Της Χαράς Παπαβασιλείου
Τα σημεία των καιρών καταφτάνουν δυσοίωνα στην ξένη όπου βρίσκεται ο Καλλίνικος. Νους διορατικός, ικανός στην αξιολόγηση των πολιτικών πραγμάτων. «Να δεις που αυτοί οι Μεγάλοι θα μας βάλουν να φαγωθούμε μια μέρα» θυμάται η μητέρα μου πως συχνά τον άκουγε να μονολογεί, όταν σύννεφα σκέπαζαν τον ουρανό κάτω απ’ τον οποίο συμβίωναν χωρίς προβλήματα Τούρκοι κι Έλληνες μαζί. Αύγουστος του ’22. Η ίδια προκυμαία που πριν τρία χρόνια φορούσε τα γιορτινά της υποδεχόμενη τον ελληνικό στρατό, αστράφτοντας από αγαλλίαση και εθνική υπερηφάνεια, έχει μετατραπεί σε ορχήστρα αρχαίου θεάτρου, όπου διεξάγεται η πιο ειδεχθής τραγωδία του εικοστού αιώνα. Στο κοίλο του θεάτρου της ιωνικής γης για άλλη μια φορά οι Μεγάλες Δυνάμεις κινούν τα νήματα του εξελισσόμενου δράματος. Πιο κάτω απ’ τα τείχη της πανάρχαιης Τροίας οι Έλληνες ως άλλοι Αχαιοί οπισθοχωρούν ατάκτως προς τα παράλια, όπου οι πρόγονοί τους είχαν κάποτε αράξει τα καράβια τους. Ο Βενιζέλος απουσιάζει απ’ την πολιτική κονίστρα. Τον έχει στείλει στο πυρ το εξώτερο ο ίδιος ο ελληνικός λαός, χειραγωγημένος απ’ την ολέθρια δημαγωγία των πολιτικών αντιπάλων του. Η υλοποίηση του συνθήματος «Ψωμί κι ελιά και Κότσο βασιλιά», η μόνη απ’ όσα του έταξε η κυβέρνηση Γούναρη, αποτελεί τον άσσο στο μανίκι των Άγγλων, για να πράξουν κατά το οικείο συμφέρον. Απουσιάζει αυτός που υπολήπτεται η ευρωπαϊκή κοινότητα, που στέκεται ίσος προς ίσον μπροστά στους ισχυρούς ομολόγους του, ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Η ξενόδουλη ελληνική κυβέρνηση εθελοτυφλεί υπακούοντας στις ξένες εντολές. «Προχωρήστε» τους παροτρύνουν οι «σύμμαχοί» μας Άγγλοι. Στόχος τους είναι τα πετρέλαια της Μοσούλης. Ασκούν πίεση στον Κεμάλ, σπρώχνοντας πάνω του τον ελληνικό στρατό αβοήθητο. «Οι Έλληνες βαδίζουν στα τυφλά…….»
Ο Καλλίνικος βλέπει τη θύελλα να πλησιάζει την αγαπημένη του πατρίδα. Κι ο Παράσχος είναι μαζί μ’ εκείνους που πολεμούν «…για ένα πουκάμισο αδειανό για μια νεφέλη….». Η
Μεγάλη Ιδέα πνίγεται στα νερά του Σαγγάριου. Σε λίγο θα καταρρεύσουν, αφού υποστούν ανείπωτους εξευτελισμούς και τα θύματα των αμάχων, αφού το πεπρωμένο τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτών που μάχονται «έξω απ’ τα τείχη». Η μοίρα τους μοίρα της προσφυγιάς. Και η μοίρα της προσφυγιάς είναι όπως μας τη σκιαγραφεί στο Ζ της Ιλιάδας ο Όμηρος μ’ έναν τρόπο μοναδικό στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο Έκτορας για λίγο παρατώντας τη μάχη τρέχει στην πόλη, να βρει την Εκάβη να της πει να κάνει παράκληση στη θεά Αθηνά, για να νικήσουν οι Τρώες. Εκεί κάπου στα τείχη συναντά την αγαπημένη του γυναίκα, την Ανδρομάχη. Τον έψαχνε κρατώντας στην αγκαλιά της το γιο τους, τον Αστυάνακτα. Κι εκείνη τον θερμοπαρακαλεί να υπερασπιστεί μέσα από τα τείχη την ίδια και το λαό του, γιατί, αν μονομαχήσει με τον Αχιλλέα, θα σκοτωθεί.
