Τ’ Αϊ - Δημήτρη

της Παναγιώτας Π. Λάμπρη

http://users.sch.gr/panlampri/

Αϊ – Δημήτρη αποκαλούν ακόμα πολλοί συγχωριανοί μου, και όχι μόνο, τον Οκτώβριο, τον δέκατο μήνα του χρόνου, τον οποίο σ’ άλλα μέρη της πατρίδας μας τον λένε Αγιοδημήτρη, Αγιοδημητριάτη και Αϊ – Δημητράκη. Ο λόγος προφανής, καθώς αυτόν τον μήνα γιορτάζει ένας σημαντικός άγιος της ορθόδοξης λατρείας, ο Άγιος Δημήτριος.
Ελληνικότατο το όνομά του, καθώς σημαίνει τον άνθρωπο της Δήμητρας! Την ίδια μέρα, άλλωστε, γιορτάζουν κι όσες γυναίκες φέρουν το όνομα της θεάς της γεωργίας, της Δήμητρας, και δεν πρέπει να θεωρείται άνευ σημασίας το ότι η γιορτή αυτή συνιστά σημαντικό σταθμό στη ζωή των γεωργών και των κτηνοτρόφων, αλλά και όσων μακριά από την οικογενειακή εστία οικονομούσαν παλιότερα τα προς το ζην.

Αϊ – Δημήτρηδες λέγονται και τα υπέροχα χρυσάνθεμα, τα οποία ανθίζουν τον ίδιο μήνα, πλημμυρίζοντας με χρώματα τις αυλές των σπιτιών και τους φράχτες των κήπων! Όντας μήνας βροχερός ο Οκτώβριος, όχι σπάνια, κάνει και υπέροχες μέρες, γι’ αυτό και τον λέμε και «Μικρό καλοκαιράκι» με την παροιμία «Αϊ – Δημητράκη, μικρό Καλοκαιράκι» να το βεβαιώνει!
Βέβαια, ο εν λόγω μήνας πήρε κι άλλες ονομασίες κατά τόπους, αφού δεν είναι μόνο η γιορτή του Αγίου Δημητρίου, που τον χαρακτηρίζει, αλλά, όπως ήδη αναφέρθηκε, και οι βροχές με τη συνακόλουθη σπορά. Έτσι, ονομάστηκε Βροχάρης, Σποριάς, Σποριάτης και Σπαρτός, αλλά και Μπρουμάρης, αφού, για να ’ρθουν οι πολυπόθητες και ευεργετικές βροχές, γίνεται σκοτεινός με τις ομίχλες και τα σύννεφα που καταφθάνουν ως προπομποί τους. Πέραν αυτών, ο Οκτώβριος ταυτίζεται με το δεύτερο μισό του μήνα Βοηδρομιώνα και το πρώτο μισό του μήνα Πυανεψυώνα των αρχαίων προγόνων, κατά τον οποίο τελούνταν σημαντικότατες γιορτές, όπως τα Προηρόσια, τα Πυανέψια, τα Θεσμοφόρια, τα Απατούρια, τα Αρρηφόρια και τα Χάλκεια. (Π. Π. Λάμπρη, Ροδαυγή, 2η έκδ., σ. 102)

Όσο για τους κτηνοτρόφους, που ακροθιγώς αναφέρθηκαν πιο πάνω, και μάλιστα τους νομάδες, ο μεσαίος μήνας του φθινοπώρου σήμαινε πως είχε φτάσει η ώρα της μετακίνησής τους από τα βουνά στα χειμαδιά, όπου θα διέμεναν κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Διαδικασία κοπιαστική, η οποία απαιτούσε οργάνωση και πεζοπορία ημερών, συχνά μέσα σε αντίξοες καιρικές συνθήκες, από τις οποίες πλήθος εμπειριών και εικόνων κουβαλούν στην ψυχή τους, τόσο οι μετέχοντες στη μετακίνηση όσο και οι θεατές των βουκολικών εικόνων, οι οποίες εκτυλίσσονταν στους δρόμους και τα χωριά που διάβαιναν.
Αυτές οι εμπειρίες και οι εικόνες μου έδωσαν το έναυσμα για να γράψω το διήγημα «Σιμά τ’ Αϊ – Γιωργιού σιμά τ’ Αϊ – Δημητριού», με τον τίτλο να είναι εμπνευσμένος από τις γιορτές των αναφερόμενων αγίων, οι οποίες αποτελούσαν σταθμό για τον πηγαιμό στα βουνά και στα χειμαδιά αντίστοιχα. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το τέλος του εν λόγω διηγήματος:

