Του Αντώνη Κολιάτσου(*)
Γιορτάζουμε αύριο την επέτειο του «ΟΧΙ». Ευκαιρία να γυρίσουμε τη μηχανή του χρόνου 80 χρόνια πίσω. Να ανασύρουμε από τις ξεχασμένες σελίδες της ιστορικής μνήμης σημαδιακά γεγονότα εκείνου του Οκτωβρίου 1940. Να αναπολήσουμε τη σθεναρή αντίσταση της μαχόμενης Ελλάδας εναντίον της εποφθαλμιούσας τον εθνικό χώρο πανίσχυρης φασιστικής Ιταλίας. Να συναισθανθούμε την έκπληξη ,τη συγκίνηση και τον θαυμασμό του μέχρι τότε ελεύθερου κόσμου, που παρακολουθούσε άναυδος τις μεγαλειώδεις νίκες και χειροκροτούσε τα ανδραγαθήματα του Έλληνα φαντάρου που πολεμούσε σκληρά τον ιταλό εισβολέα στα κακοτράχαλα βουνά της Β. Ηπείρου. Να ξανά-ηχήσει στα εν πολλοίς εθνικά βαρήκοα αυτιά μας, η βροντώδης φωνή του βρετανού πρωθυπουργού Ουίνστον Τσώρτσιλ που με την ιστορική ρήση: «Από σήμερα δεν θα λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες» εξέφραζε το θαυμασμό του για τα, της μαχόμενης Ελλάδας, παιδία, που σκληρά πολεμούσαν και νικούσαν στα βόρειο-ηπειρωτικά βουνά… Αλλά και να ακούσουμε ξανά τον κρατικό ραδιοφωνικό σταθμό της Μόσχας να σχολιάζει: «Επολεμήσατε άοπλοι εναντίον πανόπλων. Επολεμήσατε μικροί εναντίον μεγάλων. Δεν ήταν δυνατόν να γίνει άλλως, διότι είσθε Έλληνες. Ως Ρώσσοι, ως άνθρωποι, εκερδίσαμεν χάρις εις την θυσίαν σας χρόνον διά να αμυνθώμεν. Σας ευγνωμονούμεν».
Επετειακή… αδεία, λοιπόν, εναρμονισμένοι με το πνεύμα της ημέρας, η φιλόξενη «ΗΧΩ της Άρτας» αναδημοσιεύει τα δύο πιο κάτω ιστορικά κείμενα,με αντίστοιχους υπέρτιτλους: «Η ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΟ» και «Η ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΤΕΠΕΛΕΝΙ» τα οποία ο γράφων δανείζεται από το βιβλίο «Σελίδες Δόξης»(**), του αειμνήστου αρτινού συγγραφέα Χρήστου Κολιάτσου (σ.σ ήταν αδελφός του πατέρα του), δημοσιογράφου της ιστορικής εφημερίδας «Η Καθημερινή», της οποίας υπήρξε πολεμικός απεσταλμένος κατά τον πόλεμο του 40(***).
Τα εν λόγω κείμενα, ωστόσο, που σημειωτέον αντλούνται από σειρά μαρτυριών του συγγραφέα και αυτόπτη μάρτυρα συγκλονιστικών στιγμών εκείνου του πολέμου, αποτυπώνουν αυθεντικά και περιγράφουν περίτεχνα τις φοβερές δοκιμασίες των Ελλήνων δημοσιογράφων, που ως πολεμικοί απεσταλμένοι των τότε αθηναϊκών εφημερίδων βρέθηκαν στο μέτωπο των επιχειρήσεων από τις πρώτες μέρες της ελληνο-ιταλικής σύγκρουσης.
