Το ελληνικό Δωδεκαήμερο

(Τα Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα)

Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος

Η περίοδος από την παραμονή των Χριστουγέννων έως τα Θεοφάνια ονομάζεται “Δωδεκαήμερο” ή “Δωδεκάμερο”. Το εορταστικό αυτό δωδεκαήμερο είναι πλουσιότατο σε ήθη, έθιμα, λαϊκές παραδόσεις και λαϊκές δοξασίες.
Ψυχική ευφορία και αισιοδοξία γέμιζε τις ψυχές των ανθρώπων ο ερχομός των μεγάλων γιορτών. Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Θεοφάνεια. Γιορτές που μας σημαδεύουν τη μνήμη. Κι όσο κι αν θέλουμε να τα ξεχνάμε, δεν μπορούμε. Η σύγκριση ΤΟΤΕ και ΤΩΡΑ αναπόφευκτη.

Η πατροπαράδοτη νηστεία συνοδευόμενη βεβαίως από τις λατρευτικές εκδηλώσεις της σαρακοστής προωθούσαν την κορύφωση της αγωνίας της προσμονής του «λυτρωτή του κόσμου.» Και βέβαια τα σπίτια γέμιζαν με αγάπη και θαλπωρή και με ασίγαστη ελπίδα πως οι πόθοι τους θα εκπληρωθούν. Και οι πόθοι αυτοί αναφέρονταν στην υγεία, μακροημέρευση και πολλή σοδειά.

Εμείς άλλο είχαμε στο μυαλό μας. Περιμέναμε μπας και μας πάρουν κάνα σκουτί, κάνα ζευγάρι κάλτσες και τίποτε παπούτσια. Ήμασταν, εκεί στα Τζουμέρκα η γενιά του περίμενε! Περίμενε και «Μούγκα στη στρούγκα». Όλα τα περιμέναμε τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά ή και τα Θεοφάνεια. Εμείς… Τα παιδιά του περίμενε.
Περιμέναμε και πώς δεν περιμέναμε τις καινούριες κάλτσες, γιατί βάζαμε κάτι τσιουρέπια φτιαγμένα από γίδινο μαλλί που τσίμπαγαν τα ποδάρια, σαν αγκίδες ελατίσιες. Περιμέναμε και πώς δεν περιμέναμε κάνα καινούριο εσώρουχο γιατί είχαμε εκείνα τα βρακιά από τις μπακούλες της Ούντρα. Μάλιστα είχαν πάνω τη στάμπα τους. Ούντρα αντί για Victoria’sSecret.

Περιμέναμε τα γλυκά, τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες. Χίλια δυο θελήματα, μεταφορές, για έναν κουραμπιέ. Όπου βρίσκαμε… Κι απ’ όσα είχε κρυμμένα πολλές φορές η μάνα μας. Πόσες και πόσες φορές δεν ακούσαμε «Ου που να σου κάτσ’ στο λαιμό ζαλουταραμένο, τι τα ‘φαγες όλα τα γλυκά, τι θα δώσω εγώ στον κόσμο μεθαύριο στο γιορτάσιο;» Με τα γλυκά κάπως τη βγάζαμε καθαρή. Με το φαΐ όμως ανήμερα Χριστούγεννα παθαίναμαν -λόγω Σαρακοστής- τέτοιο τσιρλοκοπιό, που με το συμπάθιο κοντεύαμε να «χέ….ε όλο το χωριό». Δεν ξέραμε τότε τι θα πει γαστρεντερίτιδα. Και βλέπαμε-νιώθαμε στα μάτια της μάνας μας κάτι σαν στενοχώρια, κάτι σαν χαμόγελο για το πάθημά μας. Ούτε που ξεδιαλύναμε Πως «Πείνα περνά και δυστυχιά /και πότε αναστενάζουνε και πότε αχνογελάνε». Κ. Παλαμάς

Κι όλα αυτά τα ισορροπούσαμε με την προσπάθειά μας δήθεν να μεταφέρουμε τραγουδιστά το χαρμόσυνο άγγελμα της Γέννησης του Θεανθρώπου την παραμονή των Χριστουγέννων. Εμείς το κατιτίς περιμέναμε. Πρωί πρωί ξεκινούσε η επιχείρηση. Φέραμε γύρα όλο το χωριό. Δεν είχαμε και πού άλλωστε να τα βρούμε τα τρίγωνα. Είχαμε κυπροκούδουνα. Μάλιστα έτσι ήμασταν προσαρμοσμένοι στο κλίμα των ημερών. Τα Χριστούγεννα συμβολίζουν τη γένεση, δηλαδή τη ζωή. Έτσι και τα κυπροκούδουνα. Ζωή δίνουν, ζωή στο κοπάδι και βοηθούν τον τσοπάνη στο έργο του, στη βοσκή, στο σάλαγο, στο σκάρο, στη στρούγκα, στο στάλο.
Τα Κάλαντα τα λέγαμε παρέες παρέες. Περνούσαμε φυσικά απ’ όλα τα σπίτια. Με έντεχνο τρόπο αποφεύγαμε όσα είχαν πρόσφατο πένθος. Τώρα, η αμοιβή μας. Μας φίλευαν με αυγά, κουλούρια και τηγανίτες. Σπάνια χρήματα. Δεν υπήρχαν. Οι τηγανίτες συμβόλιζαν τα σπάργανα του Χριστού.
Στα τζάκια των σπιτιών, νύχτα μέρα, ήταν συνεχώς αναμμένη τη φωτιά και τούτο, για να μην πλησιάζουν οι Καλικάντζαροι, τα περίεργα ξωτικά, που πίστευαν πως κυκλοφορούσαν και πείραζαν τους ανθρώπους μιας και τα “νερά ήταν αβάπτιστα”, ο Χριστός, δηλαδή, δεν είχε βαπτισθεί ακόμη.Καλκαντζαρούδια υπήρχαν και τότε, όπως και τώρα…