Το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι

Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος

«Χ’στού-Λαμπρή» τρώγαμε κρέας! Τον άλλο καιρό, «άστα να πάνε». Υπήρχε και η εξαίρεση. Κανένας κόκοτος ή «ο πατσιάς απ’ το δαμάλ’» όταν το πουλάγαμε στον χασάπη. Άσε που νηστεία είχαμε ολόκληρο σαρανταήμερο τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και τον Δεκαπενταύγουστο. Τις υπόλοιπες ημέρες; «Πατάκες και φουσκοκοίλια». Γι’ αυτό, λοιπόν, το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, πέρα από το θρησκευτικό περιεχόμενο έπαιρνε και την όποια, μπορεί να φανταστεί κάποιος, «μορφή γαστρονομικής κατάνυξης και χαρακτηριστικής υπερβολής». «Τον αγλέουρα έφαγες, θα σούρ’ ταμπλάς. Σταμάτα». Οι μεγάλοι με τίποτε δεν σταματούσαν και μέρος της συζήτησης ήταν τα μελλοντικά τους σχέδια για ένα άλλο… Πασχαλιάτικο τραπέζι.

Το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι ήταν καθιερωμένο -εθιμικά τουλάχιστον- να γίνεται στο σπίτι του παππού ή του μεγαλύτερου αδελφού. Εξαίρεση, αν κάποιος γιόρταζε. Όπως και να είχε το πράγμα, την ημέρα των Χριστουγέννων όλοι οι συγγενείς σε ένα σπίτι συνεόρταζαν. Η συγγενική αυτή συγκέντρωση ήταν και δείγμα οικογενειακής και συγγενικής αγάπης και -περισσότερο- απόδειξη αρμονικών συγγενικών σχέσεων. Λειτουργούσε κανονικά το ράδιο αρβύλα. «Μόνοι τ’ς έκαναν Χριστούγεννα. Θα ‘ναι φαγωμέν’ σαν τα σκλιά». Ήταν οι καλοθελητές και οι κουτσομπόλες που σε «έπιαναν και σε πέρναγαν άβρεχτο πέρα απ’ τον Άραχθο».

Οι ημέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς ήταν ημέρες απόλυτης ανεμελιάς, που κυριαρχούσαν τα γλέντια και τα κρασοπότια. Στο εξαιρετικά στρωμένο τραπέζι, με τραπεζομάντηλο χειροποίητα πλεκτό, κεντημένο στο χέρι σταυροβελονιά και δαντέλα στο τελείωμα. Ήταν αριστούργημα τεχνικής και υπόδειγμα υπομονής. «Στραβώθ’κα αλλά το τελείωσα. Θα το στρώσω του Χ’στού». Το έστρωναν και στρώνονταν στο φαΐ. Το κύριο φαγητό ήταν χοιρινό με σέλινο. Θυμάμαι τον παππού μου, τι καυγάδες που έκανε με τη γιαγιά μου. «Δεν θέλω ζ’μί. Πνίγ’κα όλο το χρόνο απ’ τα φασόλια. Κοψίδια θέλω». Αυτά έλεγε αλλά έπαιρνε την αποστομωτική απάντηση από τη γιαγιά. «Να κάτσεις στα αυγά σ’. Τα κοψίδια είναι για τα παιδιά. Εσύ λίγο για καλωσκέρ’σμα. Φτάν’. Άμα περ’σέψ’ τίποτις». Συνήθως δεν περίσσευε. Αρούπωτα…

Να πούμε ακόμη πως πλεόναζαν στο τραπέζι οι πίτες. Και πίτες μάλιστα με περιεχόμενο! Τυρόπιττες και κρεατόπιτες. Όχι λαχανόπιτες, δεν θέλαμε τέτοια πίτα χρονιάρες μέρες. «Μού έχουν φυτρώσει για τα καλά τα λάχανα στο στομάχι» είπε κάποτε ο παππούς και άκουσε τον ανήκουστο από τη γιαγιά. Το τραπέζι ήταν στρωμένο όλη την ημέρα. Ήταν γρουσουζιά να έρχεται επισκέπτης και «να είχε σηκωθεί» το τραπέζι. Όλη, λοιπόν, την ημέρα. Πιάτο γιομάτο για τον Χριστό, τον άγνωστο διαβάτη, τον πεινασμένο και τον φτωχό. Τέσσερις τον αριθμό, όσα και τα σημεία του ορίζοντα.

Επίσης, περιμέναμε και τους οργανοπαίκτες. Περνούσαν σιοντίλα όλα τα σπίτια και «γλένταγαν» κι αυτοί μαζί με τα μέλη της οικογένειας. Λίγη ώρα. «Από λίγο για να προκάνουμε όλους». Δυο – τρία τραγούδια, άντε και κανένα παραπάνω, αν ήταν κάποιος μερακλής κι ήθελε να φουρλατίσ’ περισσότερο στο χορό. Έπαιρναν το κατιτίς, αλλά έβαζαν και στο χαρτί το λουκούμι, δεν υπήρχαν γλυκά τότε εκτός από τα γλυκά του κουταλιού, για να το φάνε άλλη μέρα. Οι τσέπες τους ήταν φίσκα «λακούμια». Την ημέρα των Χριστουγέννων δεν γινόντουσαν επισκέψεις. Τα Χριστούγεννα είναι οικογενειακή γιορτή. «Άλλ’ μέρα οι επισκέψεις. Όρισε ο Θεός τόσες μέρες». Οι επισκέψεις άρχιζαν τη δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων, αν βέβαια είχαν οι άντρες ξεθουλωριάσει από το φαγοπότι και το κρασοπιώμα.

Έθιμο που χάθηκε για πάντα ήταν και το γεγονός ότι στο τραπέζι υπήρχε και ένας δίσκος με πολυσπόρια. Βρασμένοι σπόροι σιταριού και καλαμποκιού περίτεχνα διακοσμημένοι με σπυριά από ρόδι. Σύμβολο καρποφορίας. Όσο έτρωγαν και το υπόλοιπο το έριχναν στα χωράφια, να φάνε τα πετούμενα του ουρανού και να προσευχηθούν κι αυτά μαζί τους για την καρποφορία. «Να φτάνει το φαΐ μας και για κάθε πετούμενο».
Πλούσιο ή φτωχό, το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, γιομάτο-φίσκα- ή μισογεμισμένη η τάβλα, δεν έχει σημασία. Είχε καλούδια. Ούτε σύγκριση μπορεί να γίνει. Τότε και τώρα. Τότε μια ολόκληρη εβδομάδα η νοικοκυρά ετοίμαζε… Τώρα, το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι συναποτελείται από όσα παραγγείλαμε και μας έφερε ο ντελιβεράς. Σε ένα όμως ήταν ανυπέρβλητο. Στο συναίσθημα…