Οι οποίοι ανταποκριτές όχι μόνο λειτούργησαν κάτω από, εξ’ ίσου με τον Έλληνα φαντάρο, αντίξοες συνθήκες αλλά και ενήργησαν με εθνική έξαρση, υψηλό αίσθημα πατριωτικής ευθύνης και ιδιαίτερη ευσυνειδησία. Πέτυχαν να ακουμπήσουν τα γεγονότα, με αποφασιστικότητα και αυταπάρνηση κυνήγησαν την είδηση και από πρώτη γραμμή του μετώπου κατάφεραν να την μεταδώσουν έγκαιρα και έγκυρα στην υπόλοιπη Ελλάδα και εντεύθεν σε ολόκληρο τον κόσμο. Και είναι πέρα για πέρα αληθινό πως είναι ίδιοι, που στους δύσκολους μήνες εκείνου του πολέμου, υπήρξαν η μοναδική πηγή πληροφόρησης για τα «θαυμαστά» του βορειοηπειρωτικού μετώπου, που έγραψαν το έπος του 1940-41. Και με τις πολεμικές ανταποκρίσεις τους, γενικότερα, όχι μόνο όπλισαν το λαό μας με το κουράγιο για να αντιμετωπίσει στον εισβολέα , αλλά και απετέλεσαν μηνύματα ελπίδας στους υπό Γερμανική κατοχή λαούς της Ευρώπης, για την απελευθέρωση της πατρίδας τους.
Θέλω να πιστεύω, ωστόσο, ότι από μια ευρύτερη εθνικό-πατριωτική θεώρηση των ιστορούμενων, είναι καθήκον ημών των επιγενόμενων ,όπως στα επετειακά ενθυμήματα για τα μεγαλειώδη επιτεύγματα των μαχόμενων παιδιών της Ελλάδας στον πόλεμο 40,να μνημονεύεται και η μεγάλη συνεισφορά των αείμνηστων συναδέλφων δημοσιογράφων, ως πολεμικών ανταποκριτών στον πόλεμο του 40.
Για αυτό, με αφορμή την αυριανή80 ή επέτειο του «ΟΧΙ», ίσως η δημοσιοποίηση τέτοιων δημοσιογραφικών ενθυμημάτων πρέπει να ενθαρρύνεται, όχι μόνο για να τους μνημονεύει τιμητικά , αλλά και γιατί, στην ιδιαίτερα κρίσιμη σημερινή συγκυρία, έχουν μεγάλη εθνωφελή συμβολική σημασία ειδικότερα για τους νεότερους. Και ο σκοπός των επίμαχων ενθυμημάτων; Μα διαβάζοντάς τα, να μαθαίνουν οι νεότεροι και να θυμούνται οι μεγαλύτεροι τα ηρωικά κατορθώματά της γενιάς των γονιών και των παππούδων τους, που σε πολλά από αυτά υπήρξαν πρωταγωνιστές, τιμώντας τους για την προσφορά τους στην πατρίδα.
Η ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟ
ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΟ
«…Τη δημοσιογραφική συντροφιά των αλησμόνητων εκείνων ημερών του 40, αποτελούσαμε οι συνάδελφοι: Ο Ακαδημαϊκός και δημοσιογράφος Σπύρος Μελάς, ο Στάθης Θωμόπουλος, ο Κώστας Αθάνατος, ο Θ. Μαλαβέτας, ο Παύλος Παλαιολόγος,Κ. Τριανταφυλλίδης, Παν. Καψής,, Γεωρ. Ρούσσος, Κ. Παπαδάκης, ο Χρήστος Κολιάτσος, κ.ά.
Ένα Δεκεμβριανό πρωινό, που είχε κάπως ξεκαθαρίσει ο ουρανός και τα εχθρικά αεροπλάνα εφορμούσαν κατά κύματα, ο Π. Παλαιολόγος με φώναξε εμπιστευτικά παράμερα και μου είπε: «Δεν βρίσκεις κανένα αυτοκίνητο να πάμε παραέξω, γιατί εδώ θα μουχλιάσουμε και θα μας σκοτώσουν σαν σκυλιά τα αεροπλάνα; Έχω και μια προαίσθηση πως θα επιτύχουμε καλό κυνήγι».
