Θεοδώρα Πετραλίφαινα

Η Αγία της Άρτας

Η Θεοδώρα Πετραλίφαινα ή Αγία Θεοδώρα της Άρτας (Σέρβια, λίγο μετά το 1210 – 1280) ήταν σύζυγος του Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ και Ορθόδοξη χριστιανή Αγία.
Η ζωή της ήταν άγνωστη μέχρι την εποχή που ένας μοναχός με το όνομα Ιώβ έγραψε την “Αγιογραφία της Αγίας Θεοδώρας της Άρτας” για το πρόσωπο της, ο μοναχός ταυτίζεται με τον Ιώβ Ιασίτη που έζησε στα τέλη του 13ου αιώνα. Η Αγιογραφία περιέχει πολλά λάθη και ανακρίβειες κάτι που θέτει την ταυτοποίηση ανάμεσα στα δυο πρόσωπα σε αμφισβήτηση. Η Θεοδώρα ήταν κόρη του Σεβαστοκράτωρος Ιωάννη Πετραλίφα κυβερνήτη της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας και της Ελένης που καταγόταν από αριστοκρατική Οικογένεια στην Κωνσταντινούπολη. Η Οικογένεια Πετραλίφα ήταν Ιταλικής καταγωγής με γενάρχη τον Πέτρο του Αλίφα από το Αλίφε, κοντά στην Καζέρτα, συμμετείχε στις Νορμανδικές εισβολές του Ροβέρτου Γυισκάρδου και κατόπιν εισήλθε στην Βυζαντινή υπηρεσία.

Στην αυλή της Ηπείρου

Με τον θάνατο του πατέρα της την περίοδο (1224 – 1230) την ανέλαβε υπό την προστασία του ο Δεσπότης της Ηπείρου Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας. Ο Θεόδωρος συνετρίβη στην Μάχη της Κλοκοτνίτσας (1230) σε μια περιοχή ανάμεσα στην Φιλιππούπολη και την Αδριανούπολη, ο Βούλγαρος τσάρος Ιβάν Ασέν Β΄ τον συνέλαβε αιχμάλωτο και αργότερα τον τύφλωσε. Ο διάδοχος του στο Δεσποτάτο ήταν ο νόθος ανιψιός του Μιχαήλ Β’ Κομνηνός Δούκας, νόθος γιος του ετεροθαλούς αδελφού του Μιχαήλ Α΄ Κομνηνού Δούκα του ιδρυτή του Δεσποτάτου. Ο Μιχαήλ Β΄ περνώντας από την Σερβία που ζούσε η Θεοδώρα εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά της και την παντρεύτηκε αμέσως μετά την άνοδο του στο Δεσποτάτο αν και ήταν ακόμα μικρό κορίτσι (1231). Αναφέρεται ότι ο Μιχαήλ παντρεύτηκε την Θεοδώρα σε μια προσπάθεια να επεκτείνει την εξουσία του.

Εξορία
Η Θεοδώρα, φύση ιδιαίτερα ευαίσθητη και αφιερωμένη στο Θεό δεν μπορεί να ακολουθήσει τους κοσμικούς ρυθμούς ζωής του συζύγου της και γίνεται όλο και περισσότερο υπόδειγμα αφιερωμένης και φιλάνθρωπης βασίλισσας. Ο Μιχαήλ την εγκατέλειψε παρά την πρόωρη εγκυμοσύνη της που είχε σαν αποτέλεσμα να γεννηθεί γρήγορα ο διάδοχος του Νικηφόρος και άρχισε να ζει με τις ερωμένες, μια από αυτές ήταν η Αρτινή αρχόντισσα Γαγγρινή την οποία μετέφερε στα ανάκτορα. Η Θεοδώρα δεν μπόρεσε να αντέξει την ντροπή και αυτοεξορίστηκε, έζησε πέντε χρόνια κάτω από άθλιες συνθήκες και φτώχεια σαν απλή χωρική μονάχα από τα αγαθά που μπορούσε να της προσφέρει η φύση. Σε αυτή την κατάσταση, και ενώ συνέλεγε χόρτα την βρήκε ο ιερέας του χωριού Πρένιστα στο σημερινό Κορφοβούνι Άρτας, την λεπτομέρεια αναφέρει αναλυτικά ο βιογράφος της Ιώβ που την περιγράφει σαν “λαχανευομένη”. Η Θεοδώρα αποκάλυψε στον ιερέα την ταυτότητα της, ο ιερέας την πήρε μαζί του και έζησε υπό την προστασία του το υπόλοιπο διάστημα της εξορίας. O λαός της Άρτας με επικεφαλής τους άρχοντες του αγανακτισμένος από τη συμπεριφορά του Μιχαήλ εξεγέρθηκε, ο Μιχαήλ Β΄ αναγκάστηκε να διώξει την Γαγγρινή από τα ανάκτορα και να ζητήσει από την Θεοδώρα να επανέλθει, από τότε έζησαν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής τους.

