Του πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου
-εκπαιδευτικού(χημικού).
Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου αναφέρεται σε σφαγές και εκτοπισμούς εναντίον Ελληνικών πληθυσμών στην περιοχή του Πόντου που πραγματοποιήθηκαν από το κίνημα των Νεότουρκων κατά την περίοδο 1914-1923.
Η Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου καθιερώθηκε το 1994 με απόφαση της Βουλής των Ελλήνων και τιμάται κάθε χρόνο στις 19 Μαΐου.
Το χρονικό της εξόντωσης
Το 1919, όταν η Ιταλία έστειλε στρατό κατά της Σμύρνης, οι Σύμμαχοι (Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία και οι Η.Π.Α.) ενθάρρυναν την Ελλάδα να αποβιβάσει στρατό εκεί πρώτη. Στην κατάληψη της Σμύρνης, μερικοί Έλληνες στρατιώτες διέπραξαν εγκληματικές ενέργειες κατά Τούρκων πολιτών και αιχμαλώτων. Όταν αποκαταστάθηκε η τάξη, οι ένοχοι τιμωρήθηκαν.
Ο τουρκικός στρατός, κάτω από τη διοίκηση του Μουσταφά Κεμάλ (αργότερα ονομάστηκε «Ατατούρκ» – πατέρας της Τουρκίας ) αργότερα αντεπιτέθηκε. Κατά τη διάρκεια άγριων μαχών, οι σύμμαχοι εγκατέλειψαν τον ελληνικό στρατό και ο τουρκικός στρατός νίκησε. Οι δυνάμεις του Κεμάλ συνέχισαν κατακαίγοντας σχεδόν όλη τη Σμύρνη.
Στις 19 Μαΐου οι δυνάμεις του Κεμάλ μπήκαν στη Σαμψούντα για να αρχίσει για δεύτερη φάση της Γενοκτονίας σε όλο το μήκος της ακτής της Μαύρης Θάλασσας. Μεταξύ 1919 και 1922 σχεδόν 150.000 Πόντιοι Έλληνες δολοφονήθηκαν. Αρχηγός σε αυτές τις σφαγές ήταν ο Τοπάλ Οσμάν Πασάς ο οποίος, με την κυβερνητική υποστήριξη, οδήγησε τις παραστρατιωτικές δυνάμεις που κατέστρεψαν τα άοπλα ποντιακά ελληνικά χωριά και κατέσφαξε αθώους άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
Η εξόντωση των Ποντίων άρχισε με τη σύλληψη προκρίτων (δημοσιογράφων, δικηγόρων, εμπόρων, μητροπολιτών, ιερέων, δασκάλων) την καταδίκη τους με στημένες δίκες σε θάνατο και εκτέλεση.
Ακολούθησαν ομαδικές εκτελέσεις σε πόλεις και χωριά, στρατολόγηση των ανδρών στα διαβόητα «Αμελέ Ταμπουρού» στην ουσία Τάγματα εξοντώσεώς τους, και τέλος τους ηλικιωμένους και τα γυναικόπαιδα που έστελναν στην εξορία, σε πολυήμερες πορείες στην ενδοχώρα για να του αφανίσουν.
Συνολικά καταστράφηκαν 815 Κοινότητες, 1.134 εκκλησίες, 960 σχολεία ενώ 353.000 κάτοικοι σφαγιάστηκαν ή πέθαναν από τις κακουχίες και την πείνα.
Zωντανές Μαρτυρίες μνήμης
Σειρά συγκλονιστικών μαρτυριών από τη γενοκτονία, όπως φτάνουν στις ημέρες μας μέσω διηγήσεων και κειμένων, όπου μεταφέρονται βιώματα που κόβουν την ανάσα- βιώματα τα οποία σηματοδοτούν το τέλος μιας ιστορίας χιλιετιών. Ακολουθούν, μεταξύ άλλων, κάποιες από αυτές.
«Πολλά είδαμε και πολλά περάσαμε. Έβλεπες τους ανθρώπους να τρώνε ψοφίμια, πολλές φορές μάλιστα εγένοντο ομηρικαί μάχαι δια να κόψη κανείς ένα κομμάτι, ακόμα και από αυτά που έκειντο μέσα στον δρόμο» . (Από το χειρόγραφο του Κωνσταντίνου Ιορδανίδη «Η εξορία των χωριών Τρουψί και Μπάτσανα»)
H διήγηση του Χαράλαμπου Κρυλλίδη, από ένα χωριό στη Σεβάστεια το οποίο πλέον δεν υπάρχει.
