Η Ραδοβιζινή επανάσταση του 1854

Γράφει ο Κώστας Λ. Χρήστος

Φιλόλογος

Όταν ξέσπασε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος ή γνωστός ως Κριμαϊκός πόλεμος (1853-1856), ταυτόχρονα εκδηλώθηκαν στο Ραδοβίζι Άρτας επαναστατικά κινήματα με στόχο την απελευθέρωση αυτής της περιοχής από τον τουρκικό ζυγό. Οι σκλαβωμένοι κάτοικοι των χωριών της ραδοβιζινής περιοχής πίστεψαν ότι η ομόδοξη Ρωσία θα κέρδιζε τον πόλεμο με την Τουρκία ελπίζοντας σε θετικές συνέπειες και γι αυτούς με το τέλος του πολέμου. Θεώρησαν ως σημαντική γι αυτούς ευκαιρία να επαναστατήσουν , έστω και χωρίς τη βοήθεια του ελεύθερου τότε ελληνικού κράτους, καθότι αυτό είχε δεσμευτεί απέναντι των πιεστικών Μεγάλων Δυνάμεων ότι δεν θα υποκινούσε και δεν θα υπέλθαπε εξεγέρσεις υπόδουλων, διότι σε τέτοια περίπτωση θα επέβαλλαν στην Ελλάδα οδυνηρές κυρώσεις και θα υπέσκαπτε την ελευθερία της.

Και θα ήθελα από την αρχή να θυμίσω ότι το Ραδοβίζι αλλά κι ολόκληρη η Ήπειρος και η Θεσσαλία , καθώς και οι βορειότερες αυτών περιοχές παρέμειναν υπό οθωμανική κατοχή μετά τη σύσταση του πρώτου ελεύθερου μετεπαναστατικού ελληνικού κράτους. Με τον καθορισμό δηλαδή των ελληνικών συνόρων από τον Ι. Καποδίστρια και τις Μ. Δ. το 1832, το σκλαβωμένο ακόμα Ραδοβίζι εφαπτόταν πια από τη νότια πλευρά του με την ορισθείσα βόρεια συνοριακή γραμμή της τότε ελεύθερης Ελλάδας τον Αμβρακικό – Παγασητικό κόλπο.
Οι κάτοικοι της ραδοβιζινής περιοχής, καθώς και της Θεσσαλίας απέναντι του Αχελώου, υφίσταντο στη συνέχεια από τον καθορισμό των συνόρων τα πάνδεινα, καθότι η Τουρκία έβλεπε ότι συρρικνωνόταν συνεχώς η άλλοτε κραταιά αυτοκρατορία της, και γι αυτό γινόταν όλο και πιο βάναυση απέναντι στο Ραδοβίζι και στις άλλες παραμένουσες υπό την κυριαρχία της περιοχές. Καθιέρωσε έκτοτε επιπρόσθετους και βαρύτατους φόρους στους υπόδουλους, βασάνιζε και σφαγίαζε όσους συνελάμβανε στην προσπάθειά τους να περάσουν κρυφά προς την ελεύθερη Ελλάδα. Επιπλέον η ζωή των Ραδοβιζινών γινόταν όλο και πιο απελπιστική, διότι λησταντάρτικα σώματα από την ελεύθερη Ελλάδα έμπαιναν σ΄αυτές τις περιοχές και τις λυμαίνονταν με αρπαγές περιουσιών και γυναικοπαίδων, απαγχονισμούς κλπ.