Πράγματι, βρήκα από τον επιτελάρχη της Στρατιωτικής Διοικήσεως, συνταγματάρχη Αλ. Παππά, ένα αυτοκίνητο πήραμε μαζί και τον Γ. Ρούσσο του «ΕΛ. ΒΗΜΑΤΟΣ» και τραβήξαμε για τη Ζίτσα που ήταν εκείνες τις μέρες ο σταθμός διοικήσεως του Α Σώματος Στρατού.
Αλλά και εδώ η ίδια τύχη και απογοήτευση μας περίμενε. Δεν προκάναμε να κατέβουμε από το αυτοκίνητο και ακούσαμε να χτυπά η καμπάνα της εκκλησίας του Προφήτη Ηλία… «Ιταλικά αεροπλάνα» φώναζαν τα παιδιά.
Χωθήκαμε σε κάτι χαντάκια πρόχειρα και πριν καλά-καλά κρυφθούμε, ολόκληρη η περιοχή ετραντάζετο από τις εκρήξεις των βομβών…
Εκεί στο γραφείο του Επιτελάρχη, όταν γυρίσαμε, με μασημένα και αόριστα λόγια, χωρίς χρονολογίες πληροφορηθήκαμε ή μάλλον οσφρανθήκαμε το μεγάλο Εθνικό γεγονός ότι επέκειτο η πτώση του Αργυροκάστρου.
Επιφυλακή, φώναξε ο Παύλος Παλαιολόγος. Βρήκαμε ένα αυτοκίνητο, πήραμε μαζί τον απεσταλμένο της «Βραδυνής» και τον Γιαννιώτη πράκτορα των Εφημερίδων Χρήστο Τσούρνο και θέσαμε «υπό παρακολούθηση» τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα.
Γνωρίζαμε την υπόσχεση που είχε δώσει ο Ιεράρχης από τον Βορειοηπειρωτικό αγώνα του 1914: Να κάμη αυτός την δοξολογία στην απελευθέρωση του Αργυροκάστρου.
Αυτή τη φορά η τύχη μας ευνόησε. Μπροστά το αυτοκίνητο του Αρχιεπισκόπου, πίσω, κατά πόδας εμείς. Δεν μπορούσαμε όμως να διακρίνουμε ούτε σε ένα μέτρο απόσταση από τα θαμπά τζάμια του αυτοκινήτου και την κατακλυσμιαία βροχή.
Φθάσαμε στους Αγίους, στη γέφυρα του Παρακαλάμου. Η γέφυρα αυτή ανατινάχθηκε από τους δικούς μας κατά τη στρατηγική σύμπτυξη των πρώτων ημερών της εισβολής και ξαναγκρεμίστηκε από τους ατάκτως υποχωρούντες Ιταλούς. Οι στρατιώτες μας είχαν πρόχειρα στηρίξει ένα πολύ χαμηλό γεφυράκι με καδρόνια και όταν περνούσαν αυτοκίνητα τα κρατούσαν οι ίδιοι με συρματόσχοινα για να μην το πάρει ο δυναμωμένος, αγριεμένος και ορμητικός από βροχές Παρακάλαμος. Κατεβήκαμε από τα αυτοκίνητα και με χίλιες δύο δυσκολίες και κινδύνους περάσαμε πεζοί το γεφυράκι χωμένοι μέχρι τα γόνατα στα νερά του Παρακαλάμου. Πέρασαν και τα αυτοκίνητα, ξαναμπήκαμε και μετά δύο ώρες φτάσαμε στο Ελληνικό πλέον Αργυρόκαστρο, που έπλεε στα Ελληνικά χρώματα…
Ο Μητροπολίτης Αργυροκάστρου Παντελεήμων ντυμένος στα χρυσοκέντητα ιερά του άμφια, με ολόκληρο τον κλήρο και τα εξαπτέρυγα, υπεδέχθη τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα. Οι δύο Ιεράρχες αντάλλαξαν δακρυσμένοι από συγκίνηση και Εθνική χαρά χριστιανικό ασπασμό, ενώ οι κώδωνες των εκκλησιών εκρούοντο χαρμόσυνοι και ο κάτοικοι έκλαιγαν και εζητοκραύγαζαν από χαρά και Εθνική υπερηφάνεια.
