«Το όνειρο και το γομάρι»
Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
«Του ‘φεξε του παλιοχαμχούια. Τέτοιος κοπέλαρος ούτε στα βαθιά ονείρατά του δεν την εύρισκε». Τέτοιες λέξεις για όνειρο και ονείρατα μόνο οι προξενήτρες έλεγαν. Και αυτό ήταν φυσιολογικό, γιατί το μόνο όνειρο που «κυκλοφορούσε» στα χωριά ήταν να «σκαπετήσουμε για την πόλη». Αυτό, αν δεχτούμε πως το όνειρο είναι το υπόλοιπο της σκέψης της ημέρας εμπόδιζε να «έρθουν» στον ύπνο μας φανταστικές παραστάσεις. Μία παράσταση ήταν σε λειτουργία. «Να κόψουμε πέρα». Άσχημα όνειρα ήταν μόνο, αν «βλέπαμε» την παραμονή μας εκεί. Στο χωριό. Κι όταν μας εύχονταν κάποιος «καλά όνειρα» σκεφτόμασταν την ώρα και τη στιγμή για το φευγιό.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ πόσο δούλεμα έφαγα, όταν ο δάσκαλος μας είχε βάλει να γράψουμε μια έκθεση με θέμα: « Χθες στον ύπνο μου είδα ένα όνειρο». Εγώ χωρίς καθόλου να σκεφτώ έγραψα κανονικά. «Είδα ένα πολύ καλό όνειρο. Είδα πως είχα ένα μεγάλο δωμάτιο γεμάτο με κεφτέδες και πατάτες τηγανητές». Τη διάβασε την έκθεση σε όλη την τάξη, τουτέστιν με έκανε σουργούν’. Και δεν έφτανε μόνο αυτό. Με έβαλε να την ξαναγράψω. Και εγώ έγραψα: «Χτες το βράδυ είδα ένα όνειρο, αλλά δεν επιτρέπεται σε μικρά παιδιά να λένε τέτοια λόγια. Ό,τι και να πω είναι αφ’σκόλογα. Τέτοιο παλιόνειρο είδα». Κούνησε το κεφάλι του και μου είπε: «Εσύ παιδάκι μου ούτε στα καλύτερα όνειρά σου δεν πρόκειται να πας παραπέρα. Ούτε για να φτυαρίζεις δεν κάνεις». Κι έτσι άδοξα σταμάτησαν τα όνειρα για μένα.
Άκουγα όμως για ονειροπαρμένους, για ανθρώπους δηλαδή που επηρεάζονταν υπερβολικά από τα δημιουργήματα της φαντασίας τους και ως εκ τούτου δεν είχαν επαφή με την πραγματικότητα. Εγώ όνειρα γιοκ. Είχα πάει και στα Κάλαντα Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Φώτα και όσα μάζεψα σκεφτόμουν να αγοράσω έναν ονειροκρίτη, αλλά κάπου κιότεψα. «Τι να τον κάνω εγώ, είπα μέσα μου. Έχεις και συ όνειρα;» Μια φορά που μού φώναξε ο δάσκαλος στο αυτί, τόσο δυνατά που νόμισα πως κουφάθηκα. «Πού ονειροβατείς; Εδώ το μυαλό σου». Και συνέχισε ευγενέστατα: «Άχρηστε άνθρωπε».
Κάποτε είχαμε κονομήσει και μια παλιοκιθάρα και τη γρατζουνούσε κατάλληλα ο Λεωνίδας. Αποφασίσαμε και κάναμε καντάδα. Πού; Στα κουτουρού και πουθενά. Όπου υπήρχε κατοικήσιμο σπίτι. Στεκόμασταν κάτω από τα παράθυρα και τραγουδούσαμε: «Με ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό ξεκινήσαμε και οι δυο μας…», ώσπου μας ήρθε ένας τενεκές με νερό και εκεί να δεις το ονειρόδραμα. Πουντιάσαμε για τα καλά. Δώσαμε πήραμε στην εποχή της καψούρας μαδήσαμε μαργαρίτες, ψάξαμε για το τετράφυλλο τριφύλλι, στηθήκαμε στη δημοσιά και στα μονοπάτια, αλλά τίποτε. Τζίφος η υπόθεση. Δεν έβγαινε τίποτε…
Ώσπου πήγαμε στο μαντείο του χωριού. Εκεί η μάντισσα, οιωνοσκόπος, καφετζού και χαρτορίχτρα, προξενήτρα και χαρτοπαίκτρα, έστηνε κανονικό καρέ στο σπίτι της τις γιορτάρες μέρες μας υποδέχτηκε με χαρές και χαμόγελα, πολλά χαμόγελα. Όταν κατάλαβε τι θέλαμε, τότε άνοιξαν για τα καλά τα χειλάκια της. Αφού μας έβαλε και καθαρίσαμε το σπίτι ολόκληρο –ξεπατωθήκαμε για τα καλά- μετά μας ανήγγειλε πομπωδώς ότι θα πάμε την άλλη μέρα και θα της πούμε τι όνειρο είδαμε στον ύπνο μας. Αυτό και κάναμε. Ήταν Κυριακή πρωί, ακριβώς μετά την εκκλησία. Αφού μας έβαλε και σκάψαμε τον κήπο ολόκληρο μετά άρχισε την ερμηνεία. Άλλα αντί άλλων. Καμία σαφή απάντηση. Θα δούμε, να σπείρουμε τον κήπο, να κλαδέψουμε τα κλήματα, να βάψουμε το τζάκι, να καθαρίσουμε τον μπουχαρί, να…, να..
Αδιάβαστος καθώς πήγα την άλλη μέρα στο σχολείο άκουσα τον καθηγητή μου να λέει: «ονειροβατείς που θέλεις να περάσεις και την τάξη. Τα όνειρα τα κάνουν οι άνθρωποι και όχι τα γομάρια σαν και σένα». Από τότε γιοκ όνειρα… Δεν ονειρεύονται τα γομάρια…