Επιπλέον Τουρκαλβανικές ανεξέλεγκτες ομάδες έπαιζαν κι αυτές τον αναρχικό τους ρόλο τρομοκρατώντας και λεηλατώντας τους κατοίκους.
Κάτω λοιπόν από αυτές τις οδυνηρές για τους υπόδουλους συνθήκες η έκρηξη της επανάστασης ήταν θέμα χρόνου. Κι αυτός ο επαναστατικός πυρετός άρχισε να διαφαίνεται από το 1853 με αψιμαχίες, ανοργάνωτες όμως, σε κατά τόπους χωριά ανάμεσα στους Ραδοβιζινούς και τους Οθωμανούς.
Η αφορμή δόθηκε από τις δολοφονίες των δυο αρματολών και προκρίτων του Ραδοβιζίου, Γιάννη Ψαρογιάννη από το γενικό δερβέναγα της Άρτας τότε Φράσσαρη και του Κ. Σκαλτσογιάννη από τον Ιμπραήμ Καστρινό.(Οκτώβριος 1853). Οι δολοφονίες αυτές, καθώς ακόμα και η σύγκρουση του Δημ. Σκαλτσογιάννη με τουρκαλβανικό στράτευμα, επιδείνωσαν επικίνδυνα την κατάσταση στο Ραδοβίζι και το άναμμα της επαναστατικής φλόγας στη Ραδοβίζινή περιοχή για πολεμική δράση πλησίαζε . Μπροστάρηδες σ΄αυτή την επαναστατική προετοιμασία ήταν ο Γιώργος και Κώστας Αγγέλης, ο Κουτρούμπας, ο Γραδούλας, ο Βλαχοδήμος, ο Δημ. Σκαλτσογιάννης, Γιώργ. Κατσικογιάννης, Δημ. Τσιγαρίδας,ο Σωτήρης και Ιωάν. Κοσσυβάκης, οι Ανδρέου, οι Κοτσιλαίοι και αρκετοί άλλοι.

Ο επαναστατικός αναβρασμός με μικρές προεπαναστατικές αψιμαχίες είχε αρχίσει να παρατηρείται στα χωριά Σκουληκαριά, Δημαριό, Διάσελο, αλλά δεν υπήρχε κεντρική καθοδήγηση, καθότι δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμα η επαναστατική προκήρυξη για το γενικό ξεσηκωμό των κατοίκων. Κι αυτή υπογράφτηκε και δημοσιεύτηκε στο μοναστήρι της Γεννήσεως της Θεοτόκου στο χωριό Μεγαλόχαρη Ραδοβιζίου, που λεγόταν τότε Μπότση.
Στις 15 Ιανουαρίου του 1854 συγκεντρώθηκαν στο μοναστήρι της Μεγαλόχαρης γύρω στους 450 άνδρες οπλισμένοι και αφού ορκίστηκαν στο ιερό Ευαγγέλιο το «Ελευθερία ή θάνατος» υπέγραψαν την παρακάτω αναφορά – προκήρυξη «Οι υποφαινόμενοι κάτοικοι Ραδοβιζίου της επαρχίας΄Αρτης, βεβαρυμένοι από τας καταπιέσεις και τους υπερόγκους φόρους , προς δε και τας ατιμώσεις των παρθένων μας από αγρίους και ανεπιδέκτους διορθώσεως κατακτητάς Οσμανλίδας, επαναλαμβάνομεν τον κοινόν αγώνα του 1821 ομνύοντες εις το όνομα του Υψίστου και της Ιεράς ημών Πατρίδος, ότι δεν θέλομεν ρίψει τα όπλα εν ουδεμιά περιπτώσει και περιστάσει, εάν δεν ανακτήσωμεν την ελευθερίαν μας…….Σπεύσατε λοιπόν αδελφοί εις τον κοινόν αγώνα, αποτινάξατε τον επαχθή ζυγόν της τυραννίας και κηρύξατε με ημάς ενώπιον του Θεού και όλου του κόσμου ότι μαχόμεθα υπέρ Πατρίδος και ότι ο Θεός είναι προστάτης των Χριστιανών.»