Μέσα σε μια ατμόσφαιρα θρησκευτικής κατάνυξης, ευλάβειας, πατριωτικής έξαρσης και Εθνικού μεγαλείου ενώ ακούγονταν οι λυγμοί και έτρεχαν από τα μάτια όλων μας δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης προς τον Θεό, εψάλη, παρουσία των στρατιωτικών αρχών, «η ευχαριστήρια προς τον Ύψιστον» δοξολογία από τους Ιεράρχες Σπυρίδωνα Ιωαννίνων και Παντελεήμονα Αργυροκάστρου.
Ήτο κάτι το απίστευτο, κάτι το ανέλπιστο για όλους μας. Μας κατάκλυζαν τα αισθήματα της Εθνικής υπερηφάνειας και χαράς για τα συντελούμενα ηρωικά και ένδοξα κατορθώματα των παιδιών της Ελλάδας. Ο Παύλος Παλαιολόγος κοιτάζοντας τον ουρανό εσταυροκοπείτο και έλεγε: «Πως νικάμε Θεέ μου εμείς οι Έλληνες… Ας είναι δοξασμένο το όνομά σου…» Δεν μας τρόμαζε πλέον καμία εχθρική απειλή και κανένας κίνδυνος δεν μπορούσε να αναχαιτίσει την ορμή και την αποφασιστικότητα για την τελική Νίκη των πολεμιστών μας. Είχε ριζωθεί βαθειά στην καρδιά μας η πεποίθηση ότι ο Θεός ήταν μαζί μας.
Έτσι αδελφωμένοι τις ημέρες εκείνες τις δοξασμένες και αθάνατες πιστεύαμε ότι ο πόλεμος ήταν μια εκδρομή ή ένα ομαδικό αναψυχής ταξίδι, που κανείς δεν ήθελε να το χάσει.
Στο γυρισμό μας είχαμε περιπέτειες και ταλαιπωρίες. Οι βροχές δυνάμωσαν και πλημμύρισε ολόκληρος ο Δρίνος, ο οποίος παρέσυρε την πρόχειρη γέφυρα στους Γεωργουτσάδες. Διακόσια και πλέον αυτοκίνητα φορτηγά, νοσοκομειακά και επιβατικά κόλλησαν μέσα στις λάσπες χωρίς να μπορούν να κινηθούν.
Ο Στρατηγός Μπάκος, διοικητής της 3ης Μεραρχίας, αγωνιζόταν ο ίδιος να αποκαταστήσει την συγκοινωνία, για να περάσουν οι βαριές πυροβολαρχίες του, που ήταν επείγουσα ανάγκη να κυνηγήσουν τον υποχωρούντα προς το Τεμπελένιεχθρό Όλες οι υπεράνθρωπες προσπάθειες του στρατού δεν έφεραν την ημέρα αυτή κανένα αποτέλεσμα. Ευτυχώς τα χιόνια και οι βροχές είχαν περιορίσει την ορατότητα στο μηδέν και αποφεύγαμε τις αεροπορικές επιδρομές. Περάσαμε τη βραδυά μας μέσα σε μια σκηνή που ήταν στημένη σε μια κοντινή προς τη γέφυρα πλαγιά, όρθιοι, γιατί η λάσπη έφθανε μέχρι τον αστράγαλο. Κοντά εκεί σε μια σπηλιά για να μη φαίνεται η φωτιά, έβραζε μέσα σε ένα τενεκέ της βενζίνας μια αιωνόβια γίδα με κρεμμύδια. Ήταν συσσίτιο πολυτελείας του στρατηγού και δικό μας που του είμαστε φιλοξενούμενοι. Για καθίσματα είχαμε βρεγμένα τσουβάλια με κριθάρι και σε ένα άδειο κουτί από γάλα έκαιγε ένα σπερματσέτο . Η όλη εικόνα έδινε την εντύπωση πολιτισμένων τρωγλοδυτών που περισώθηκαν με αυτά τα πενιχρά μέσα από την καταστροφή του κόσμου…».
***
Η ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΝΥΧΤΑ ΚΟΝΤΑ
ΣΤΟ ΤΕΠΕΛΕΝΙ
«…Με τους συναδέλφους Στάθη Θωμόπουλο και τον αλησμόνητο Θωμά Μαλαβέτα φύγαμε από το Αργυρόκαστρο, περάσαμε από τη γέφυρα της Παληοκάστρας, για να πάμε στο Κούτσι κοντά στα Κολώνια, που ήταν ο σταθμός διοικήσεως της 8ης Μεραρχίας.
Η γέφυρα της Παληοκάστρας ήταν γκρεμισμένη. Είχε ανατιναχθή κατά την εσπευσμένη υποχώρηση από τους Ιταλούς. Τρεις σταυροί νωπών τάφων, Ελλήνων ηρώων στρατιωτών, δίπλα από τα συντρίμμια της γέφυρας του Δρίνου, μας ανακόπτουν το δρόμο για ένα ευλαβικό προσκύνημα. Στους δύο σταυρούς υπήρχαν γραμμένα πρόχειρα τα ονόματα, στον τρίτο σταυρό η επιγραφή «Άγνωστος»…
Σκοτώθηκαν και οι τρεις μόλις προς μιας ώρας, σχεδόν πολτοποιήθηκαν από ένα βλήμα βαρέος Ιταλικού πυροβολικού. Ολόκληρη η περιοχή εκείνη εβάλλετο συνεχώς από τις εχθρικές του Τεπελενίου και της Κλεισούρας πυροβολαρχίες. Οι Ιταλοί είχαν προνομιούχα παρατηρητήρια στο «Σεντέλι» και στο «Λέκλι» και δεν μας άφηναν να ξεμυτίσουμε. Ξόδευαν όλη την ημέρα και τη νύχτα τα βλήματά τους χωρίς κανένα θετικό αποτέλεσμα. Άλλαξαν με την επιμονή τους και με τα συνεχή πυρά οι Ιταλοί, σε λίγα μέτρα τον ρουν του Δρίνου ποταμού. Πάνω στο προσκύνημα μας βρήκε μια μεγάλη και ισχυρή εχθρική αεροπορική επιδρομή, από βομβαρδιστικά και καταδιωκτικά αεροπλάνα. Δεν ξέραμε από πού να πάμε, γιατί ήταν πεδινή η περιοχή που βρισκόμαστε. Τραβήξαμε κοντά σε μια χαράδρα υπήρχε καμουφλαρισμένη μια μεγάλη σκηνή εφοδιασμού του 11ου Συντάγματος.
Τα εχθρικά καταδιωκτικά αεροπλάνα αποσπάστηκαν από το σχηματισμό τους κατήλθαν σε χαμηλό ύψος, έκαναν ελιγμούς και πυροβολούσαν τα αυτοκίνητα που έτρεχαν σαν δαιμονισμένα για να προφυλαχθούν.
Ο Θωμόπουλος μας φώναξε: Πέστε κάτω με την κοιλιά γιατί χαθήκαμε… Μείναμε έτσι ισοπεδωμένοι με τη μάνα γη πάνω από μισή ώρα.
Άρχισε εν τω μεταξύ να σκοτεινιάζει και να πέφτει πυκνό το χιόνι. Η λάσπη έφθανε ως το γόνατο και οι εχθρικές οβίδες έσκαγαν με δαιμονιώδη κρότο δίπλα μας. Νηστικοί και παγωμένοι τραβήξαμε να βρούμε καταφύγιο πέρα στη χαράδρα που βρισκόταν η σκηνή.
