ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΗΣ,ΠΟΙΗΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ… ΔΑΙΜΟΝΩΝ
Γράφει ο Αντώνης Κολιάτσος
(Μέρος B)
Ο ποιητής την άνοιξη στη γέννησή της χαίρεται
πριν της ιτιάς το κίτρινο στο πράσινο αλλάξει.
ΤσιάοΜέγκ-Φού (Κινέζος Ποιητής)
Όπως σημειώθηκε στο Μέρος Α, η ποίηση ασφαλώς και είναι μια πλευρά της τέχνης, η οποία, ευτυχώς για λίγους είναι αμφιλεγόμενη, για πολλούς ίσως παραμένει… άγνωστη, αλλά για τους περισσότερους κυριολεκτικά λατρεύεται.
Η ίδια δημιουργεί μια ιδιότυπη «ποίηση-λατρεία»,αισθητικά αξεπέραστη ,χρονικά αναλλοίωτη,και κοινωνικά αδιάφθορη… Ξεπερνάει το κάθε μέτροκαι υπερβαίνει την κάθε διάσταση. Ακόμη ανεξάρτητα αν είναι κανείς «ποίηση-λάτρης»ή«ποίηση-κλάστης», θα πρέπει να συμφωνήσει με τούτο. Ότι, δηλαδή, μπορεί η ανταμοιβή της επιστήμης να είναι η δικαίωση κόπων και προσπάθειας, να είναι η συμπλήρωση είτε η ανασκευή δοξασιών και πιστεύω, να είναι κάποιο βήμα μπροστά που επικυρώνει τη συμβολή και κατακυρώνει τον επιστήμονα.Με την ποίηση όμωςη κοινή γνώμη είναι πολύ περισσότερο ευαίσθητη.Και ο ποιητής, γίνεται δικός της άνθρωπος, είναι η φωνή του λαού, είναιοι δοξασίες ,τα πιστεύω του, το όνειρο , η προφητεία. Αλήθεια υπάρχει καλύτερη δικαίωση και κατακύρωση… για την ποίηση και για τον ίδιο τον ποιητή;
Μερικοί άνθρωποιγεννιούνται «φωτολουσμένοι» στην ευμάρεια της κοινωνικής ευαισθησίας και στην ομορφιά της πνευματικής δημιουργίας.
Κρύβουν στην ψυχή τους ένα αδιόρατο «σημάδι» που κανείς, ίσως και οι ίδιοι, δεν υποψιάζεται… Μέχρι οι συνθήκες να το φέρουν στην επιφάνεια της ύπαρξης τους, και να το φανερώσουν με τον ψυχισμό τους, τον χαρακτήρα τους και με τα γεγονότα που υφαίνουν τον καμβά της ζωής τους.
Στο ερώτημα, πόσο ο ψυχισμός ενός ανθρώπου επηρεάζει τα γύρω του συμβαίνοντα και πόσο αυτά τον διαμορφώνουν με αδέκαστη κρίση, ο γράφων αδυνατεί να δώσει απάντηση… Άλλωστε σε μια περίοδο ηθικής «ανεστιότητας», όπου το τυχαίο της ανθρώπινης ύπαρξης έχει βυθίσει τον κόσμο στον παραλογισμό, προτιμάει κανείς να ξανά-προστρέχει σε κάποιο μυστηριώδη προκαθορισμό, στην «ειμαρμένη», για να ξεγελά τον εαυτό του με απαντήσεις που αφήνουν ανέγγιχτο το άλυτο αίνιγμα της ζωής.
Αυτό το «σημάδι», λοιπόν, στην ψυχή του ποιητή, ίσως υπήρχε από τη γέννησή του… Ίσως εξελίχθηκε μέσα από τις δυσκολίες της ζωής του.Όμως τελικά αποκαλύφτηκε… Και την αποκάλυψη την κάνει, με τα μυστηριώδη μέσα που διαθέτει, ο ποιητικός λόγος.