«[…] Ως παιδιά, είχαμε την ευκαιρία να χαρούμε πολλές φορές αυτή τη διέλευση των κοπαδιών, η οποία επηρέαζε πολύπλευρα τη ζωή μας εκείνη τη χρονική στιγμή και όχι μόνο. Μέχρι κι ο δάσκαλος στο σχολείο συνήθιζε να μας βάζει να γράφουμε έκθεση με θέμα: «Οι βλάχοι ανεβαίνουν στα βουνά» ή «Οι βλάχοι κατεβαίνουν στα χειμαδιά»! Ήταν ένα θέμα για το οποίο είχαμε πληθώρα παραστάσεων και όχι μόνο μας άρεσε να το αναπτύσσουμε, αλλά επειδή ήμασταν σχεδόν σίγουροι πως ο δάσκαλος θα μας το βάλει παρατηρούσαμε με περισσότερο ενδιαφέρον όλα τα τεκταινόμενα για να ’χουμε και περισσότερες ιδέες. Οι ιδέες αυτές απλώς φρεσκάρονταν κάθε άνοιξη και φθινόπωρο, αφού είχαν οικοδομηθεί έτσι κι αλλιώς σε βάθος χρόνου με τη θέαση τόσων κοπαδιών που είχαν καθρεφτισθεί στα μάτια και την ψυχή μας, τόσο που να θεωρούμε τους νομάδες κτηνοτρόφους ανθρώπους της δικής μας ζωής.

Αυτοί οι νομάδες κτηνοτρόφοι ακολουθούσαν σχεδόν ιεροτελεστικά ένα ταξίδι που αμέτρητοι πρόγονοί τους έκαναν επί σειρά αιώνων. Το χειμώνα στα χειμαδιά, στις πεδιάδες της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας και το καλοκαίρι στην πανέμορφη οροσειρά της Πίνδου. Κι αυτό δεν ήταν απλά μια μετακίνηση, ήταν η έκφραση ενός πολιτισμού που οι δημιουργοί και οι φορείς του τον κουβαλούσαν στην ψυχή τους και τον εξέφραζαν μέσα απ’ όλες τις μορφές της λαϊκής τέχνης και την ίδια τους τη ζωή, χωρίς να επηρεάζονται από τον τόπο που κατοικούσαν.

Τώρα πια, αν και αρκετοί κτηνοτρόφοι εξακολουθούν να κάνουν κάθε χρόνο το ίδιο ταξίδι, το ταξίδι τους δε θυμίζει σε τίποτα τα αλλοτινά ταξίδια. Η μετακίνηση γίνεται με σύγχρονα φορτηγά μέσα σε πολύ λίγο χρόνο και ελάχιστοι μαθαίνουν κάτι ή γενικότερα δείχνουν ενδιαφέρον γι’ αυτού του είδους τις μετακινήσεις. Και τα παιδιά δεν χρειάζεται να ξαπλώνουν στη γη για ν’ αφουγκραστούν τον ερχομό των κοπαδιών που δε θα ’ρθουν κι αφού δεν έχουν τέτοιες παραστάσεις στο μυαλό τους οι δάσκαλοι δε χρειάζεται να βάζουν έκθεση για ένα θέμα που τα παιδιά και το αγνοούν και τα περισσότερα ίσως ποτέ δε θ’ ακούσουν γι’ αυτές τις θαυμάσιες βουκολικές εικόνες ζωής της πάλαι ποτέ ελληνικής υπαίθρου!…» (Π. Π. Λάμπρη, Το χάσικο ψωμί, σ. 171)
Καλό μήνα σε όλους! Με υγεία και ουσιαστική κατανόηση των συμβαινόντων!