αυτή δηλαδή που πυρπόλησε τις νύχτες του Γιώργου Σεφέρη και παγίδεψε στο κάλεσμά της τον ποιητή. Ανήκει σε μια γυναίκα νέα, όμορφη, προκλητική και αυθάδη έτοιμη να σε οδηγήσει στο σμίξιμο της θύελλας και του πεπρωμένου. Ανήκει σε μια γυναίκα γερασμένη, γεμάτη ρυτίδες που θρηνεί την χαμένη νιότη και τον ανεύρετο παράδεισο. Ανήκει στην μητέρα, την κόρη, την αδελφή, την ερωμένη, την σύντροφο της ζωής. Τελικά, αν το καλοσκεφτείς, η νέα, εύθραυστη, όμορφη, αινιγματική, ερωτική και ερωτεύσιμη «Μυρσίνη» του Μποκόρου πόσο αλήθεια είναι «διαφορετική» από την παραιτημένη, ατημέλητη, ρυτιδιασμένη, ελάχιστα θελκτική ως προς την θηλυκότητα της, «Άννα» του Δασκαλάκη ; Εκπέμπουν το ίδιο αρχέγονο φως, είτε ως υπόσχεση είτε ως ανάμνηση.
Οι γυναίκες που στοίχειωσαν κάποτε τα όνειρά μας, που καταδυνάστευσαν τις νύχτες μας είναι όλες τους εδώ. Με το σώμα τους, γυμνό σώμα του νεύματος ή σώμα της παραίτησης και της κακουχίας.
Με το βλέμμα της πρόκλησης ή το βλέμμα της καρτερίας.
Φωτοδοτούν με τον τρόπο τους, με τον χρωστήρα του δημιουργού τους, την αέναη πράξη που θύει στον έρωτα «όπως πρέπει». Δηλαδή δοτικά.
Υπενθυμίζουν ως ηρωίδες τις γυναίκες στις ραψωδίες του Ομήρου : μητέρες, γυναίκες , κόρες, ερωμένες. Υπενθυμίζουν διακριτικά, μ’ αυτή την χαμηλόφωνη παρουσία, την αρχή και το τέλος αυτού που ορίζουμε και λογαριάζουμε ως βιωτή : Πάθη, πάθος, έρωτας. Οδύνες και ηδονές. Ένα παρήγορο βλέμμα, κατάφαση ζωής