Δις επαίτες στο Βερολίνο

Γράφει ο Κώστας Λ. Χρήστος
Φιλόλογος

«ραγιάδες έχεις μάνα γη» – Κ. Παλαμάς

Φαίνεται πως το Βερολίνο είναι ο χώρος στον οποίο συγκαλούνται σε διάφορες χρονολογίες Διασκέψεις για εθνικά μας θέματα, τα οποία αφορούν στα σύνορά μας. Και η χώρα μας απειλήθηκε πλειστάκις από γείτονές της, και προπαντός από την Τουρκία, για την αρπαγή υπ΄αυτών χερσαίων εδαφών ή θαλάσσιων περιοχών μας, καθορισμένων με διεθνείς Συνθήκες. Και ως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις, είτε μετά από πολεμικές συγκρούσεις είτε προτού μιλήσουν τα όπλα, οι αντίδικες χώρες προσφεύγουν σε Διασκέψεις που συγκαλούνται σε διάφορες πόλεις υπό την αιγίδα συνήθως ισχυρών συμμάχων τους ή χωρών που προσφέρονται για την ειρήνευση των εμπλεκομένων σε διενέξεις , προκειμένου να επιλυθούν ειρηνικά οι διαφορές και να αποφευχθούν ή να μην επαναληφθούν συρράξεις.

Κάποτε όμως, και δυστυχώς, μέσα από αυτές τις διαβουλεύσεις για ειρήνευση υποκρύπτονται συμφέροντα άλλων ισχυρών χωρών, οι οποίες είτε υποκινούν χώρες να έρθουν σε σύρραξη, προκειμένου να επωφεληθούν οι ίδιες οικονομικά ή και μετά την πολεμική σύγκρουση να καρπωθούν εδάφη ή να εξασφαλίσουν δικά τους άλλα συμφέροντα σε διάφορες επίμαχες περιοχές. Και η χώρα μας, ας πάρουμε ως αρχή μετά την επανάσταση του 21, βρέθηκε αμέτρητες φορές στη δεινή θέση να πάρει το δρόμο προς ξένες χώρες για να ζητήσει τη στήριξή τους στα δίκαιά της ή να της εξασφαλίσουν πατροπαράδοτα εδάφη της που επίβουλοι εχθροί τα επιβουλεύονταν ή και την απελευθέρωσή τους από εισβολείς που τα κατέκτησαν.

Και γνωρίζουμε ότι άλλες φορές η χώρα μας δικαιώθηκε στα αιτήματά της, μερικώς ή ολικώς, κι άλλες ίσχυσε το του εθνικού μας ποιητή: «μοναχή το δρόμο επήρες, και ξανάρθες μοναχή», προς θλίψη πάντα των Ελλήνων. Κι ακριβώς σε δυο τέτοιες προσφυγές της χώρας μας στις ξένες Δυνάμεις προς επίλυση διαφορών, και κατά σύμπτωση στην ίδια πόλη, το Βερολίνο, και υπό την αιγίδα μάλιστα Γερμανών ηγετών αναφέρομαι σ΄αυτό εδώ το κείμενό μου.

Η πρώτη προσφυγή της χώρας μας στο Βερολίνο, στην οποία αναφέρομαι, έγινε το 1878 στο εκεί συγκληθέν Συνέδριο των Μεγάλων τότε Δυνάμεων, το οποίο είχε συγκαλέσει ο τότε Γερμανός καγκελάριος Βίσμαρκ, προκειμένου να τακτοποιηθούν ζέοντα γι αυτούς προβλήματα στα ταραγμένα τότε Βαλκάνια. Και προπαντός να διευθετήσουν το θέμα με το Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας που είχε αλλάξει το status quo της περιοχής με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, η οποία είχε συναφθεί με αυθαίρετο τρόπο μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας. Και θα ήθελα εδώ να αναφέρω τα ακόλουθα, για να καταλάβουμε πληρέστερα την τότε προσφυγή της Ελλάδας στο εν λόγω Συνέδριο αρχίζοντας με σύντομη ιστορική αναδρομή.