«Κατεδικάσθην αθώος ων εις θάνατον, ήτο θέλημα Θεού, διά τούτο και εγώ δεν λυπούμαι. Έχω πίστιν, ότι θα συναντηθούμε εις την άλλην ζωήν. Σας στέλλω τον χαιρετισμό και την αγάπη μου. Εν όσω ζείτε να με μνημονεύετε» .
«Είμασταν περισσότερες από 100 γυναίκες και είχαμε 8-10 παιδιά, ηλικίας 2 έως 7 χρονών και αποφασίσαμε να τα πνίξουμε μην τυχόν και κλάψει κάποιο ή μιλήσει, και όταν οι Τούρκοι θα ήταν κοντά μας θα ανακάλυπταν την κρυψώνα μας και θα μας συλλάμβαναν. Τότε η καθεμία από εμάς πήρε το παιδί της άλλης και το έπνιξε, σφίγγοντας το λαιμό του και αφήνοντας το νερό του καταρράκτη να μπει μέσα στο στόμα του. Κάποιο κοριτσάκι 6-7 χρονών όταν είδε το τι γινότανε, μας παρακάλεσε να μην της βγάλουμε από το λαιμό κάτι χαϊμαλιά που είχε και μας είπε στα τούρκικα “πενί ποορκενέ τσιτσιλεριμί τσικάρτμαγιν”, δηλαδή όταν με πνίγετε να μη βγάλετε από το λαιμό μου τα χαϊμαλιά…».
«Μας πήραν όλους σε μια πορεία θανάτου. Πολλοί, οι γεροντότεροι, δεν άντεξαν. Τον θείο της μητέρας μου, τον παπα-Κυριάκο, τον διέταξαν οι Τούρκοι στρατιώτες να φύγει. Εκείνος λειτουργούσε. Ζήτησε να αποχωρήσει μόλις θα τέλειωνε η εκκλησία. Οι Τούρκοι απείλησαν να κλειδώσουν τις πόρτες και να τους κάψουν ζωντανούς. Τελικά τους έκαψαν μέσα στην εκκλησία. Τι τα θυμάμαι;…» (ΠΗΓΗ. https://www.youtube.com/watch?v=FWWVCVmTs3A)
Η τελευταία λειτουργία στα ιερά των πατέρων (αφήγηση Αννίκα Χαριτωνίδου από το Κέσι του Πόντου)
«Πριν φύγουμε, η επιτροπή, κι ήταν επιτροπή ο κουνιάδος μου, ο δάσκαλος, κι ο παπάς, γύριζαν και έγραφαν τα χτήματά μας, αμπέλια, κήπους, σπίτια. Μετά πήγαμε στο Βέξε (διπλανό χωριό) και κοινωνήσαμε γιατί δεν είχαμε δικό μας παπά. Ο παπάς του Βέξε, ο παπα-Ισαάκ, ερχότανε μια φορά τη βδομάδα στο χωριό μας και λειτουργούσε. Αυτή τη φορά πήγαμε εμείς στο Βέξε και κοινωνήσαμε, που θα μπαίναμε στο δρόμο. Μια μέρα φέραμε τον παπά στο νεκροταφείο και διάβασε τα μνήματά μας, γιατί να χωριστούμε ήτον. Κλάψαμε πολύ στα μνήματα. “Φεύγομε εμείς και σας αφήνομε μέσα στους Τούρκους”. Κείνη τη μέρα η ψυχή μας είχε πολύ βάρος. Η επιτροπή μάζεψε μετά τα πράματα της εκκλησίας. Έκαψε τις παλιές εικόνες κι όσα βιβλία ήταν παλιά. Τα άλλα κειμήλια τα μαζέψανε και τα φέραμε. Το σταυρό και τον επιτάφιο τα είχα βάλει στο δικό μου σεντούκι. Τα άλλα πράγματα τα φρόντισε ο κουνιάδος μου ο δάσκαλος…
Με τα πράματα της εκκλησίας είχα δώσει και μια δική μου εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνα. ….Που φεύγαμε από το σπίτι μας στενοχωρηθήκαμε, μα ούτε το σπίτι, ούτε τα πράματά μας, ούτε τους φίλους μας Τούρκους σκεφτήκαμε, όσο σκεφτήκαμε την εκκλησία μας. Την αφήσαμε σαν ορφανή μέσα στους Τούρκους. Πριν φύγω πέρασα πάλι από κει. Δεν είχε εικόνες. Δεν είχε σταυρό. Πήγα να προσκυνήσω το αγιασμένο σανίδι, τη λειτουργημένη πέτρα της».