Επιστροφή
Η Θεοδώρα συνεχίζει το έργο της φιλανθρωπίας που είχε ξεκινήσει ενώ ο Μιχαήλ επιδίδεται σε έργα μετανοίας και έκτισε δύο ναούς, τον ναό της Παντάνασσας στη δεξιά όχθη του Άραχθου στην τοποθεσία Βλαχιόρου (ο οποίος σήμερα ονομάζεται ναός των Βλαχερνών), τη Μονή Κάτω Παναγιάς, τη Μονή του Αγίου Γεωργίου και τη Μονή της Παναγίας της Παντάνασσας έξω από την Φιλιππιάδα. Η Θεοδώρα και ο Μιχαήλ αποκτούν άλλα τέσσερα παιδιά, τον Ιωάννη, το Δημήτριο, την Ελένη και την Άννα. Η Θεοδώρα σαν σύζυγος Δεσπότη της Ηπείρου είχε στενούς δεσμούς με τον παραδοσιακό εχθρό του Δεσποτάτου την Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Ο ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης που έζησε την εποχή της καταγράφει ότι συνόδευσε τον γιο της Νικηφόρο στον αρραβώνα της και στην συνέχεια στον γάμο της με την κόρη του Αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρη. Η επίλυση των διαφορών ανάμεσα στα δύο βασίλεια με την συμβολή της Θεοδώρας είχε σαν αποτέλεσμα να επιλυθούν και οι εκκλησιαστικές τους διαφορές, η ειρήνη όμως δεν κράτησε πολύ.Η Θεοδώρα ίδρυσε επίσης τον Ναό του Αγίου Γεωργίου στην πρωτεύουσα του Δεσποτάτου Άρτα που έχει σήμερα το όνομα της. Η Θεοδώρα μετά τον θάνατο του συζύγου της (1268) αποσύρθηκε σαν μοναχή στον Ναό του Αγίου Γεωργίου και έζησε μέχρι τον δικό της θάνατο (1280), τάφηκε στον νάρθηκα του ναού.

Αγιοποίηση
Η μνήμη της τιμάται στις 11 Μαρτίου και είναι σήμερα η πολιούχος Αγία της Άρτας. Στον ναό της βρίσκεται σε αργυρή λάρνακα το λείψανο της το οποίο με μεγαλοπρεπή λιτανεία περιφέρεται στους δρόμους της πόλεως τη μέρα της εορτής της. Η Αγία παριστάνεται επίσης και σε τοιχογραφία αριστερά της πύλης της προσκομιδής στο καθολικό της μονής Κάτω Παναγιάς. Η ανακομιδή των ιερών Λειψάνων της τιμάται κάθε χρόνο την πρώτη Κυριακή μετά την εορτή των Αγίων Πάντων, ο τάφος της έγινε τόπος προσκυνήματος ενώ έχουν καταγραφεί από τους πιστούς αμέτρητα θαύματα.

Ο αρχικός ναός
Ο αρχικός ναός ιδρύθηκε προς τιμή του Αγίου Γεωργίου. Σήμερα όμως τιμά την Αγία Θεοδώρα της Άρτας, τη βασίλισσα και πολιούχο της, συνδέοντας το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της πόλης. Ο αρχικός ναός κτίστηκε το 11ο αι. σε μορφή τρίκλιτης βασιλικής. Το 1270 η βασίλισσα Θεοδώρα ανακαίνισε την εκκλησία, που λειτουργούσε σαν γυναικείο μοναστήρι, και πρόσθεσε τον νάρθηκα και τα δύο αετώματα. Το 13ο αι. προστέθηκε ο εξωνάρθηκας και οι δύο πεσσοστήρικτοι παρανάρθηκες.

