Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

Της Χαράς Παπαβασιλείου

«Ο επόμενος σταθμός το τέρμα», προειδοποιεί η φωνή απ’ το μεγάφωνο. Μου φαίνεται σαν ψέμα. Πότε κιόλας φτάσαμε στο τέρμα! Ωστόσο σπεύδω να ετοιμαστώ. Σηκώνομαι, απογειώνω τις αποσκευές μου χρώματος μαύρου, που δένει με όλα, όπως το ουδέτερο και η ουδετερότητα. Προχωρώ στο διάδρομο, στρέφοντας το βλέμμα μου στο κάθισμά μου το αδειανό. Να σιγουρευτώ ξέχασα ή δεν ξέχασα κάτι. Προπαντός την τσάντα μου! Με πνίγει το άγχος. Σαν κόμπος μου στέκεται στον λαιμό. Μη χάσω την τσάντα μου! Αχ, νά τη! Την κρατώ! Αν και στην ουσία αυτή με κρατά ως κρατούσα την κρατούμενη. Στα σπλάχνα της φυλάσσεται το πορτοφόλι και μέσα σ’ αυτό ο πραγματικός εαυτός μου, πίσω από ζελατίνα προστατευμένη η ταυτότητά μου, εγώ! Χωρίς αυτή είμ’ ένα σκέτο μηδενικό.

Όμως ας σιγουρευτώ πως κάποιο χέρι εγχώριο ή αλλοδαπό δεν έχει αφαιρέσει και προσεταιριστεί την ύπαρξή μου. Η παλάμη μου ψαύει αναγνωριστικά. Καρδιοχτυπώ. «Να το!», φωνάζω ενδιαθέτως, «το πορτοφόλι μου!» και χαλαρώνω, καθώς η αφή μου επικυρώνει την ύπαρξή του. Κρατώ στο χέρι μου το πορτοφόλι με την ταυτότητα, δηλαδή την ύπαρξή μου, και τη δύναμή μου. Γιατί, αν είμαι η μηχανή, το πορτοφόλι είναι εκείνο που την κινεί. Ωστόσο προέχει η ταυτότης, η υπό της εξουσίας σταμπαρισμένη και απολύτως ελεγχόμενη δική μου οντότης. Ορθώς λοιπόν την κρατώ, με κρατά κι αναγαλλιάζω. Και καθώς ο συρμός πλησιάζει στο τέρμα, πλησιάζω κι εγώ προς την έξοδο στηριζόμενη στο δικό μου έρμα.

Το είδωλό μου καθρεφτισμένο στο τζάμι της πόρτας με κοιτά. Μ’ ενοχλεί η ερευνητική του ματιά: «Τι; Μετάνιωσες; Δεν μπορείς! Μετά των άλλων πρέπει κι εσύ να κατεβείς. Φρόντισε μόνο να είσαι αξιοπρεπής», με συμβουλεύει, «Και προπαντός κράτα γερά τις αποσκευές σου, την ταυτότητά σου κι απαραιτήτως το κόμιστρό σου ακυρωμένο».
Ο ελεγκτής πληροφορεί και προειδοποιεί: «Αγαπητοί επιβάτες, έχουμε την ευχαρίστηση να σας αναγγείλουμε ότι εντός ολίγων δευτερολέπτων ο συρμός θα ευρίσκεται στον τερματικό σταθμό. Παρακαλείστε όπως είστε έτοιμοι προς αποβίβαση. Σας υπενθυμίζουμε ότι η είσοδος εις στο βασίλειο της Ουρανούπολης καθίσταται δυνατή διά της επιδείξεως του δελτίου ταυτότητος. Ευχόμαστε να έχετε μια ευχάριστη διαμονή».

«Τέρμα α α α α α» ξεχύνεται απ’ τα μεγάφωνα η φωνή και σκουντουφλώντας στους τοίχους του υπόγειου σταθμού, «Τέρμα α α α α α …..» κι ο αντίλαλός της αντιφωνεί. Οι πόρτες ανοίγουν. Ο συνωστισμός δυναμώνει, μ’ απογειώνει, σαν κύμα με σπρώχνει, σαν βαρκούλα με δίχως πανί και ο εαυτός μου ο επικυρωμένος και πίσω απ’ τη ζελατίνα προστατευμένος έχει ανεπαισθήτως εξαφανιστεί.