Συνέντευξη με τη Μαρία Γαβαλά-Δεν κατοικούν όλοι οι άνθρωποι τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο, του Ζαν-Πωλ Ντυμπουά
Γράφει η Κατερίνα Σχισμένου
-Δεν κατοικούν όλοι οι άνθρωποι τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο, του Ζαν-Πωλ Ντυμπουά,από τις εκδόσεις Δώμα, μετάφραση Μαρία Γαβαλά.Ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο, πράγματι οι άνθρωποι δεν κατοικούν τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο- ένας τίτλος που από μόνος του λέει πολλά.
– Ο τίτλος του βιβλίου νομίζω ότι μπορεί να έχει πολλές ερμηνείες. Πρώτα πρώτα, υπάρχει το ρήμα «κατοικώ». Δεν κατέχω απλώς μια στέγη, έναν δικό μου χώρο για να υπάρχω εντός του ως ζωντανό κοινωνικό ον, ένα σπίτι διαμονής και συγκατοίκησης με άλλους ανθρώπους, αλλά κυρίως επιλέγω ένα κομμάτι του κόσμου, προκειμένου να το οικειοποιηθώ, ένα κομμάτι με ειδική σημασία, συγκεκριμένο βάρος και ξεχωριστά, μοναδικά, χαρακτηριστικά. Το βάρος δεν έχει να κάνει με ντουβάρια, με έπιπλα και χρηστικά αντικείμενα, αλλά με σκέψεις και πράξεις, με συναισθήματα και επιθυμίες απέναντι στις άλλες υπάρξεις με τις οποίες συνυπάρχουμε. Το ζήτημα είναι οντολογικό αλλά και κοινωνικό. Ηθικό και πολιτικό. Έννοιες αδιαχώριστες μεταξύ τους. Ο άνθρωπος μπορεί να είναι και θετικό και αρνητικό φορτίο πάνω στη γη. Αναλόγως με τις επιλογές του, τις δυνατότητές του και τις εκάστοτε συγκυρίες.
-Το βιβλίο είναι του συγγραφέα, Jean-Paul Dubois, και το μεταφράσετε από τα γαλλικά. Πόσο δύσκολο είναι να μεταφραστεί; Όπως είπατε και στη συνέντευξή σας στην Μαρία Σφυρόερα «είναι ένα κείμενο εύκολο να διαβαστεί, πολύ δύσκολο να μεταφραστεί» γιατί;
-Ο συγγραφέας Ντυμπουά επιλέγει να μιλήσει για την πολυπλοκότητα που διέπει την ύπαρξη των σημερινών ανθρώπων. Πολύ συχνά αναφέρεται στη σχέση του ανθρώπου με τη μηχανή. Μια μεγάλη γκάμα από μηχανές και μηχανήματα, χρήσιμα και απαραίτητα στη ζωή μας περνούν συνεχώς, σαν στρατιώτες σε παρέλαση, μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος. Τα μηχανήματα αυτά είναι μεν ωφέλιμα, μπορεί όμως, πολύ εύκολα, να αλλάξει η κατεύθυνση των ανέμων, και το χρήσιμο και ωφέλιμο να μετατραπεί σε βλαβερό και ολέθριο. Η σχέση σύμπνοιας ανθρώπου και μηχανής αυτομάτως γίνεται σχέση αντιπαράθεσης και αντιπαλότητας. Ο Ντυμπουά είναι συγγραφέας της λεπτομέρειας και της ακρίβειας. Δεν αρκείται να κατονομάζει απλώς τα πράγματα. Τα αναλύει με επιμονή, σχολαστικότητα και επιστημοσύνη. Δεν του φτάνει να περιγράψει επιφανειακά το νερό μιας πισίνας. Θα διεισδύσει και στα συστατικά του, θα ψάξει το βάθος της πισίνας και θα ερευνήσει τον βυθό της. Το μάτι του τρυπώνει εκεί όπου άλλα βλέμματα απλώς προσπερνούν. Και ανακαλύπτει δικά του πράγματα, ολοδικές του σημασίες. Αυτό είναι το ίδιον του συγγραφέα που διαθέτει μεγάλο ανάστημα. Άρα, θέλει ξεχωριστό μόχθο για να ακολουθήσεις τον περίπλου του, και εδώ έγκειται η δυσκολία στη μετάφραση. Από την άλλη, οι έννοιές του είναι ξεκάθαρες, πεντακάθαρες. Ποτέ δεν θα πεις, «μα τι εννοεί εδωπέρα;» Μιλάει με μεγάλη σαφήνεια, ενίοτε και με απροκάλυπτη ωμότητα.