Την υπέγραψαν οι Πρόκριτοι Ραδοβιζίου : Ιωάννης Κοσσυβάκης-Δημήτριος Κόκκας-Κώστας Κοσμάς-Βασίλειος Νακος-Ντούλας Βάσος-Κολιός Μαυρομμάτης-Κώστας Πάνου Στούμπος-Δημήτριος Σκαλτσογιάννης-Γεώργιος Κατσικογιάννης-Κώστας Ντερέκος-Καραγιάννης Κοτζίλας-Κων/νος Τσιγαρίδας».
Δέκα μέρες αργότερα , στις 25 Ιανουαρίου 1854, οι Θεσσαλοί Αργιθεάτες απέναντι του Αχελώου και στο χωριό Βραγκιανά ξεκίνησαν κι αυτοί την επανάσταση από το μοναστήρι της «Παναγίας Επισκοπής» ορκιζόμενοι κι αυτοί τον ίδιο σχεδόν όρκο.
Στη συνέχεια στο Ραδοβίζι δόθηκαν νικηφόρες μάχες αρχικά από τους Ραδοβιζινούς επαναστάτες στα χωριά και τοποθεσίες: Αστροχώρι, μοναστήρι Ροβέλιστας, Σέση Άνω Καλεντίνης, Ρεκίστιανα, Δημαριό, Μεγάρχη. Οι Τούρκοι όμως κατέβασαν πολύ οργανωμένο στρατό από τα Γιάννενα στην Άρτα και ετοιμάζονταν για γενική επίθεση στα χωριά του Ραδοβιζίου. Οι επαναστάτες έδωσαν λυσσώδεις μάχες στο Πέτα που ήταν το πέρασμα για να τους φράξουν το δρόμο προς το Ραδοβιζι. Οι 6.000 Τούρκοι όμως ήταν υπέρτεροι στον αριθμό κι οργάνωση, μπροστά στους 600 Ραδοβιζινούς κι άλλους εθελοντές μαχητές που συνέδραμαν τον αγώνα τους.

Οι Τούρκοι πέρασαν προς τα χωριά του Ραδοβιζίου, προέβησαν σε εμπρησμούς ναών και οικιών, λεηλασίες και σφαγές κατοίκων, όσοι δεν πρόλαβαν να κρυφτούν στα δάση και στις λαγκαδιές.
Το 1866 εκδηλώνεται ένα μικρότερο σε διάρκεια επαναστατικό κίνημα στις παραπάνω περιοχές. Ραδοβιζινοί και Αργιθεάτες συνεννοήθηκαν να συμπαρασύρουν από κοινού τους τους Τούρκους προς τη γέφυρα του Κοράκου, όπου τη φύλαγαν επαναστάτες των δυο πλευρών. Ο οξύνους Ι. Κοντονίκας, υποχώρησε με το στρατό του σκοπίμως από τις Πηγές, όπου τους επιτέθηκαν οι Τουρκοι, προς τη γέφυρα στην οποία ακροβολισμένοι Θεσσαλοί και Ραδοβιζινοί μαχητές εκατέρωθεν αυτής τους επιτέθηκαν με σφοδρότητα καθώς προσπαθούσαν να την περάσουν. Οι Τούρκοι είχαν πολλές απώλειες στη γέφυρα , ενώ ο επικεφαλής τους Χατζή Εμίν Μπέης τραυματίστηκε κι από την πλευρά της Αργιθέας μεριά ο Χαλήλ πασάς δεν ανέλαβε δράση φοβηθείς εκείνα τα άγρια μέρη και γύρισε πίσω προς την Θεσσαλία.