Ως γνωστόν ο Ιωάννης Καποδίστριας μετά την επανάσταση του 1821 διαπραγματεύθηκε με τις Μεγάλες Δυνάμεις την οριοθέτηση από αυτές των συνόρων του τότε ελεύθερου ελληνικού κράτους. Μάλιστα ο Καποδίστριας είχε ως πάγια τακτική να ζητάει πάντα πολύ περισσότερα για να κερδίζει τα περισσότερα. Δυστυχώς όμως τα σύνορα που χάραξαν για τη χώρα μας οι ΜΔ το 1832 δεν ήταν τα αναμενόμενα γι αυτόν. Και τούτο διότι αυτές αποφάσισαν ως βόρεια σύνορα της χώρας μας να είναι η οριοθετική γραμμή Αμβρακικού και Παγασητικού κόλπου, αφήνοντας υπό τουρκική κατοχή την Ήπειρο , Θεσσαλία, Μακεδονία, Θράκη. Η οριοθέτηση εκείνη δεν έφερε βεβαίως την ηρεμία στις περιοχές που είχαν παραμείνει υπό τουρκική ακόμα κατοχή.

Έτσι στην περιοχή Ραδοβιζίου της Ηπείρου, και συγκεκριμένα στην περιοχή που εκτείνεται ΒΑ της σημερινής πόλης της Άρτας μέχρι τον Αχελώο ποταμό, ο οποίος χωρίζει το νομό Άρτας με αυτόν της Καρδίτσας απέναντι από την «Κοιλάδα του Αχελώου», εκδηλώθηκαν επαναστατικά κινήματα από τους ντόπιους εκεί κατοίκους για την απελευθέρωσή τους από τους Οθωμανούς. Η επανάσταση στην περιοχή του Ραδοβιζίου ξεκίνησε το 1854 από το χωριό Μεγαλόχαρη της Άρτας στις 15 του Γενάρη και σχεδόν ταυτόχρονα , 10 μέρες αργότερα, κι απέναντι στη Θεσσαλία στην περιοχή της Αργιθέας. Τα επαναστατικά εκείνα κινήματα, σε ό, τι αφορά στο Ραδοβίζι, ξέσπασαν κατά χρονικά διαστήματα το 1854, το 1866 και το 1878.

Και θα ήθελα εδώ να πω ότι στη Ραδοβιζινή επανάσταση, αλλά και τη Θεσσαλική, το επίσημο τότε ελληνικό κράτος ήταν «απών» σε βοήθεια των επαναστατών, οι οποίοι πολέμησαν γενναία μόνοι τους και με τη συνδρομή μόνον οπλαρχηγών από την Αιτωλοακαρνανία, το Σούλι κι άλλες περιοχές. Και δεν βοήθησε το νεοσύστατο σχετικά τότε ελεύθερο ελληνικό κράτος υπό τον φόβο οργής των ΜΔ που σε καμιά περίπτωση δεν ήθελαν ταραχές στη βαλκανική περιοχή. Ο φόβος δηλαδή των κυβερνώντων τότε την Ελλάδα , κάτω από υπέρτερες Δυνάμεις και μάλιστα και με τις απειλές τους , μήπως η χώρα μας έχανε και τα όσα με τόσες θυσίες είχε κατακτήσει μέχρι τότε άφησε αβοήθητους τους Ραδοβιζινούς και Θεσσαλούς επαναστάτες.

Κι ενώ σε αυτά τα επαναστατικά κινήματα ένθεν κακείθεν του Αχελώου, στο Ραδοβίζι και την Αργιθέα, οι σκλαβωμένοι Έλληνες είχαν σημαντικές νίκες σε κάθε τους επαναστατικό κίνημα, πάντα όμως στο τέλος δέχονταν την οργισμένη επίθεση των Τούρκων, οι οποία κατέβαζαν στην Άρτα πολύ στρατό και από τα Ιωάννινα που εφορμούσε κατά χιλιάδες στα επαναστατημένα χωριά και τα κατέπνιγαν στο αίμα καίγοντας συνάμα οικίες και ναούς. Κι αυτό συνέβαινε μέχρι το 1878, οπότε συγκλήθηκε και το προαναφερθέν Συνέδριο του Βερολίνου.