(πηγή: ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΞΕΡΙΖΩΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ Επιμέλεια: Μ.Hulot)
Η ιστορία της Πόντιας Ελένης που οι Τούρκοι την έκαναν ταινία
Η ιστορία αυτής της Ελένης έχει ως εξής : Το 1920 ζούσε σε ένα χωριό έξω από την Τραπεζούντα ο μεταλλουργός Χαράλαμπος Χρυσοστομιδης με το παρατσούκλι, Lampo Usta, (δηλαδή Μάστορα Λάμπη), με την γυναίκα του Αναστασία και τη μικρή τους κόρη την Ελένη. Η ζωή τους κυλούσε ήρεμα και ο μάστορας κέρδιζε αρκετά για να ζει η οικογένειά του χωρίς στερήσεις. Όλα αυτά όμως άλλαξαν με βίαιο τρόπο το 1923, (εδώ βέβαια οι Τούρκοι δεν κάνουν καμία αναφορά για τη φρικτή γενοκτονία των Ποντίων που τότε έχει αποκορυφωθεί), καθώς είχε έρθει η ώρα της αναγκαστικής προσφυγιάς. Το ζευγάρι με την 13 χρονών κόρη τους Ελένη πήραν ό,τι μπορούσαν μαζί τους και κατευθύνθηκαν μαζί με πολλούς άλλους Ελληνοπόντιους προς την Τραπεζούντα για να αποβιβαστούν στο πλοίο που θα τους έφερνε στην Ελλάδα.
Στο δρόμο όμως τους σταμάτησε ένα ένοπλο τμήμα. Οι Τσέτες συγκέντρωσαν κάποια κορίτσια που διακρίνονταν για την ομορφιά τους και τα απήγαγαν. Ο καημένος ο Χαράλαμπος χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι έστειλε τη σύζυγο του προς το λιμάνι της Τραπεζούντιας ενώ εκείνος έμεινε πίσω για να ψάξει για την κόρη του. Πέρασαν τέσσερις μήνες όμως χωρίς κανένα αποτέλεσμα και η Ελένη δεν είχε βρεθεί. Εντωμεταξύ η γυναίκα του η Αναστασία έφυγε με το πλοίο της προσφυγιάς και έφτασε στην Καβάλα. Στον Πόντο ο Χαραλάμπης συνέχιζε να ψάχνει παντού για την κόρη του. Στο χωριό του όπου ξαναπήγε τού είπαν πως δεν έμεινε κανένας Έλληνας καθώς όλοι είχαν φύγει και μάλιστα τον προειδοποίησαν ότι, αν παραμείνει εκεί, υπήρχε μεγάλος κίνδυνος για τη ζωή του. Τότε ήρθαν κάποιοι και του είπαν πως η Ελένη σκοτώθηκε από τους άτακτους και ότι είχαν δει το πτώμα της μαζί με άλλα πτώματα σε κάποιο ρέμα κοντά στην Τραπεζούντα. Ο καημένος ο Χαραλάμπης χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του αποφάσισε τελικά να φύγει από τον Πόντο. Μετά από περιπλανήσεις τριών μηνών έφτασε στο Καντήκιοΐ της Κωνσταντινούπολης. Εκεί απελπισμένος, χωρίς τη γυναίκα του που είχε φτάσει στην Ελλάδα και την κόρη του χαμένη, ο Χαράλαμπος γνωρίζεται με ένα επιφανή Τούρκο, τον Süreyya Paşa, ο όποιος τον εκτίμησε και θαύμασε την επιδεξιότητα στην τέχνη του. Ο Τούρκος τότε του άνοιξε ένα μαγαζί στο Καντήκιοΐ και ο Χαράλαμπος με τη μεγάλη του εργατικότητα απέκτησε πολλούς πελάτες και άρχισε να βγάζει πολλά χρήματα. Ο Λάμπης τότε εγκατέλειψε την ιδέα να φύγει στην Ελλάδα και αφού γνωρίστηκε με μια κοντοχωριανή του, την Antusa, που είχε μείνει και αυτή στην Πόλη, την παντρεύεται και κάνει μια κόρη τη Σοφία.
