Του Αγίου Πνεύματος
Γράφει η Χαρά Παπαβασιλείου-Κουμουλλή
Με θέα τον Κορινθιακό δρόμος ελικοειδής μας ανέβασε στην ψηλότερη στροφή του Γεράνιου όρους. Χαθήκαμε για λίγο απ’ τα μπλε μάτια της θάλασσας παίζοντας το κρυφτό ώσπου βρεθήκαμε κάτω απ’ τα πεύκα. Και σκαμπανεβάζοντας στον χωματόδρομο αντικρίσαμε το εκκλησάκι στην άκρη του καταπατημένου κτήματος. Ο καταπατήσας μάς υποδέχτηκε προσφέροντάς μας τη δροσιά του υπό τους ίσκιους κωνοφόρων δέντρων και ήχους καλλικέλαδων πουλιών και ψαλμωδιών. Ομολογουμένως αισθανθήκαμε προνομιούχοι, πόσο μάλλον ο ιδιοκτήτης του επίγειου Παραδείσου του!
Κυριακή του Αγίου Πνεύματος. Προσκυνητές κατανυκτικοί κι άλλοι επιδοθέντες με κατάνυξη στο κουβεντολόι περιστοίχιζαν τον ναΐσκο. Στα δεξιά του καλυμμένα με κατάλευκα πανιά τα πεντάρτια σκορπούσαν την ευωδιά τους.
Κι ο ιερεύς μετά του ψάλτου εξέπεμπον λυγείς κελαηδισμούς. Το λιβανιστήρι εκτινασσόμενο κυκλοτερώς ευωδίαζε κι αυτό την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Κατά διαστήματα ο ιερεύς το παρέδινε και το ξανάπαιρνε απ’ τον ψάλτη, που κατ’ αντιστροφή το παρελάμβανε και το παρέδινε κι εκείνος, ωστόσο με ευλαβή ασπασμό του χεριού του.
«Αρχιμανδρίτης! Προορίζεται για δεσπότης!» ψιθυρίζει κάποια στη διπλανή της.
«Καλέ, ναι! Κι αν έχει κλείσει τα τριάντα!»
«Μελαχρινός κι ωραίος!»
«Ευειδής!»
«Άλλα δυο μάτια να ’χεις να τον δεις!»
«Νεαρότατος!»
«Και μοντέρνος!».
«Με κοντογένι και κοντά μαλλιά». Τα σχόλια περισσεύουν
Το μωρό, αν και μεταπηδώντας απ’ τη μια στην άλλη αγκαλιά, απ’ του μπαμπά στης μαμάς, κι απ’ της μαμάς στης γιαγιάς και στου παππού, εντούτοις επιμένει να διεκδικεί τσιρίζοντας τα δικαιώματά του. Οπότε αποσυρθέντος του εξεγερθέντος μωρού απ’ την ομήγυρη, που και αυτή είχε πιάσει το κους-κους στη διαπασών, αποσυρθήκαμε κι εμείς απ’ τον ιερό ναό στον ιερότερο της γαστρονομίας. Σ’ αυτόν άλλωστε συγκλίνουν και καταλήγουν πάντα τ’ ανθρώπινα.
Στη μεγάλη αίθουσα καθισμένοι εκατέρωθεν του μακροσκελέστατου τραπεζιού συζητούσαμε περί ανέμων και υδάτων με τον νου μας στο επικείμενο φαγοπότι. Αναμέναμε υπομονετικά, ανυπομονούντες ωστόσο, το σύνθημα. Και οσονούπω ακούστηκε ως μελωδία της οικοδέσποινας η αγγελία:
«Περάστε, παρακαλώ, στον μπουφέ».
Οπότε ηγουμένου του ιερέως στοιχηθήκαμε εφ’ ενός ζυγού. Κρατώντας ο καθείς το πιάτο του περιμέναμε τον προηγούμενο τι απ’ όλα τα ωραία να διαλέξει. Πάντως η οικοδέσποινα είχε για μας επιλέξει:
«Αρνάκι γάλακτος, χοιρινό με σέλινο. Σουφλέ με σπανάκι και φέτα βαρελίσια δικής μας παραγωγής. Σουφλέ με λαζάνια».
«Μου βάζετε ένα κομμάτι απ’ το σουφλέ-σπανάκι;» την διακόπτει μια.
«Ευχαρίστως. Το έχει φτιάξει η νύφη μου, του μεγάλου μου γιου», εξηγεί κι εξυπηρετεί, σημαδεύοντας με τη σπάτουλα μια απ’ τις βοηθούς της.
«Α, εγώ θα πάρω απ’ το σουφλέ-λαζάνια. Μου βάζετε, επειδή δε φτάνω;»
«Αμέεε. Το φτιάχνει κάθε χρόνο τέτοια μέρα η άλλη μου νυφούλα», εξηγεί, δείχνοντας με την σπάτουλα την άλλη νύφη της.
