ΤΟ ΤΣΙΠΟΥΡΟ

Το τσίπουρο είναι μέρος της κουλτούρας μας. Και μας αρέσει. Για την ιστορία του τσίπουρου υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Επικρατέστερη είναι αυτή, που έχει τις ρίζες της στο Άγιο Όρος τον 15ο αιώνα ενώ οι Ιταλοί για την Grappa το αντίστοιχο θα έλεγα τσίπουρο στην Ιταλία δίνουν τις ρίζες καόυ στην Ανατολή και πως την τέχνη την μετέφερα οι Σταυροφόροι. Οπως θα δούμε στην ιστορία του μέχρι και τους Μουσουλμάνους παρέσυρε και όπου υπάρχει θεληση υπάρχει και δρόμος να το νομιμοποιήσεις.
Η πρώτη αναφορά σε απόσταγμα στέμφυλων γίνεται στην Αρχαία Ελλάδα κατά τη διάρκεια των Ελληνιστικών χρονών, όπου γίνεται λόγος για ένα ποτό, το «τρίμμα» το οποίο παρασκευαζόταν από το βράσιμο (απόσταξη) φλοιών σταφυλιού. Η τέχνη της απόσταξης όμως αναπτύσσεται, κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, στις μονές του Αγίου Όρους, στη χερσόνησο του Άθω. Είναι οι μοναχοί του Αγίου Όρους, που μυούν τους μοναχούς των Μετεώρων στα μυστικά της απόσταξης. Βέβαια, η αμπελοκαλλιέργεια στην περιοχή των Μετεώρων μαρτυράτε από τη Νεολιθική Εποχή. Αρχαιολογικές ανασκαφές, στο προϊστορικό σπήλαιο της Θεόπετρας, έφεραν στο φως, ανάμεσα στα άλλα, κουκούτσια σταφυλιού.

Κατά την τουρκοκρατία επειδή το κοράνι απαγορεύει την οινοποσία η αμπελοκαλλιέργεια ατονεί. Μέχρι που κάποιοι μερακλήδες ερμηνευτές του κορανίου ανακάλυψαν ότι το κοράνι αναφέρει κρασί και όχι απόσταγμα. Αρχίζει τότε να παράγεται ρακί (το) ή ρακή (η), κάτι σαν τσίπουρο δηλαδή και να καταναλώνεται στις κλειστές αριστοκρατικές τάξεις και στις γυναίκες των χαρεμιών που το αγαπούσαν ιδιαίτερα. Ξαναρχίζει η καλλιέργεια αμπέλου, ιδιαίτερα βέβαια στις χριστιανικές περιοχές.
Ως τον 15ο αιώνα η τέχνη της απόσταξης του τσίπουρου ταξιδεύει και στις γύρω περιοχές. Στην Ήπειρο, τη Μακεδονία, την υπόλοιπη Θεσσαλία, αλλά και στην Κρήτη καθώς και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας. Για πολλούς αιώνες το τσίπουρο παραγόταν ερασιτεχνικά από τους χωρικούς, ως ένα μέσο αξιοποίησης των στέμφυλων, τα οποία διαφορετικά θα απορρίπτονταν. Η κατανάλωσή του γινόταν κυρίως από τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα. Ο «φτωχός αδελφός του κρασιού» ταίριαζε περισσότερο στους «φτωχούς συγγενείς» της ελληνικής κοινωνίας.
Η παραγωγή του γίνονταν σε μικρούς χάλκινους άμβυκες, παλαιάς τεχνολογίας, σχεδόν ανεξέλεγκτα και κάτω από υποτυπώδεις συνθήκες υγιεινής. Επιτρεπόταν μικρή εμπορία μέσα στο νομό παραγωγής του και στους όμορους νομούς, πάντα σε χύμα μορφή, αφού κάθε είδους τυποποίηση ήταν απαγορευμένη. Ο νομοθέτης της εποχής ήθελε να ενισχύσει το εισόδημα των αγροτών και των κατοίκων των παραμεθόριων περιοχών, ώστε να παραμείνουν στις εστίες τους.
Το κείμενο είναι απο το https://www.doulos.gr