Η Σοφία, αφού μεγάλωσε, παντρεύτηκε και έκανε ένα γιο. Ο γιός της αγάπησε πολύ τον παππού του τον Λάμπη, ο όποιος συνεχώς του μιλούσε για τη χαμένη του θεία την Ελένη, γιατί ποτέ δεν πίστεψε ότι είχε σκοτωθεί, αλλά ότι ζούσε χαμένη κάπου στον Πόντο. Ο γιός της Σοφίας μεγάλωσε, έγινε χρυσοχόος και άνοιξε ένα μαγαζί κοντά στο Καπαλί Τσαρσί, αλλά συνεχώς σκεφτόταν την Ελένη που είχε χαθεί. Απευθύνθηκε τότε σε ένα δικηγόρο και του ανέθεσε να ψάξει για τη χαμένη του θεία. Πριν περάσει πολύς καιρός τότε ένα τηλεφώνημα έκπληξη ήρθε από την Τραπεζούντα. Αυτοί που τηλεφώνησαν τον ρώτησαν: «εσείς δεν είστε που ψάχνετε για την Εμινέ;», (δηλαδή την Ελένη ). Ο γιος της Σοφίας σάστισε και τότε έμαθε ότι η Ελένη είχε βρεθεί από την οικογένεια του Abdülkadir Sümer που την είχαν υιοθετήσει και την ονόμασαν Εμινέ. Παράλληλα όμως καθώς έψαχνε για τη χαμένη κόρη του παππού του ρωτούσε και για τη χαμένη του γιαγιά την Αναστασία. Τότε μαθαίνει, ότι η Αναστασία που βρισκόταν στην Ελλάδα είχε παντρευτεί και αυτή και είχε κάνει δυο παιδιά. Τα παιδιά της Αναστασίας ήθελαν πολύ να έρθουν στην Τουρκία για να ψάξουν για τον Χαραλάμπη και τη χαμένη κόρη της Αναστασίας και τελικά κατάφεραν να έρθουν σε επαφή με το γιο της Σοφίας.
Εντωμεταξύ από την Τραπεζούντα ο Sümer, δηλαδή ο θετός πατέρας της Ελένης μόλις έμαθε για όλη αυτή την ιστορία της υιοθετημένης του κόρης ήρθε στην Κωνσταντινούπολη και προσκάλεσε όλους τους συγγενείς της Εμινέ στην Τραπεζούντα. Εδώ αντιλαμβάνεται κανείς τα συναισθήματα όλων αυτών καθώς μετά από πολλά χρόνια τα παιδιά της Αναστασίας και ο γιος της Σοφίας συναντήθηκαν στην Τραπεζούντα και βρήκαν την χαμένη κόρη του Χαραλάμπη, την Ελένη, που τώρα ήταν η Εμινέ. Αλλά το πιο ίσως εντυπωσιακό σε όλη αυτή την συγκλονιστική ιστορία είναι ότι όλοι μαζί πήγαν και προσκύνησαν το μοναστήρι της Βαζελώνας ένα από τα πιο ιερά μέρη του ελληνορθόδοξου Πόντου. Η συγκλονιστική αυτή ιστορία, (την οποία όταν την διαβάσει κανείς στα τουρκικά πραγματικά συγκινείται), δείχνει για άλλη μια φορά το μεγάλο δράμα των Ελληνορθόδοξων Ποντίων. Αλλά το εντυπωσιακό είναι ότι αποφασίστηκε να την κάνουν ταινία μια ομάδα «Τούρκων» οι οποίοι, όταν την έμαθαν, είχαν συγκλονιστεί καθώς είχαν γίνει και μάρτυρες της συνάντησης μετά από τόσα χρόνια όλων αυτών των χαμένων συγγενών από τη φρίκη ενός πολέμου και μιας γενοκτονίας. (Πηγή nikosxeiladakis)