«Φτου σου, κοπέλα μου. Σαν κ’ εσένα φαίνεται ωραίο το σουφλέ σου».
Οι όπισθεν παρατηρούν ποιο εκ των εδεσμάτων βρήκαν στόχο τα εκτοξευθέντα από του στόματος ρινίσματα, για να το εξαιρέσουν της προτιμήσεώς τους.
«Ζυμωτό είναι το ψωμί; Και νεκρό ανασταίνει».
Η οικοδέσποινα, αφού δεν μπορεί στον κόρφο της, γυρίζει και φτύνει πίσω. Ακούς εκεί νεκρούς, μέρα χαράς του σπιτιού της!
«Το ζύμωσε η πεθερά μου», την πληροφορεί στρέφοντας το κεφάλι της πάλι μπροστά.
«Καλά η ίδια τι έχει φτιάξει;» σχολιάζει σκύβοντας στη διπλανή της κάποια.
«Θα σου ’λεγα τώρα, αλλά άσε μετά», της απαντά εκείνη, μη παίρνοντας τα μάτια της απ’ τον μπουφέ. Αποφασίζει έγκαιρα τι θα πάρει, τι θ’ αφήσει, ποιο το βαρύ και τ’ αλαφρύ, τι φουσκώνει και δεν ξεφουσκώνει.
«Φάετε, πίετε είπεν ο Κύριος. Σήμερον ημέρα γιορτής», παροτρύνει από το κέντρο του τραπεζιού ο ιερεύς.
«Ναι, αλλά εσείς, πάτερ μου, ακόμα δεν αρχίσατε να τρώτε», παρατηρεί κάποιος.
«Πρωταρχικόν ημών καθήκον να αναπέμψομεν ευχαριστίας εις τον δόσαντα ημίν! ‘‘Ισαρίθμους γαρ τη ψάμμω ωδάς αν προσφέρωμέν Σοι, Βασιλεύ Άγιε, ουδέν τελώμεν ων δέδωκας ημίν’’, λέγει άλλωστε πολύ σωστά κι ο ψαλμωδός.
«Βεβαίως», υπερθεματίζουν εκείνοι.
Κι εφόσον τα πιάτα υπερπληρώθηκαν, ο πατήρ απαγγέλλει το «Πάτερ ημών» εν μέσω των εγερθέντων χριστιανών. «Αμήν», λέγει και τους ευλογεί. Ύστερα υψώνει το ποτήρι του κι εύχεται: «Εις υγείαν του οικοδεσπότου και της οικοδεσποίνης, των μελών της οικογενείας αυτών και των λοιπών στενών συγγενών και εις υγείαν των παρισταμένων αδελφών ημών και των δι’ ευλόγους αιτίας υπολειφθέντων………»
«Άιντε, άιντε……. Πήρε ο κ’τσός κατήφορο», σφυρίζει ένας στ’ αυτί του άλλου.
Οι συνδαιτυμόνες «Εις υγείαν» αντεύχονται εν χορώ και ξεκινά ο χορός των πιρουνιών και μαχαιριών ως ο Χορός των Σπαθιών του Χατσατουριάν. Παρεμβάλλονται επιφωνήματα ποικίλης εντάσεως και χροιάς, υπερισχύοντος του «μμμμ!» μουρμουρητού και του «μμμμ» μουγκανητού.
«Πάψε. Χάνεις μπουκιές», λέει μια στη φλύαρη φίλη της
κι αστειεύεται:
»Όταν τρώμε δεν μιλάμε κι όταν παίζουμε γελάμε».
«Δοκίμασες απ’ αυτό; Χάνεις!»
Η κυρία, αν και είχε ορκιστεί πως θα ’ναι εγκρατής, έχοντας χάσει τον έλεγχο αδειάζει και ξαναγεμίζει το πιάτο της.
«Ουφ! Πάλι παρασύρθηκα», μονολογεί και πάει να σκάσει απ’ το πολύ φαΐ.
Πρόσχαρη περιφέρεται η οικοδέσποινα στο τραπέζι.
«Πώς πάτε; Όλα εντάξει;» λέει κάνοντας στον καθένα μια στάση.
«Πολύ ωραία!»
«Υπέροχα!»
«Κάτι άλλο, πάτερ μου;».
«Ολίγον έτι εκ του εριφίου δεν θα έλεγα όχι».
«Πολύ ευχαρίστως!»
Και επελθόντος του κόρου, επανέρχονται οι φωνασκίες, τα «ουφ», τα φυσήματα και ξεφυσήματα.
«Θα κλατάρω», λέει μια και ξεθηλυκώνει με τρόπο το παντελόνι της. Κατεβάζει το φερμουάρ κι από πάνω την μπλούζα. Ανοίγει την βεντάλια της πάνω στο τραπέζι κι από κάτω τα πόδια της.
