Πανελλήνιος Σύλλογος Ιδιοκτητών Αγροτικών Ακινήτων
Στρεβλώσεις της δασικής νομοθεσίας που δημεύουν περιουσίες
Ο Πανελλήνιος Σύλλογος Ιδιοκτητών Αγροτικών Ακινήτων αποκαλύπτει τις στρεβλώσεις της δασικής νομοθεσίας λόγω των οποίων ΔΗΜΕΥΟΝΤΑΙ οι περιουσίες χιλιάδων Ελλήνων πολιτών, , και ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΥΝ την ελληνική ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ και την εξαγωγική δυναμική της χώρας σ’ αυτόν τον κρίσιμο τομέα, με ότι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία της χώρας σε μια τόσο δύσκολη συγκυρία.
Ο Σύλλογός μας – διά του προέδρου του κ. Δημήτρη Κοτσώνη τέσσερα τεκμηριωμένα επιχειρήματα–απαντήσεις, οι οποίες αποκαλύπτουν όλους τους λόγους που η διαστρέβλωση μία σειράς διατάξεων της δασικής νομοθεσίας, εξαφάνισαν τους βοσκότοπους από τη χώρα, δημεύοντας τις περιουσίες χιλιάδων Ελλήνων. Αφορμή για τη λεπτομερή καταγραφή των επιχειρημάτων που ακολουθούν, στάθηκαν οι δημοσιοποιημένες απόψεις δασολόγων για το φλέγον ζήτημα του τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου, που έχει τεθεί το 1979 ( ν. 998 ) , καθώς και του χαρακτηρισμού τους ως δασικών εκτάσεων, που αποτελεί πηγή του προβλήματος και πρωταρχικός λόγος της δήμευσης των περιουσιών χιλιάδων πολιτών, εξαιτίας της διαστρέβλωσης της έννοιας του δάσους και της δασικής έκτασης η οποία έχει εμφιλοχωρήσει τον κλάδο των δασολόγων.
Για την αποκατάσταση της ορθής εικόνας παρουσίασης του ζητήματος, ο πρόεδρος του συλλόγου Ιδιοκτητών Αγροτικών Ακινήτων κ. Δημήτρης Κοτσώνης απαντάει μία προς μια στις αιτιάσεις των δασολόγων, έτσι όπως έχουν αυτές δημοσιοποιηθεί στον ελληνικό Τύπο.
1. Οι δασολόγοι ισχυρίζονται: Ότι οι νόμοι του ελληνικού κράτους που νομοθετήθηκαν μετά την απελευθέρωση, καθόρισαν ότι οι βοσκότοποι αποτελούν κρατική περιουσία. Αυτό δεν είναι αληθές. Το αληθές είναι ότι, όλοι αυτοί οι νόμοι παρείχαν το δικαίωμα στους ιδιοκτήτες βοσκοτόπων να αποδεικνύουν την ιδιοκτησία τους ακόμη και με χρησικτησία, που ίσχυσε μέχρι το 1915.! Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Ελευθέριος Βενιζέλος στη συνέχεια, θέσπισε τον Δασικό Κώδικα το 1929, ο οποίος διαχώρισε τα δάση και τις δασικές εκτάσεις από τους βοσκότοπους, για τους οποίους δεν ίσχυε, το τεκμήριο κυριότητας του δημοσίου. Με το νόμο 998/ 1979 εξαφανίστηκε η έννοια και η κατηγορία του βοσκότοπου, όπως αυτή προσδιορίζονταν με το Δασικό Κώδικα του 1929. «Εκτοτε, οι βοσκότοποι χαρακτηρίζονται δασικές εκτάσεις, με συνέπεια να ισχύει και επ΄αυτών, το τεκμήριο ιδιοκτησίας υπέρ του δημοσίου, που συνεπάγεται τη δήμευση της περιουσίας μας. Οι διατάξεις του νόμου 998/79 στηρίχτηκαν σε σχετική εισήγηση της Διεύθυνση Δασών, η οποία μέσω των διατάξεων αυτών και των εγκυκλίων, με τις οποίες η Δημοσία διοίκηση συνηθίζει να μεταβάλει την έννοια των νόμων, επιχείρησε να προστατεύσει τα συμφέροντα του κράτους, δημεύοντας όμως τις δικές μας ιδιοκτησίες.
