«Ταμπλάς σε βάρεσε»
Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
«Μωρή ταμπλαρωμένη, ταμπλάς σε βάρεσε, σε πήρε και σε σήκωσε και σε συμμάζεψε». Είχα δεν είχα καβαλήσει την πρώτη δεκαετία της ζωής μου, όταν πρωτοάκουσα τραγουδιστά τα παραπάνω λόγια, χωρίς βέβαια να καταλάβω τίποτε. Μικρός και άνογος, από πίσω όμως πάντοτε από τους μεγάλους. Μέρες Χριστουγέννων. Μια ομάδα «είχαμε πάει» να πούμε τα Κάλαντα. Μεταφέραμε δηλαδή τραγουδιστά, την παραμονή των Χριστουγέννων, σε κάθε σπίτι το χαρμόσυνο άγγελμα της Γέννησης του Θεανθρώπου. Επτά συνολικά άτομα. Επικεφαλής ο Κώστας, πέντε έξι χρόνια μεγαλύτερός μου, και ακολουθούσαν οι υπόλοιποι. Εγώ ήμουν ο μικρότερος και συνεπώς ούτε άποψη είχα ούτε και ίσο μερίδιο λάμβανα στη μοιρασιά. Θα έπαιρνα το κατιτίς. Έφτανε αυτό. Εμπειρία μάζευα. Αργότερα θα ερχόταν και η σειρά μου.
Πρωί – πρωί λοιπόν συναντηθήκαμε στο προκαθορισμένο μέρος και κινήσαμε. Δεν αφήναμε σπίτι για σπίτι. Αχολογούσαν όλα τα σπίτια από τραγούδια και ευχές. Συνεχόμενες ευχές… «Σ’ αυτό το σπίτι πού ‘ρθαμε, σ’ αυτό το νοικοκύρη, πέτρα ποτέ μη ραϊστεί, λιθάρι μη σπαράξει». Και όρθιος αυτός, κορδωμένος άκουγε τις ευχές και μας έδινε το φιλοδώρημα. Είχαμε το κουτί-φάτνη, εκεί όπου έριχναν τα κέρματα. Η νοικοκυρά του σπιτιού μας φίλευε τηγανίτες. Κι αν ήταν σοροπιασμένες με μέλι, ε, ρε τι χαρά κάναμε. Αλειβόμασταν και κολλούσαν τα ρούχα μας.
Ήταν όμως και νοικοκυρές-λίγες, αλλά ήταν- που δεν άνοιγαν την πόρτα τους. Τότε άρχιζε το πανηγυράκι. Ξέραμε κάμποσα τραγουδάκια και τα λέγαμε. « Κυρά μ’ στη στάχτη κάθεσαι και ο κώλος σου ξεφ’σάει και από το φύσ’μα το πολύ εχύθη το τσουκάλι». Ούτε τσουκάλι της χύθηκε «μιανής», αλλά βγήκε έξω και μας πήρε στο κυνήγι και ακόμα τρέχουμε, που λέει ο λόγος. Σταματήσαμε σε μια Τζούμα. Και τότε άρχισαν οι μεγαλύτεροι το τραγούδι με τον ταμπλά. «Μωρήταμπλαρωμένη, ταμπλάς σε βάρεσε, σε πήρε και σε σήκωσε και δε σε συμμάζεψε».Προσπαθούσα και εγώ να το πω. Ασφαλώς και δεν καταλάβαινα τίποτε. Ήξερα ότι ο ταμπλάς είναι μεγάλη και χοντρή σανίδα. Μέχρι εκεί. Ο παππούς μου ήταν μαραγκός και είχα δει πολλούς ταμπλάδες. Γι’ αυτό και νόμιζα πως κάποιος την είχε βαρέσει με ταμπλά στο κεφάλι.
Όταν γύρισα στο σπίτι ρώτησα τον παππού. Του εξιστόρησα το γεγονός κι αυτός χαμογέλασε. Μόνο είπε πως αυτή είναι μόνιμα ταμπλοβαρεμένη. «Είναι το ύφασμα τέτοιο, δεν σιάζει με τίποτε. Ρετάλι κανονικό». Όλο το χρόνο, όταν την έβλεπα «από δω παν’ οι άλλοι˙ έκοβα λάσπ’». Δεν την φοβόμουν, απλά την συμπονούσα γιατί τη βάρεσε, έλεγα μέσα μου, κάποιος με τον ταμπλά. Την επόμενη χρονιά στα Κάλαντα των Χριστουγέννων με δασκάλεψε ο παππούς να πάω μόνος μου και να πω το τραγούδι που προφανώς ο ίδιος το είχε συνθέσει. «Αυτό το σπίτι το καλό ταμπλάς μην το βαρέσει και σαν τα ψηλά βουνά κι αυτό να αντέξει» Συνέχισα. «Το καλάθι θέλ’ αυγό και οι τσέπες μου κουκόσιες και το δεξί το χέρι μου, λίγα λεφτούλια θέλει». Τα πήρα. Βγήκε έξω η «ταμπλοβαρεμένη» και μου τα έδωσε. Και αυγά και κουκόσιες και λεφτούλια. Κι από τη χαρά μου έκοψα τον κατήφορο περδικλώθηκα, σωριάστηκα και έκανα γκιλντάρα στην κατηφόρα και πάνε κατ’ ανέμ’ και τα «αυγά και τα καλάθια».
Όταν πήγα στο σπίτι κλαίγοντας και με είδε ο παππούς, με πήρε στην αγκαλιά του και μού είπε. «Πήγαινε μέσα να σε αλλάξει η γιαγιά σου, μην σε δει έτσι η μάνα σου και της έρθει αληθινός ταμπλάς». Είχε κάνει το θαύμα του ο άγιος αυτός άνθρωπος.