Εξωτερικό του ναού
Ο Πυλώνας που οι ντόπιοι ονομάζουν Δόξα είναι ότι απέμεινε από τον παλιό περίβολο του ναού. Πρόκειται για τοξωτή πύλη, αψίδα εξ ολοκλήρου πλίνθινο και φέρει διακόσμηση. Ο ναός αποτελείται από νάρθηκα και εξωνάρθηκα. Επίσης τα παράθυρα του μεσαίου κλίτους σχηματίζουν ένα είδος υπερυψωμένου φωταγωγού, που καταλήγει σε δίκλινη στέγη.
Οι ανατολικοί και δυτικοί τοίχοι καταλήγουν σε πλίνθινα αετώματα που εξέχουν από το ύψος της στέγης για ποικιλία. Ανατολικά υπάρχουν 3 τρίπλευρες κόγχες με παράθυρα. Τοξωτά ανοίγματα, που στηρίζονται σε πεσσούς, υπάρχουν και στον παρανάρθηκα, καθώς και μονόλοβα παράθυρα στις πλάγιες κλιτές.
Ο νάρθηκας κάνει τον ναό ξεχωριστό με την ποικιλομορφία της στέγης. Φέρει πλίνθινη διακόσμηση και καλύπτεται από δυο κυλινδρικούς θόλους και ένα τρούλο, που φαίνονται σαν τριγωνικά αετώματα. Ο παρανάρθηκας καλύπτεται από σταυροθόλια και ασπίδες που εμφανίζονται ως αετώματα. Υπήρχε παρανάρθηκας, μικρότερου μεγέθους στην βόρεια πλευρά από τον οποίο όμως, σώζονται πολύ λίγα μέρη. Ο ναός δε έχει έντονο κεραμοπλαστικό διάκοσμο και περιορίζεται στα παράθυρα. Η ομορφιά του βρίσκεται κυρίως στην αρχιτεκτονική του ποικιλομορφία. Το πηγάδι που βρίσκεται στην αυλή της εκκλησίας χρονολογείται τον 13ο αι.

Εσωτερικό του ναού
Εσωτερικά ο ναός διατηρεί μεγάλο μέρος της γλυπτής και γραπτής του διακόσμησης. Τα κιονόκρανα, πιθανότατα κλεμμένα από κάποιο κτίριο της αρχαίας Νικόπολης, φέρουν ανάγλυφες παραστάσεις λαϊκών. Από το μαρμάρινο τέμπλο σώθηκαν μόνο δυο κομμάτια, που βρίσκονται στη θύρα. Το μαρμάρινο δάπεδο σώζεται σε καλή κατάσταση. Μεγαλύτερη αξία έχει ένα ομφάλιο κεντρικό κλίτος και η βάση της παλιάς Αγίας Τράπεζας. Οι τοιχογραφίες του ναού δεν βρίσκονται σε καλή κατάσταση, λόγω των επιχρισμάτων αλλά και της αιθάλης των κεριών. Οι τοιχογραφίες πρέπει να έγιναν σε 4 φάσεις: μέσα του 13ου αι., τα αετώματα του κεντρικού κλίτους, αρχές 14ου αι. ο νάρθηκας, το 1653 επιζωγραφήθηκε ο νάρθηκας, τέλος το 18ο αι. έγινε ο υπόλοιπος γραπτός διάκοσμος.

Κειμήλια του ναού
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα κειμήλια που φιλοξενούνται στο ναό. Η φορητή εικόνα, κρητικής σχολή του Χριστού, που χρονολογείται το 1653 και είναι έργο του αργυροχρυσοχόου Αθ. Τσιμούρη. Δυο υπέροχες ασημένιες λάρνακες, με ανάγλυφη διακόσμηση, που περιέχουν τα λείψανα της Αγίας Θεοδώρας. Τέλος η αργυρεπένδυτη μεγάλη εικόνα της Αγίας, έργο του 17ου αι., της οποίας η ζωγραφική της έγινε πάνω σε λεπτό στρώμα χρυσού.

Ο τάφος της Αγίας
Στην είσοδο του ναού σώζεται ο τάφος της Αγίας. Δεν σώζεται στην αρχική του μορφή, γιατί όταν τον άνοιξαν για να γίνει η αποκομιδή των λειψάνων αναγκάστηκαν να καταστρέψουν το μαρμάρινο περίβλημά του. Στο εσωτερικό του βρέθηκαν σπασμένα κομμάτια διακοσμημένου μαρμάρου, που αποδείκνυε ότι ο τάφος είχε καταστραφεί από κάποιον ιερόσυλο παλαιότερα. Η σημερινή, τρίτη μορφή ανασυγκροτήθηκε με χρήση παλιών και νέων κομματιών και φέρει δυο ανάγλυφες πλάκες.
Η πλάκα που βλέπει στο εσωτερικό του ναού απεικονίζει ρόδακες, ανθέμια και δύο δράκοντες. Τεχνοτροπία θυμίζει δυτικές επιρροές. Η πλάκα που βλέπει στο νάρθηκα του ναού απεικονίζει την Αγία Θεοδώρα και τον γιο της Νικηφόρο. Παραπλεύρως εικονίζονται και οι δύο αρχάγγελοι, που όπως είναι γνωστό αποτελούσας τους προστάτες των Κομνηνοδουκάδων, δεσποτών της Ηπείρου. Και οι δύο πλάκες χρονολογούνται τον 13ο αιώνα.