2. Οι δασολόγοι επικαλούνται μία σειρά διατάξεων με τις οποίες το ελληνικό κράτος προσπάθησε να αναγνωρίσει την ιδιοκτησία των βοσκοτόπων (και σήμερα δασικών εκτάσεων) που κατείχαν ιδιώτες σε διάφορα μέρη της Ελλάδος. Όμως είναι χαρακτηριστικό ότι και κατά την τελευταία τροποποίηση του νόμου 998/1979 επιχειρήθηκε να συμπεριληφθούν τα Ιόνια νησιά στο τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου κατόπιν σχετικής εισήγησης της Διεύθυνση Δασών. Μάλιστα, μόλις την τελευταία στιγμή της ψήφισης της, μετά απ΄ τον ξεσηκωμό κατοίκων δικηγορικών συλλόγων κλπ οργανώσεων, εξαιρέθηκε το ιδιοκτησιακό τους από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας όπως και της Μάνης.
3. Οι δασολόγοι δεν αναφέρουν επίσης τον αρχικό δασικό κώδικα του ελληνικού κράτους του 1929 ο οποίος καθόρισε ότι δάσος και δασική έκταση είναι εν πάση περιπτώσει η έκτασή εκείνη η οποία μπορεί να αποδώσει δασικά προϊόντα εντός λογικού χρονικού διαστήματος. Ένας ορισμός που δεν διαφέρει από εκείνον που δίνει στα δάση ο διεθνής οργανισμός FAO και που χρησιμοποίησε η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία καταμέτρησε την χλωρίδα των Κρατών της, απ΄ την οποία προέκυψε ότι οι βοσκότοποι στην Ελλάδα καταλαμβάνουν το 18% της επιφάνειας της και τα δάση 51%. Ενώ Σύμφωνα με τους δασικούς χάρτες, δεν υπάρχουν βοσκότοποι και τα δάση στην Ελλάδα υπερβαίνουν το 70% ! Με λίγα λόγια, δημεύονται όλοι οι βοσκότοποι στην Ελλάδα, επειδή τους ονομάσαμε δασικές εκτάσεις, αλλά και κάθε έκταση στην οποία υπάρχουν φρύγανα ή φτέρη κλπ, γεγονός, που είχε ως αποτέλεσμα το 95% σε αρκετά των νησιά των Κυκλάδων να χαρακτηρίζεται δάσος! Πράξη που ξεσήκωσε τους βουλευτές όλων των κομμάτων στις Κυκλάδες και ανάγκασε τον τότε υφυπουργό κ. Σ. Φάμελλο να προβεί σε τροποποίηση του νόμου με υπουργική απόφαση. Μετά δε από εισήγηση του Συμβουλίου Δασών, έδωσε το δικαίωμα σε επιτροπή από τρεις Δασάρχες, να προβαίνουν σε αποχαρακτηρισμό των φρυγανότοπων στα νησιά των Κυκλάδων (έτσι ονομάζουν τους βοσκότοπους στα νησιά), χαρακτηρίζοντάς τους χορτολιβαδικές εκτάσεις. Χαρακτηρισμός πού εφόσον οι εκτάσεις τους έχουν μέγιστο υψόμετρο 100 μ. και μέγιστη κλίση 12%, το δημόσιο αναγνωρίζει ότι είναι ιδιοκτήτες, εφόσον έχουν συμβόλαιο μετεγγραμμένο πριν από τις 23/2 του 1946, ή άλλα επίσημα έγγραφα.
Δημιουργήθηκαν έτσι οι συνθήκες για συναλλαγές κάτω από το τραπέζι, γιατί όλοι γνωρίζουμε πόσο αξίζουν όλα τα παραλιακά βοσκοτόπια των Κυκλάδων… Την ίδια στιγμή, ωστόσο, δημεύει τους βοσκότοπους στην ηπειρωτική Χώρα, που δεν αξίζουν ούτε 300 ευρώ το στρέμμα! Το θλιβερό αποτέλεσμα που προκύπτει από όλα τα προαναφερθέντα, είναι η ολική καταστροφή ενός μεγάλου κομματιού της μετακινούμενης κτηνοτροφίας, αναγκάζοντας και αυτή που έχει απομείνει σε εξαφάνιση, με την καταφυγή της στις ακριβές ζωοτροφές, αντί της φτηνής τροφής, που προσφέρουν οι βοσκότοποι, όπως άλλωστε υποδεικνύουν και όλες οι σχετικές μελέτες, καθώς και η Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να δημιουργηθούν συνθήκες ανταγωνιστικότητας της ελληνικής κτηνοτροφίας, έναντι και της κτηνοτροφίας των χωρών της κεντρικής Ευρώπης με τα πλούσια βοσκοτόπια και τις φτηνές ζωοτροφές.