«Περάστε, για τα γλυκά», λέει η οικοδέσποινα. Πάτερ μου, εσάς τι να σας φέρω;»
Πρώτη στη σειρά, επειδή πάσχει από υπογλυκαιμία, η ευτραφής κυρία.
«Οίνος ευφραίνει καρδίαν», λέει ο ιερεύς κι αρχίζει την «Ιτιά» τη λουλουδιασμένη.
Με τον «Αετό» πιάνονται στο χορό κι ύστερα σέρνουν τον καλαματιανό με την «Κυρα-Βαγγελιώ».
Η γιαγιά με το μωρό κοιμισμένο στο καροτσάκι βγαίνει στην αυλή. Το πάει και το φέρνει. Παραπατώντας σαν μεθυσμένες στα ψηλοτάκουνά τους εξέρχονται της αίθουσας και οι υπέρβαρες κυρίες. Λίγοι παραμένουν στις θέσεις τους.
Στα ωραία μάτια της χηρευάμενης νεαρής κυρίας ξεχειλίζει η μελαγχολία. Ωστόσο βρίσκει την ευκαιρία και πλησιάζει τον παππά. Πρωτίστως του φιλά το χέρι κι ύστερα
«Πάτερ μου, μπορείτε να ’ρθετε στο σπίτι μου για ένα τρισάγιο; Πρόσφατα έχασα τον άνδρα μου», του λέει.
Τη συλλυπείται και την ευλογεί. Και μετά:
«Ευχαρίστως. Πού μένετε;»
«Στη Γλυφάδα, αλλά, αν σας βολεύει, καλύτερα στο εξοχικό μας, στον Μαραθώνα».
«Α, εξαίρετα! Είναι και το δικό μου εκεί».
Σκύβει εκείνη το χέρι του ξανά να φιλήσει. Ανάβουν τα τρυφερά μάγουλα του παππά. Τέτοια χαρά! Δεν έχει παρά να την ευλογήσει. Σπεύδει ωστόσο να εξέλθει της αιθούσης, μπας κι εκτεθεί. Το ραντεβού ούτως ή άλλως έχει κανονιστεί.
Έξω τον υποδέχονται οι πιστοί προηγουμένου του οικοδεσπότου.
«Ελάτε, πάτερ, να σας δείξω. Να, εκεί», τεντώνει το δείχτη του, «θα κτιστεί το σπίτι του παιδιού μου και λίγο παρά ’κεί του άλλου μου παιδιού», τον ενημερώνει μετακινώντας τον δείχτη του.
«Ω, ναι. Υπάρχει χώρος, δόξα να ’χει Ο Κύριος, και γι’ άλλους τόσους, όσους οίκους η ψυχή σας ποθεί. Ο Θεός σας χάρισε τον επίγειο Παράδεισό σας εδώ ψηλά στο βουνό, καταμεσής στο δάσος».
«Εδώ ψηλά στον Υμηττό υπάρχει κάποιο μυστικό», ρίχνει κάποιος το υπονοούμενο σιγοτραγουδιστά.
«Κι εσείς ως ένδειξη ευγνωμοσύνης», συνεχίζει ο ιερεύς, «δείτε τι του προσφέρατε!» του λέει δείχνοντας τον ναό της Αγίας Τριάδας, αν και καλά γνωρίζει πως δίχως το ναό δεν θα ’χε ούτε φως ούτε νερό.
«Έτσι είναι, πάτερ μου. Τα πάντα στη ζωή είναι δούναι λαβείν. Ακόμα και με Τον Θεό», συμπεραίνει ο οικοδεσπότης καγχάζοντας κι ο ιερεύς αμήχανος χαϊδεύει το γένι του.
«Πάτερ μου, ελάτε», τον καλεί ο σωφέρ του, κρατώντας τη λαβή της απαστράπτουσας μπλου μπλάκ BMV. Και ο πατήρ προχωρεί δια μέσου του ευσεβούς ποιμνίου με υψωμένη στο ευλογητό την χείρα του και εισέρχεται στη λιμουζίνα του μαζεύοντας το μεταξωτό ράσο του.
«Στο καλό, πάτερ, στο καλό», αναφωνούν οι πιστοί ως αναπέμποντες το «Ωσαννά» στον Κύριο. Και στο δοξαστικό να και το αποπεμπτικό «ουά ά ά ά, ουά ά ά ά» του μωρού.
«Ήμαρτον, Κύριε», αναφωνούν.
«Βρήκε την ώρα το βλοημένο να κάνει σαν υστερικό!»
«Ο δαίμονας το σπρώχνει!»
Ωστόσο στου παραλογισμού την παραφωνία το τσιριχτό ηχεί λυτρωτικό! Γι αυτό κι Ο Κύριος είπε:
‘‘Άφετε τα παιδία ελθείν προς με’’.