Το όνομα
Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
Το όνομα του παιδιού… Γι’ αυτό κι αν έγιναν, όσα ανομολόγητα έγιναν! Το όνομα του παιδιού σηματοδοτούσε τρόπον τινά τη συνέχεια του είδους, «του μοναδικού και ατόφιου» χαρακτηριστικού που κατείχε «θεία δυνάμει» το σόι μας. Επομένως και το παιδί έπρεπε να πάρει το όνομα του παππού. Να συνεχιστεί… «ο ασυνέχιστος». Κι όταν μιλάμε για παππού εννοούμε φυσικά από το σόι του πατέρα. Δεν υπήρχε και δεύτερος λόγος. Ήταν δεδομένο… Απαράβατος κανόνας… Αυτός είχε όνομα. Ο άλλος… «να περιμέν’…»
Θα με ρωτήσει κάποιος. «Καλά δεν ήταν δυνατόν να γίνει διαφορετικά;» Όπως τα ζήσαμε και όσα ακούσαμε, ακόμα και όσα διαβάσαμε μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως ήταν αδύνατον κάτι τέτοιο να γίνει χωρίς να προηγηθούν αμέτρητοι καυγάδες, ακόμη και κατά την τέλεση του μυστηρίου της Βάπτισης. Σε μια μόνο περίπτωση άλλαζε ο κανόνας. Στην περίπτωση του «Σώγαμπρου». Εκεί τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Λειτουργούσε απόλυτα και το συμφέρον. Αυτός ο παππούς έχει «το έχος», κοντά σ’ αυτόν θα μεγαλώσ’ το παιδί, αυτός έχει τον πρώτο λόγο και σ’ αυτόν ανήκει το όνομα του παιδιού. Ο άλλος, άστα να πάει… Διαδέχονταν τον έχοντα, ακόμη κατ’ ευθεία γραμμή και έτσι ήταν ανάγκη να ακολουθήσει και το όνομα. Κι αν ήταν δυνατόν μαζί με την περιουσία να διαιωνιστεί και το όνομα. Κληρονομικά. Όλα εκεί πήγαιναν.
Διασκέψεις, συνδιασκέψεις, συμβούλια και διαβούλια με σκοπό να «επιβεβαιωθεί» οριστικά το όνομα. Το όνομα. «Τι να δεις, τι του ετοιμάζ’ ο παππούλης τ’. Όλα καβάλα σ’ αυτό θα του τα γράψ’. Εμ, δίκιο έχ’. Να συνεχιστεί το όνομα. Ένας είναι ο Γιώργος, δεν μπορεί να τον αντικαταστήσ’ όποιος να‘ναι. Κι ας φουρλατάειεκείν’ η φοράδα η μάνα του παιδιού.» Όταν το παιδί ήταν αγόρι. Άμα ήταν κορίτσι τότε ήταν αποκλειστικό θέμα της γιαγιάς από την πλευρά του άντρα. Ούτε καν που ρωτούσε. «Είπα στον νουνό το όνομα τ’ςκουπέλας να το γράψ’ με μεγάλα γράμματα στο σταυρό.» Κι έλεγε το δικό της όνομα. Όσκαρ πονηριάς…
Μερικές φορές, όταν αγρίευαν για τα καλά τα πράγματα κατέφευγαν και στην προξενήτρα. «Τι χαλεύ’ς και μ’ τσαμπνάς για το όνομα. Δε βλέπ’ς που του πιδί είναι ντιπ ίδιος ο παππούλ’ς τ’. Ίδια κοψιά». Ήταν κάποτε η γνωμάτευση της προξενήτρας στο ερώτημα ποιο όνομα έπρεπε να δώσουν στο παιδί. Έφτασαν και σε τόσο υψηλά κλιμάκια… Δεν λύθηκε το πρόβλημα και στα βαφτίσια έγινε «του ονόματος»! Βέβαια η προξενήτρα απ’ όπου τα έπαιρνε, έτσι και θα έδινε τη γνωμάτευσή της, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Τα είχε πάρει χοντρά από τον ένα τον παππού και μάλιστα πήρε και δώρο, όταν κατάφερε και έπεισε όλους πως το παιδί έπρεπε να πάρει το όνομά του. Άσε που επικαλούνταν κάτι σαν προικοσύμφωνα που τα είχε διαβάσει σε εξωκκλήσια. Έτσι έλεγε και αφορούσαν και τα ονόματα! Ρώτησα κάποτε τον παππού.
-Παππού, αλήθεια, είναι όλα αυτά;
-Ο θεός και η ψυχή της, ήταν η απάντησή του. Και μάλιστα χαμογελούσε…
Και παρέμεινα εγώ με την απορία και ο παππούς με το χαμόγελο.
Θυμάμαι σε κάτι βαφτίσια που υπήρξε διαφωνία σχετικά με το όνομα του παιδιού, το όλο μυστήριο μετατράπηκε σε αγώνα πυγμαχίας μεταξύ των γιαγιάδων. Γροθίδια, κεφαλοκλείδια, γρατζουνίσματα και ξεμαλλιάσματα όλα μαζί με όσα εκστόμισαν που δεν θα τα ξέπλυναν ούτε εκατό αχόρταγοι. Τα μάζεψαν το αντρόγυνο κι έφυγαν. Κι έμειναν οι άλλοι να θυμούνται… Το παιδί δεν το είδαν ποτέ. Είχαν φύγει για την Αυστραλία.
Θυμάμαι ακόμη τη δεκαετία του 80, όταν καθιερώθηκε η ονοματοδοσία στο Ληξιαρχείο και όταν μια γιαγιά το άκουσε και μετά από χίλιες δυο διευκρινίσεις κατάλαβε πώς γίνεται και ότι δεν πρόκειται να πάνε στην εκκλησία να το κολυμπήσει το παιδί ο παπάς αντέδρασε χτυπώντας με δύναμη τις παλάμες στα πόδια της και φωνάζοντας: «Φωτιά που θα μας ρίξ’ και θα μας κάψ’ ο Θεός. Θα μας αποδοκιμάσ’ όλους!»