4. Οι δασολόγοι παραπληροφορούν για ένα ακόμη ζήτημα. Την προσφυγή των πολιτών στα Συμβούλια Δασών, τα οποία μπορούν να αποφασίσουν και να αποδώσουν την ιδιοκτησία στους πολίτες, για τις δασικές πλέον εκτάσεις – και όχι για τους βοσκότοπους – που ισχυρίζονται οι ιδιοκτήτες ότι τους ανήκουν. Για τις οποίες, ακόμη και αν αναγνωριστεί η ιδιοκτησία τους, απαγορεύεται η οποιαδήποτε αξιοποίηση τους ακόμη και η δενδροφύτευση!
Τα συμβούλια αυτά δεν παρέχουν καμία αντικειμενικότητα για τους εξής λόγους:
α. Την πλειοψηφία κατέχουν οι δασάρχες και όχι μόνον αλλά προεδρεύουν και σε αυτά σε περίπτωση κωλύματος του δικαστή που προΐσταται, αφού είναι φυσικό λόγω φόρτου εργασίας του, δεν θα μπορεί να παρευρίσκεται σε αυτά. Πλειοψηφία η οποία διαμορφώνεται μέσα από τη συμμετοχή ατόμων, οι επιχειρήσεις των οποίων εξαρτώνται από τις αποφάσεις των Δασαρχών (π.χ. βιομήχανοι ξύλου) και όχι μόνον αλλά και από μέλη του δημοσιοϋπαλληλικού ιερατείου, το οποίο είναι προφανές ότι δεν μπορεί να στραφεί κατά του συναδελφικού κλάδου της δασικής υπηρεσίας.
β. Ο Εισηγητής σε αυτά τα συμβούλια είναι δασάρχης, που ούτε αντικειμενικότητα μπορεί να έχει, εν όψει όλων των ανωτέρω, ούτε νομικές γνώσεις κατέχει για να είναι εισηγητής για την ισχύ των συμβολαίων και λοιπών εγγράφων για τα οποία καλείται το συμβούλιο να αποφασίσει.
γ. Προϋπόθεση για να κατατεθεί η αίτηση σε αυτά τα συμβούλια είναι ο ιδιώτης να αποδεχθεί τον χαρακτηρισμό στον οποίο θα έχει προβεί ο δασάρχης ή οι δασικοί χάρτες περί της χλωρίδας στην ιδιοκτησία του. Αν δηλαδή ο δασάρχης ή οι δασικοί χάρτες έχουν χαρακτηρίσει την έκταση χορτολιβαδική ή δασική, άλλος χαρακτηρισμός δεν υπάρχει και το συμβούλιο αποφασίσει ότι ο ιδιώτης δεν έχει περιουσία, δεν μπορεί ο ιδιώτης να αμφισβητήσει τον χαρακτηρισμό και χάνει εκ του ασφαλούς την περιουσία του. Άραγε και κατόπιν όλων των παραπάνω, πόσοι ιδιοκτήτες θα κατάφευγαν σε αυτά το Συμβούλια, διατεθειμένοι να χάσουν την περιουσία τους; Μήπως, όμως κάποιοι θα έμπαιναν στον πειρασμό να εξασφαλίσουν τη συγκατάθεση του Δασάρχη; Μήπως η λειτουργία των συμβουλίων αυτών, δημιουργεί συνθήκες για συναλλαγές κάτω από το τραπέζι;
δ. Δεν αναφέρεται στη νομοθεσία κανένα απολύτως κριτήριο στο οποίο θα στηρίξει την απόφασή του το συμβούλιο δασών, το οποίο κατά τους δασολόγους θα αποδώσει το δίκαιο, τη στιγμή κατά την οποία το κράτος απορρίπτει ακόμη και τα μεταγεγραμμένα συμβόλαια που έγιναν μέχρι το 1946, όταν δεν υπήρχαν οικοπεδοποιήσεις και επομένως αντικείμενο για καταπατήσεις.