Για τον Έκτορα όμως, αν και ξέρει πως η μοίρα του είναι προδιαγεγραμμένη, είναι αδιανόητο να υποκύψει στις παρακλήσεις της γυναίκας του που τόσο αγαπά. Κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς αντίθετο προς το ηρωικό ιδεώδες της εποχής του. Την παρηγορεί αλλά παράλληλα δεν παραλείπει να περιγράψει τα βάσανα και τους εξευτελισμούς που την περιμένουν: «…αλλά δε νοιάζομαι τόσο ούτε για τους Τρώες, ούτε για την Εκάβη, ούτε για τον Πρίαμο, ούτε για τ’ αδέρφια μου, όσο για σένα, όταν θα σε σέρνει πίσω του κλαμένη κάποιος απ’ τους Αχαιούς στερώντας την ελευθερία σου. Και, όταν θα βρίσκεσαι στο Άργος (εννοεί την Ελλάδα), θα υφαίνεις στον αργαλειό προς χάριν άλλης γυναίκας και θα κουβαλάς νερό πάλι για χάρη άλλων. Και θα βρίσκεσαι σε μεγάλη ανάγκη…» Πόσο αλήθεια το όλο σκηνικό παραπέμπει στην τραγωδία του ’22 και σε άλλες παρόμοιες που έχουν να κάνουν με την προσφυγιά!
Μέσα στο πλήθος του άμαχου πληθυσμού, παιδιών γυναικών και γερόντων, ως άλλων Τρώων, και στην ενδοξότατη εκείνη γη, την Ιωνία, ως άλλη Τροία, σαν άλλοτε πριν από τόσους αιώνες, βρίσκεται και η δική του οικογένεια. Ένας χορός γυναικών κι αυτός, όπως αρχαίου δράματος, με κορυφαία στην προκειμένη περίπτωση την Άννα με τις τρεις κόρες της, τη Μαρία, τη Δήμητρα και την Ελένη, τη μεγαλύτερη μάλιστα με το μικρό της γιο το Δημητράκη στην αγκαλιά. Η μάνα του η Μαρούκα και η αδερφή του η Μαρουκώ κι αυτές εκεί. Δε συντρέχει πλέον κανείς λόγος να πολεμά έξω απ’ τα τείχη. «Aleajactaest» (Ο κύβος ερρίφθη). Μόνη ελπίδα η φυγή, το Αρχιπέλαγος, η ξενιτιά.
Τα αραγμένα στην προκυμαία της Σμύρνης όμως καράβια δεν είναι οι τριήρεις που σάλπισαν το χαρμόσυνο άγγελμα του νόστου των Αχαιών στις πατρίδες τους. Αυτά τα θεόρατα υπερσύγχρονα κήτη που ναυλοχούν στα φιλόξενα νερά της Ιωνίας είναι των «συμμάχων» μας, Εγγλέζων, Γάλλων, Ιταλών. Οι «σύμμαχοί» μας, την ώρα που το έθνος μας σπαράζει ακροβατώντας στα χείλη της θάλασσας, πίνουν, χορεύουν και γλεντούν, ξεφαντώνουν αμπαρωμένοι στα σιδερόφρακτα σκαριά τους, κήτη μέσα στα κήτη. Μελανά γράμματα ανεξίτηλα στη Βίβλο της ανθρώπινης αναλγησίας…. Κι ακόμα! βάζουν στη διαπασών τη μουσική, που σαν τραγούδι σειρήνων επιχειρεί να πλανέψει τους σκόπιμα μεθυσμένους ναύτες να μη λυγίσουν απ’ τις οιμωγές αυτών που συνωθούνται στην άκρη της προκυμαίας.
Χωρίς έλεος σπαθίζονται χέρια απελπισμένα, γαντζωμένα στα χείλη της πλώρης. Κουφάρια επιπλέουν τουμπανισμένα αυτών που πάλεψαν να ξεφύγουν απ’ τη φωτιά και την ντροπή. Κι απ’ την άλλη η μητέρα Ελλάδα κυβερνημένη από ανάξιους να εύχεται ούτ’ ένας να μη γλυτώσει απ’ τη «φωτιά» που η ίδια άναψε της Μικρασίας. Δεν ήταν, λέει, με το βασιλιά πολλοί απ’ τους Μικρασιάτες. Ήταν βενιζελικοί…………! Δεν είχε και τι να τους κάνει!…….. Ελλάς το μεγαλείο σου!
Έτσι ο Καλλίνικος βρίσκεται σωτήρας άγγελος κοντά στην οικογένεια του αδερφού του και στο δεύτερο όπως και στον πρώτο διωγμό. (Απόσπασμα απ’ το μυθιστόρημά μου «Τα Παιδιά του Οδυσσέα».