Σ΄αυτό λοιπόν το Συνέδριο που συμμετείχαν η Γερμανία με τον Βίσμαρκ, Αγγλία, Γαλλία, Αυστροουγγαρία, Ιταλία, Ρωσική κι Οθωμανική Αυτοκρατορία, προσέφυγε με απεσταλμένους της κυβέρνησης Κουμουνδούρου και η Ελλάδα διεκδικώντας τη λύση του «Ηπειροθεσσαλικού Ζητήματος». Η ελληνική αντιπροσωπεία κατέφθασε στο Βερολίνο αλλά δεν της επέτρεψαν να συμμετάσχει κι αυτή στο Συνέδριο. Αντί συμμετοχής της τους είπαν να τους παραδώσουν γραπτώς τα αιτήματά τους και να περιμένουν απέξω μέχρι να τους ανακοινώσουν οι Σύνεδροι τις αποφάσεις τους.
Και πράγματι μετά το πέρας του Συνεδρίου, οι Σύνεδροι λογαριάζοντας πρωτίστως τα δικά τους συμφέροντα αλλά και για να σταματήσουν τις ενοχλητικές γι αυτούς επαναστατικές ταραχές στις περιοχές των Βαλκανίων, τους ανακοίνωσαν ότι τα βόρεια σύνορα της χώρας μας μετετίθεντο βορειότερα από την υπάρχουσα έως τότε γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού, με ελεύθερο πλέον το Ραδοβίζι – Άρτας κι ελεύθερη σχεδόν ολόκληρη την Θεσσαλία, πλην Ελασσόνας. Αποφάσισαν μάλιστα, με διαβουλεύσεις που κράτησαν ως το 1881 με τη Συνθήκη της Κων/πολης, ο Άραχθος ποταμός να είναι έκτοτε η διαχωριστική γραμμή του ελεύθερου τότε ελληνικού κράτους με τα ΒΔ της ροής αυτού εδάφη μας να παραμένουν υπό τουρκική κατοχή. Κι αυτά απελευθερώθηκαν αργότερα στους «Βαλκανικούς πολέμους».

Και τώρα, το 2020, πάλι στο Βερολίνο, η Γερμανίδα καγκελάριος Μέρκελ με πρωτοβουλία της συγκάλεσε και αυτή Διάσκεψη για να συζητήσουν το προκύψαν θέμα μεταξύ της Τουρκίας και Λιβύης, το ονομασθέν ως «Λιβυκό Ζήτημα», μετά την παράνομη συμφωνία Ερντογάν – Σάρατζ για συνεργασία Τουρκίας –Λιβύης, στο οποίο εμπλέκεται και η Ελλάδα νότια της Κρήτης, αφού εκεί διακυβεύονται κυριαρχικά της δικαιώματα τα οποία αμφισβητεί η Τουρκία. Και πάλι όμως η Ελλάδα ήταν απούσα από τη Διάσκεψη, καθότι δεν την κάλεσαν! Μάλιστα η Ελλάδα κάλεσε στην Αθήνα τον Λίβυο στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ, αντίπαλο στον εμφύλιό τους στη Λιβύη με τον Σάρατζ, για να τη στηρίξει στη Διάσκεψη, εφόσον η Κυβέρνησή μας έμεινε μόνο στη διαμαρτυρία της και ήταν απούσα, ενώ συμμετείχαν Τουρκία, Γερμανία, ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Αίγυπτος, Αλγερία, Κονγκό, Λιβύη κι άλλες χώρες. Η Ελλάδα δηλαδή έμεινε και πάλι «απέξω» στο Βερολίνο ελπίζοντας κυρίως στον Χαφτάρ , οποίος μάλιστα στο τέλος της Διάσκεψης …ξέχασε να την αναφέρει κι αυτός!

Κι όταν τη χώρα μας , του αρχαίου πολιτισμού και της ένδοξης ιστορίας της, δεν την υπολόγισαν και πάλι στο Βερολίνο και συνάμα άφησαν ανενόχλητο τον Ερντογάν να αλωνίζει στην ανατολική Μεσόγειο, και μάλιστα να απειλεί τα πατροπαράδοτα θαλάσσια σύνορά μας, να τα διαπραγματεύεται και να εξαρτάται αυτή από έναν Χαφτάρ, τότε δε μένει τίποτα άλλο να πεις για τους αβέλτερους πολιτικούς μας παρά μόνο το : «άι σιχτίρ». Για να επαληθευτεί πολλάκις η παροιμία για τους χαμηλού βεληνεκούς πολιτικούς μας. «τι έχεις Γιάννη; τι είχα πάντα ». Ή για να το κλείσω καλύτερα, αφού ευχηθούμε τα μη χείρω για τη χώρα μας , θα αναφέρω κάποιους στίχους του μεγάλου μας ποιητή, Κωστή Παλαμά, από το πασίγνωστο ποίημά του, «ο Δωδεκάλογος του Γύφτου» :
«δεν έχεις Όλυμπε θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα,
ραγιάδες έχεις μάνα γη, σκυφτούς για το χαράτσι,
κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα,
των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι»