Οι συγγραφείς αποκαλύπτουν τα μυστικά τους στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Θοδωρής Καλλιφατίδης
Η ξενιτιά μάς αλλάζει και ταυτόχρονα η πατρίδα μας αλλάζει. Εγώ λέω «ξένος στη ξενιτιά, ξένος και στη πατρίδα»
Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης γεννήθηκε στους Μολάους Λακωνίας το 1938. Γιος δασκάλου από τον Πόντο, μετακόμισε στην Αθήνα το 1946 και αποφοίτησε από το 5ο Γυμνάσιο Αρρένων. Φοίτησε στη σχολή του Κάρολου Κουν και μετά τη στρατιωτική του θητεία, το 1964, εγκαταστάθηκε στη Σουηδία. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης. Αργότερα δίδαξε φιλοσοφία στο ίδιο πανεπιστήμιο. Επί τέσσερα χρόνια διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό Μπόνιερς Λιττερέρα Μαγκαζίν. Άρχισε να γράφει στα σουηδικά το 1969 και από το 1976 ζει αποκλειστικά από το γράψιμο. Το 1994 ξεκίνησε να γράφει τα βιβλία του και στα ελληνικά. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, ταξιδιωτικά δοκίμια, θεατρικά έργα, έχει γράψει κινηματογραφικά σενάρια και έχει σκηνοθετήσει μια ταινία. Έχει τιμηθεί με σημαντικά διεθνή λογοτεχνικά βραβεία για το έργο του και σχεδόν όλα τα βιβλία του κυκλοφορούν σε είκοσι γλώσσες.
Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του μυθιστορήματος «Αγάπη και ξενιτιά», εκδόσεις Κείμενα;
Η αλήθεια είναι ότι δε ξέρω. Ποτέ δεν ήξερα. Μπορεί να κάθομαι σε ένα καφενείο και να χαζολογώ. Το ότι έμπαινα στα γερατειά σίγουρα έπαιξε κάποιο ρόλο. Θέλεις να κλείσεις τους λογαριασμούς. Ένα πρωί σηκώθηκα κι άρχισα να γράφω. Πάντα έτσι γίνεται.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο Χρήστος αναγκάζεται να φύγει από την Ελλάδα. Τι είναι αυτό που τον κάνει να αφήσει για πάντα την πατρίδα του;
Ήταν άνεργος, είχε γίνει βάρος στους γονείς του, η κοινωνία και η πολιτική ζωή ήταν τόσο διεφθαρμένη που τού έφερνε ναυτία, όποτε έκλεινε τα μάτια του έβλεπε κλειστές πόρτες, κινδύνευε να χάσει το λίγο μυαλό που είχε και κάποιες αξίες. Κι έριξε πέτρα πίσω του.
Ο Χρήστος είχε στις αποσκευές του δύο βιβλία και ένα σημειωματάριο. Αυτά τα δυο πράγματα δεν είναι και μια αρχή για να κρατήσει ο Χρήστος τις πρώτες σημειώσεις του, που αργότερα θα τον βοηθήσουν να γίνει συγγραφέας;
Τα βιβλία αυτά τον βοήθησαν να επιζήσει τα πρώτα δύσκολα χρόνια. Συγγραφέας δεν έγινε στη Σουηδία. Και φυσικά έμαθε πολλά, αλλά βασικά ήξερε ότι μια μέρα θα έγραφε.
Προσπαθεί να επιβιώσει και κάνει ευκαιριακές δουλειές. Παράλληλα σπουδάζει. Δεν είναι δύσκολα όλα αυτά τα πράγματα αν σκεφτούμε ότι τα κάνει σε μια ξένη για αυτόν γλώσσα;
Βέβαια είναι. Και προσπαθώ να περιγράψω τις δυσκολίες του που ήταν και δικές μου. Αλλά δεν είχε άλλες επιλογές.
Την καθημερινότητά του έρχεται να την ανατρέψει ένας μεγάλος έρωτας για μια παντρεμένη φωτογράφο. Γιατί ο «απαγορευμένος» έρωτας είναι για αυτόν τόσο σημαντικός;
Βασικά και ο ίδιος αναρωτιέται. Μέχρι που φτάνει σε ένα σημείο όπου η γυναίκα που αγαπά γίνεται η πατρίδα που έχασε.
Γράφετε ότι: «Έρωτας με εμπόδια είναι κρασί. Τον πίνεις, μεθάς και μετά δεν θέλεις να ξεμεθύσεις». Είναι αλήθεια ότι ο έρωτας έχει τόση δύναμη που μας υποτάσσει με τις αόρατες επιδράσεις του;
Δε ξέρω αν είναι παγκόσμια αλήθεια, ξέρω όμως ότι πολλοί το νομίζουν. Έρως ανίκατε μάχαν διαβάζαμε τότε στο Γυμνάσιο. Κι ο έρωτας δοκιμάζεται από τα εμπόδια. Είναι ένα από τα πιο κοινά θέματα στη λογοτεχνία.
Σε όλο το μυθιστόρημα αναφέρεστε στην ξενιτιά. Πολλοί μετανάστες λένε ότι «στην ξενιτιά είμαι Έλληνας και στην πατρίδα ξένος». Εσάς ποια είναι η γνώμη σας;
Αυτό είναι πολύ συχνά σωστό. Υπάρχουν χώρες που σε αφήνουν να είσαι αυτό που είσαι. Αλλά κανείς δεν μπορεί να περάσει ένα μεγάλο ποτάμι «αβρόχοις ποσί». Η ξενιτιά μάς αλλάζει και ταυτόχρονα η πατρίδα μας αλλάζει. Εγώ λέω «ξένος στη ξενιτιά, ξένος και στη πατρίδα».
Έχετε κάνει μια μεγάλη πορεία στα γράμματα. Είσαστε μεταφρασμένος σε πολλές γλώσσες. Είσαστε ικανοποιημένος από αυτή τη διαδρομή σας;
Και βέβαια. Όχι μόνο ικανοποιημένος αλλά κι ευγνώμων. Δε φανταζόμουν ποτέ ότι μια μέρα τα βιβλία μου θα διαβάζονταν σε τόσες χώρες.Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η απώλεια της πατρίδας μου, του χωριού μου, της Αθήνας, των ανθρώπων μου αντικαθίσταται. Απλά ζεις με αυτήν.
Τι σας αρέσει και τι δεν σας αρέσει από την Ελλάδα;
Λατρεύω την Ελλάδα. Τη γλώσσα, την παράδοση, την ιστορία, τους ποιητές και μουσικούς, τα λαϊκά τραγούδια. Λατρεύω τον ελληνικό κόσμο και το ελληνικό σύμπαν. Τι δε μου αρέσει; Είναι σα να ψάχνεις αυτά που δε σου αρέσουν στον άνθρωπο που αγαπάς. Σίγουρα υπάρχουν. Θα μπορούσε να φυσάει τη μύτη του πιο διακριτικά. Θα μπορούσε να βήχει με λιγότερο καμάρι και τέτοια. Η Ελλάδα σαν κράτος είναι άλλο θέμα. Θα είχαμε μια άλλη δημόσια κατάσταση αν σεβόμαστε τις ευθύνες μας, αν ξεχνούσαμε τα μέσα και τα φακελάκια, τη ψηφοθηρία και τις διχόνοιες, την τάση να ψάχνουμε για ενόχους αντί να ψάχνουμε για το λάθος. Αλλά αυτά αφορούν τη δημόσια ζωή, δεν αλλάζουν την αγάπη μου για τη χώρα μου.
Τι σας έμαθαν οι γονείς σας το οποίο τηρείτε ακόμη και σήμερα;
Από τον πατέρα μου έμαθα να χαίρομαι τη γνώση, να εργάζομαι, να κρατώ « πάντα ανοιχτά πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου». Από τη μητέρα έμαθα να ζώ όπως αντέχει η ψυχή μου. Κι αυτά τα εφαρμόζω ακόμα. Όσο μπορώ.