Η Τουρκία από την πλευρά της διαμαρτυρήθηκε τότε στις Μ. Δ. ότι η ελεύθερη Ελλάδα υποκινεί τους επαναστάτες και δεν τηρεί τις δεσμεύσεις της. Αυτές διέταξαν τον Γάλλο Πρόξενο της Ηπείρου, Σαμπουαζώ, να μεταβεί στην επαναστατημένη περιοχή και να διερευνήσει τα καταγγελθέντα. Μεταβαίνοντας αυτός στη γέφυρα του Κοράκου συνάντησε τους επικεφαλής των επαναστατών Ραδοβιζίου – Θεσσαλίας και τους προέτρεψε να σταματήσουν τις εχθροπραξίες με τους Τούρκους.
Το τελευταίο επαναστατικό κίνημα εκδηλώθηκε το 1878. Οι κάτοικοι των περιοχών αυτών ξεσηκώνονται και πάλι, ενώ είχε ξεκινήσει από το 1877 ο β΄ Ρωσοτουρκικός πόλεμος με τις πολεμικές επιχειρήσεις να επικεντρώνονται στο χώρο των Βαλκανίων. Με την ελπίδα και πάλι ότι η Ρωσία θα κέρδιζε αυτή τη φορά τον πόλεμο και θα ήταν με το μέρος τους επιδόθηκαν και πάλι σε πολεμικές επιχειρήσεις . Στο Ραδοβίζι δόθηκαν τότε μάχες εναντίον των Τούρκων στην Υψηλή Παναγιά , έξω από το Δημαριό, και στο Κλείτσοβο. Συλλαμβάνεται όμως ο οπλαρχηγός Σωτήρης Κοσσυβάκης , η επανάσταση ατονεί και στον Ξηρόκαμπο – Βελεντζικού στις 28 Μαρτίου 1878 η τότε Προσωρινή Κυβέρνηση του Ραδοβιζίου και Τζουμέρκων, με Πρόεδρο τον Αναγνώστη Μαυρογιάννη, και οι οπλαρχηγοί των επαναστατικών σωμάτων συντάσσουν προκήρυξη – ψήφισμα με αποδέκτες την τότε κυβέρνηση του ελληνικού κράτους και τις άλλες ευρωπαϊκές Δυνάμεις.

Με αυτή τους ζητούσαν ενισχύσεις για τον μέχρι εσχάτων αγώνα τους, στέλνοντας μάλιστα και τα τέκνα τους στην ελεύθερη Ελλάδα και παρακαλούσαν τους ελεύθερους Έλληνες να τα φροντίσουν, καθόσον αυτοί ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν για την ελευθερία τους!
Τέλος το 1878 διεξήχθη το Συνέδριο του Βερολίνου, στο οποίο οι Μ. Δ. συζήτησαν και θέματα της ταραγμένης τότε βαλκανικής χερσονήσου, στην οποία ήθελαν να επιβάλουν την τάξη σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα. Η Ελλάδα, όπως κι άλλες εμπλεκόμενες χώρες σε πόλεμο, έστειλαν τους εκπροσώπους τους. Τους δικούς μας εκπροσώπους από την κυβέρνηση Κουμουνδούρου δεν τους άφησαν να συμμετάσχουν στο Συνέδριο αλλά τους ζήτησαν να επιδώσουν στους Σύνεδρους τα αιτήματά τους μέχρι να τους ανακοινώσουν τις αποφάσεις του Συνεδρίου!

Το Συνέδριο που ήθελε την ηρεμία στις περιοχές των εξεγέρσεων αποφάσισε για τη χώρα μας να μετακινήσει βορειότερα τα σύνορά της, με βορειοδυτικά πλέον σύνορό της τον Άραχθο ποταμό.. Παραχωρήθηκαν δηλαδή στην Ελλάδα οι βορειοανατολικές της ροής του Αράχθου περιοχές, ανάμεσα στις οποίες ήταν και το Ραδοβίζι, καθώς και η Θεσσαλία πλην της Ελασσόνας. Οι αποφάσεις του Συνεδρίου επικυρώθηκαν και ίσχυσαν έκτοτε με τη Συνθήκη της Κων/πολης το 1881.
Έχουμε χρέος να τιμούμε και να μνημονεύουμε όσους αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν για την ελευθερία της πατρίδας μας, μεταλαμπαδεύοντας τις ένδοξες ιστορικές μας σελίδες, λόγω κι έργω, και στις επόμενες γενιές.