Οι στρατιώτες μας έριξαν τσουβάλια γεμάτα από κριθάρι για να πατήσουμε και φθάσουμε ως τη σκηνή. Σε λίγο ήλθε και ο ανθυπολοχαγός της διαχειρίσεως Θεόδωρος Σταθουλόπουλος, από την έδρα του συντάγματός του. Μας έδωσαν τυρί, κουραμάνα, κονσέρβες και ένα εκλεκτό μπουκάλι κονιάκ και ξαπλωθήκαμε επάνω στα βρεγμένα γεμάτα κριθάρι τσουβάλια.
Με μουσική υπόκρουση τις συνεχείς εκρήξεις των εχθρικών οβίδων και σκηνοθεσία το εσωτερικό της σκηνής που ήταν γεμάτη από κιβώτια κονσερβών και τσουβάλια, ενώ αντιφέγγιζαν εωσφορικές οι λάμψεις των τηλεβόλων οι αιώνιος, εύθυμος και αδιάφορος, δια τα γύρω συμβαίνοντα την στιγμήν εκείνην, άφθαστος σε στωικότητα, με ατσαλάκωτο το κέφι του και άψογη γλαφυρότητα του ύψους του, ο αμίμητος Στάθης Θωμόπουλος άρχισε μια συζήτηση με τον αλησμόνητο Μαλαβέτα, για το… μουσικό ελαφρό Θέατρο και την Αθηναϊκή νυχτερινή ζωή που νοσταλγούσε 700 χλμ. μακρυά από την πρωτεύουσα.
Το χιόνι έπεφτε πυκνό και βαρύ πυροβολικό των Ιταλών δεν σταματούσε ούτε στιγμή. Η χαράδρα όμως όπου είχαμε καταφύγει, ήταν κατά ένα μεγάλο τουλάχιστον ποσοστό, από τα βλήματα του εχθρικού πυροβολικού ασφαλής. Συνεχίζαμε λοιπόν τη συζήτηση τη φορά αυτή για τις Νίκες του στρατού μας χωρίς να αφήσουμε και το κονιάκ.
Έτσι πέρασαν τη νύχτα αυτή του Φεβρουαρίου τρεις απεσταλμένοι Έλληνες δημοσιογράφοι, λίγα χιλιόμετρα έξω από το Τεπελένι…».
(*)e-mail: akoliatsos@gmail.com
(* *)οι πιο πάνω περικοπές έχουν γραφεί, όπως ακριβώς
είναι καταχωρημένες στο βιβλίο «Σελίδες Δόξης».
Πρώτη φωτο: Έλληνες αξιωματικοί με τον δημοσιογράφο της «Κ» Χρήστο Κολιάτσο (πρώτος από δεξιά με την γκλίτσα) στο Αργυρόκαστρο.
Δευτερη φωτο: Ιταλικό Τανκ στα στενά της Κλεισούρας αχρηστευμένο από ελληνικά πυρά το επιδεικνύουν με περηφάνια Έλληνες στρατιώτες (σ. σ, από διηγήσεις του αείμνηστου Κ. Κολιάτσου (πατέρα του γράφοντος ο οποίος υπηρετούσε στη μοίρα αυτοκινήτων του στρατού και μετέφερε πυρομαχικά στο μέτωπο, οι φαντάροι μας είχαν εφεύρει έναν ακόμη τρόπο για να αχρηστεύουν τα ιταλικά Τανκς, κατά τη διέλευσή τους από τα κακοτράχαλα και λασπώδη στενά της Κλεισούρας. Με τα κουρέλια από κομματιασμένες κουβέρτες που έριχναν στις βαθιές και γεμάτες λάσπες γούρνες του δρόμου, το …μίγμα μπλόκαρε τις ερπύστριες των αρμάτων με αποτέλεσμα να ακινητοποιούνται).