ΡΕΚΒΙΕΜ

Της Χαράς Παπαβασιλείου

Τα καλοκαίρια χανόμασταν άγνωστο για πού οι μεν στους δε. Ξαναβρισκόμασταν στις βιζαβί βεράντες μας και συμπεραίναμε πως όλα καλά κι όλα ωραία, με το κανίς τους οι δυο παρέα. Θέλοντας και μη αλληλοκοιταζόμασταν, καθώς περιφέραμε περήφανοι κάτω απ’ τις τέντες ηλιοψημένα τα κορμιά μας. Ενίοτε με κάποιους φίλους μας εμείς ή συγγενείς κι εκείνοι με κανέναν. Τελικά ούτε πλέον με το κανίς που βιάστηκε να φύγει. Πρώτα εκείνο κι ύστερα ποιος ξέρει πότε εμείς και πότε εκείνοι. Δεν το ’χαμε καλοσκεφτεί πως η ζωή μας φθίνει.

Αφυπηρετήσαντες απ’ τις τάξεις του στρατού, σχολαστικώς εν τάξει διήγον το υπόλοιπον του βίου τους. Εκείνος κι Εκείνη. Ώσπου-χρόνος κυλά και χρόνος ορίζει-επανακάμπτοντας απ’ τις διακοπές μου, μάταια τους περίμενα. Στου φθίνοντος καλοκαιριού το άτυπο ραντεβού μας σαν και να μ’ είχαν στήσει, δε λέγαν να φανούν Εκείνος κι Εκείνη. Όπως στων χελιδονιών την άδεια φωλιά, στη βεραντούλα ζωή καμιά.
Φθινοπώριασε. Κάτω απ’ τη μισάνοιχτη τέντα άνθη και πρασινάδες άρχισαν να παίρνουν το χρώμα της φθίσης και της νεκρής φύσης. Κι ο βοριάς που τ’ αρνάκια παγώνει άφησε πίσω του κι εκείνος σημάδια την τέντα ξεσχισμένη και ξυλιασμένα τα φυτά, όπως τα σώματα νεκρά. Και η σφουγγαρίστρα γερμένη στα κάγκελα με τα κρόσσια κρεμασμένα απ’ έξω μοιάζει γυναίκα στέκα κι αναμαλλιάρα, ωσάν να στοχάζεται περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.

Ολάνθιστη η βεραντούλα κάτω από τον ίσκιο της ολοκαίνουργιας τέντας, όαση, λες, έμοιαζε στην ερημιά της ζωής τους, αφού ποτέ και κανείς πλην του κανίς δεν είχε την τύχη να την επισκεφτεί. Α! Τι μέρα ήταν εκείνη! Ο ένας από εδώ κι η άλλη από εκεί αναθωρώντας τον τεντά ακροβατούντα στο τελευταίο σκαλί στη σκάλα την ψηλή να στήνει την τέντα. Τώρα απομεινάρι μιας δόξας παλιάς έτοιμο να πέσει σαν αυλαία σε μια ζωή εν τάξει παρελθούσα.
Ρακένδυτη και κακοζωισμένη η βεράντα, τώρα μοιάζει μ’ εκείνους τους άστεγους στα στέκια της πόλης, εκτεθειμένους στο έλεος του καιρού και των περαστικών. Ωστόσο εκείνη χωρίς ούτε καν το προνόμιο των περαστικών πουλιών, που τιτιβίζοντας στα διπλανά μπαλκόνια κάνουν τη μοναξιά της ακόμα πιο θλιβερή.
Και με το μήπως τούτο και μήπως τ’ άλλο πληροφορήθηκα ο ένας απ’ τους δυο πως στου φεγγαριού τη σκοτεινή πλευρά, πριν στου Άδη το σκοτεινό βασίλειο έχει περάσει. Άγνωστο από τους δύο ο ένας ποιος.Πως τους έχει λένε υπό την επίβλεψή του συγγενής.

«Ευτυχώς!» είπα, «Δεν θα τελειώσουν εμπορεύσιμοι «το μήνα τόσο» σε οίκους, προθάλαμους νεκροτομείων, τους χάριν ευφημισμού αποκαλούμενους ευγηρίας αντί κακογηρίας. Χιλιάδες παρατημένοι στη λαίλαπα του κορανοϊού παππούδες και γιαγιάδες μας άφησαν χρόνους, χωρίς καν να προλάβουν ν’ αποχαιρετήσουν τα εγγόνια τους. «Χαίρεσαι που θα επιστρέψεις στο σπίτι σου;» είχα ρωτήσει τη γιαγιά του διπλανού με της μάνας μου κρεβατιού στο νοσοκομείο. Είχε έρθει –πρώτη φορά που την είδα-η εγγονή της για το εξιτήριο. Η κόρη της ήταν απασχολημένη. «Τι νοσοκομείο τι σπίτι, παιδάκι μου», μου είπε αντί «τι οίκος». Πώς να το ξεστομίσει! Αν και απευκταίοι, του είδους οι οίκοι αυξάνονται και πληθύνονται. Σε χειρότερη μοίρα ωστόσο οι μοναχοί. Υπάρχουν άνθρωποι μονάχοι που ζουν σαν το ξεχασμένο στάχυ, ο κόσμος γύρω άδειος κάμπος κι αυτοί στης μοναξιάς το θάμπος, που λέει και τον τραγούδι. Ο κόσμος θάλασσα που απλώνει κι αυτοί βουβοί, σκυφτοί και μόνοι. Ενίοτε οδηγημένοι από προχωρημένης σήψης δυσοσμία τους παίρνουν είδηση συγκάτοικοι στο διαμέρισμά τους ή σκουντουφλώντας πάνω τους απορριμματοφόρα. Τα περιστατικά αναγγέλλονται με πηχυαίους τίτλους ή στα ψιλά των εφημερίδων γράμματα, αναλόγως της τάξης του αποθανόντος κι ως κάτι συγκλονιστικό απ’ τα κερδοσκοπούν τα δελτία ειδήσεων τηλεοπτικών καναλιών.

Κι ο νους μου πήγε στον Μανιάτη της Γαλάντιας Σαράντη, που για να μην πάει σαν το σκυλί στ’ αμπέλι στην Αθήνα, όπου θα τον πήγαινε στα υστερνά του ο γιος του, έβαλε τις μοιρολογίστρες του χωριού να τον αποχαιρετήσουν σκηνοθετώντας την κηδεία του. Στην τύχη λες να βγήκε απ’ τον θυμόσοφο λαό η ευχή «Άντε και καλά υστερνά;»