Ο άνθρωπος είναι και άγγελος αλλά και κάποιος που κρύβει μέσα του το σαρκοβόρο. Έτσι είναι και χρειάζονται πάντοτε οι συνθήκες να εκδηλωθεί συνολικά, αλλά και η παιδεία, ο χαρακτήρας που είναι τελικά τι; Τα κοινωνικά μας κληροδοτήματα;
Νομίζω ότι ο συγγραφέας διαλέγοντας σημεία του πλανήτη (η χερσόνησος της Γιουτλάνδης στη Δανία, οι παγωμένες αχανείς λίμνες του Καναδά, μια μικρή καναδική πόλη με ορυχεία αμιάντου) όπου η δύναμη και η βλαβερή μανία της φύσης έχουν το πάνω χέρι, επιδιώκει να μιλήσει για τα ανθρώπινα ένστικτα, μεταξύ αυτών και για τα άγρια, θηριώδη, ένστικτα. Στη φύση μπορείς να βρεις και την ευλογία του θεού, όσο και την κατάρα του. Το πεινασμένο, το άρρωστο, το απειλούμενο ζώο, θα αναγκαστεί να συγκεντρώσει όλες του τις δυνάμεις και να χρησιμοποιήσει κάθε όπλο προκειμένου να γλιτώσει και να επιβιώσει. Το χιόνι, ο πάγος, η άμμος που συγκεντρώνεται λόγω παλιρροιών και ανέμων, αναγκάζουν τον άνθρωπο να φερθεί αναλόγως, με μεθοδικότητα και σκληρότητα, προκειμένου να σωθεί. Μεταφορικά, το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και σε αστικό περιβάλλον. Στις μητροπόλεις, για παράδειγμα. Ένας δίκαιος άνθρωπος, που μόνο την αγαθότητα έχει μέσα του, ενώ από κει πηγάζουν οι ενέργειές του προς τους συνανθρώπους του, προκειμένου να μην γίνει το Θήραμα, το Θύμα, θα παλέψει με όλη του την οντότητα για το αντίθετο. Όταν σε προσβάλλουν και σε κτυπούν καταπρόσωπο, μπορεί από καλοσύνη και ανεκτικότητα να στρέψεις και την άλλη παρειά, αυτό όμως δεν μπορεί να γίνεται εσαεί. Και εδώ ακριβώς είναι που ξυπνούν τα θηριώδη ένστικτα. Και από εδώ φυσικά ξεκινά και ο δρόμος της αυτοκαταστροφής. Όπως και η τιμωρία, βάσει των νόμων. Νομίζω, τέτοιου είδους διλήμματα θέτει ο συγγραφέας, και χωρίς βεβαίως να γίνεται διδακτικός ή επίμονος κυνηγός αιτίων και αιτιατών, κάτι που θα ήταν βαρετό σε τελική ανάλυση. Υπάρχουν τα συμφραζόμενα μέσα στη δράση και στις περιπέτειες των ηρώων, οι υπαινιγμοί και οι συνδηλώσεις.
Τι έχετε να πείτε για την μετά- εγκλεισμό εποχή και κατά πόσο επίκαιρο μπορεί να είναι το συγκεκριμένο βιβλίο αλλά και η λογοτεχνία, ο κινηματογράφος, η τέχνη;
Έχω διαβάσει τόσα πράγματα σχετικά με το τι θα συμβεί σε μια εποχή μετά το «απαγορευτικό» λόγω Covid-19, που προσωπικά με ξεπερνά το ζήτημα, έτσι όπως τίθεται. Τι ακριβώς να πω; Ο Ντυμπουά μιλά για εγκλεισμούς, αυτοπεριορισμούς, περιοριστικά, απαγορευτικά πάσης φύσεως, ενώ ο Covid-19 δεν είχε ενσκήψει όταν γραφόταν το βιβλίο. Οι κάθε λογής όμως «πανδημίες» είναι γνωστά και επαναλαμβανόμενα φαινόμενα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Γι’ αυτές ακριβώς τις γενικευμένες, τις καθολικές, τις οικουμενικές ασθένειες, δεν γράφουν από καταβολής κόσμου οι συγγραφείς; Τέτοιου είδους ζητήματα, συνήθως, απασχολούν τους καλλιτέχνες. Όχι, το βιβλίο του Ντυμπουά δεν νομίζω ότι είναι «επίκαιρο» με αυτήν την έννοια, δεν ταυτίζεται με καμιά συγκεκριμένη πανδημία, είναι αναφορικό προς τις έννοιες της καταστρεπτικότητας και του θανάτου, γενικώς και ειδικώς, με τον ίδιο τρόπο που αναφέρεται και στις φωτεινές ορμές της ζωής, στον έρωτα, στην αγάπη, στην καλοσύνη, στη δημιουργικότητα.
Πριν λίγο καιρό βρεθήκατε με τον «Κόκκινο σταυρό» σας στα κρατικά βραβεία. Τι έχετε να πείτε για το συγκεκριμένο θεσμό;
Νομίζω ότι ο θεσμός των βραβείων, με όλα τα θετικά και αρνητικά που μπορεί να κουβαλάει αυτού του είδους η επιβράβευση καλλιτεχνών έργων, είναι ένας παγκόσμιος, οικουμενικός, Θεσμός, νέτα σκέτα. Αυτό τα λέει όλα. Όσο πιο σωστά κάνουν τη δουλειά τους οι επιτροπές βραβεύσεων ή αυτών που θεσπίζουν τα βραβεία, τόσο το καλύτερο για όλους τους εμπλεκομένους. Ένα βραβείο έχει αξία και βαρύτητα μέχρις ενός ορισμένου σημείου. Το αποτέλεσμα αυτού που προσφέρει ένας δημιουργός (όπως και η δουλειά του), ούτως ή άλλως, επί της ουσίας, είναι ανεξάρτητο, αυτόνομο, πέρα από επιβραβεύσεις. Για να το πω πιο απλά: έχουμε ανάγκη να μας λένε εύγε, πότε-πότε, κολακεύεται το εγώ μας, ο ναρκισσισμός μας, ακούγεται το όνομά μας, πουλάμε ενδεχομένως κάνα βιβλίο παραπάνω, υπάρχει χρηματικό έπαθλο μερικές φορές, η κινητήριος δύναμη όμως στη δουλειά μας έχει να κάνει, αποκλειστικά, με τα κότσια του καθενός από μας. Το έμφυτο χάρισμα, η σοβαρή δουλειά και η τόλμη στο να ρισκάρεις χωρίς να πορεύεσαι πάντα εκ του ασφαλούς, είναι εκείνα που κάνουν τη διαφορά.