Έτσι τόσο γρήγορα, όσο η διάρκεια μιας αστραπής,ο ποιητής μαζεύει μονομιάς από μέσα μας όλα τα μόρια της σκέψης, της αγάπης, της φαντασίας, της χαράς, του φόβου , του ψόγου, τον κάθε λογισμό που τον σκεπάζει το σκοτάδι…Και μας τσιγκλάει με τον«στίχο-λεκτικό» πλούτο του: να ξαναθυμηθούμε την ξεχασμένη καλοσύνη,να βγάλουμε έξω τον καταχωνιασμένο ανθρωπισμό μας, να ξαναβρούμε τη χαμένη μας αξιοπρέπεια, να ξανανιώσουμε τα σκιρτήματα της προδομένης αγάπης, να αποκαταστήσουμε την κλονισμένη πίστη ,να αισθανθούμε την ανάγκη της άξαφνης λύτρωσης…
Αν κανείς, ωστόσο, δεν γνώρισε το σύνορο της ποίησης, όπως στο Μέρος Α του υπό τον ανωτέρω τίτλο άρθρου σημειώσαμε, θα ήτανπαράλειψη αν παραλείπαμε τη διαπίστωση: ότι κανένας ποιητής δεν παραμέρισε άλλον ποιητή. Ο Όμηρος, λόγου χάριν δεν εξαφάνισε τον Βιργίλιο, ούτεο Αισχύλος τον Σοφοκλή.. Ο Πλούταρχοςαναφέρει ότιοι Σικελοί ελευθέρωναν τους Έλληνες αιχμάλωτους, που τραγουδούσαν στίχους του Ευριπίδη.Και όταν οι Αθηναίοι έβγαιναν από το θέατρο, ύστερα από παράσταση του Αισχύλου, περνώντας έξω από τους ναούς χτυπούσαν τις ασπίδες που κρέμονταν στα τείχη και αναφωνούσαν: Πατρίδα, Πατρίδα…
Γιατί ο ποιητής δεν έχει καιρό να ασχοληθεί με μικρότητες.. Γιατί αυτός έχει το προνόμιο να συνομιλεί με τα άψυχα, να τον συντροφεύουν σκιές πουτου μιλούν από τα πέρατακαι να είναι μόνο αυτός που καταφέρνει να περιορίζεισε έναν στίχο, το απεριόριστο…Γιατί ο περίεργος αυτός δημιουργός, είναι ο εντεταλμένος της μοίραςνα μας κάνει δώρο το κλειδί για να ανοίξουμε τους παράδεισους:: της ελευθερίας, της αντίστασης, της αυταπάρνησης, της φιλοπατρίας, της θυσίας, της ανθρώπινης αλληλεγγύης, της νοσταλγίας, της αγάπης, της συγκίνησης, του εφηβικού έρωτα, αλλά και της ελπίδας…
Ευτυχώς, είναι αρκετοί καιείναι εκλεκτοί οι Αρτινοί μύστες αυτής της υπέροχης τέχνης, πουκαταφέρνουν να ιστορούν και να φιλοσοφούν… Καιμέσα από τα προνομιακά μονοπάτια της έμπνευσής τους, να κάνουν το στίχο γέφυρα,που οι άκρες της: αγγίζουν: τους πόλους της φυλής μας, την ιστορία των ανθρώπων του τόπου μας,την μεγάλη προσδοκία της πανανθρώπινη αδελφοσύνη των λαών και τόσα άλλα…
Και είναι εν πολλοίς οι ίδιοι,που ως ποιητές πετυχαίνουν:να μας δέσουν με την παράδοση,να, μαςμεταγγίσουν τις αρετές του ανθρώπου σε άνθρωπο, να ενώσουν σε μια ανάσα νοσταλγικές εποχέςπου τις χωρίζουν δεκαετίες, και να πλάσουν μυθικές εικόνες, που απέχουν αιώνες από το σήμερα.
Στην εύλογη απορία ωστόσο γιατί γράφει κανείς ποίηση, ο γράφων αφήνει να απαντήσει η ποιήτριαVennisMak, με τα πιο κάτω λόγια τα οποία βρήκε πραγματικά γοητευτικά: «…Αυτός που βαθιά θρηνεί, αυτός που αβίαστα χωρά σε μια τσέπη, αυτός που υψώνει το βέλος στον ουρανό και το κοιτάει μέχρι να καταλήξει μέσα του, έχει την μέγιστη ευθύνη να περιγράψει πως ένιωσε… Γράφω με έναν παλμό και μια ανάσα ,ως να πέσει ξανά στην σκέψη ο κεραυνός και να γράψω τον επόμενο…».
Παρά ταύτα, δεν έλειψαν οι νεότερεςαυθεντίες του πνεύματος και της τέχνης, που κατά καιρούς επιχείρησαν να απαντήσουν στα τεθέντα πιο πάνω ερωτήματα, και μάλιστα μέσα από πραγματικά περίτεχνους αφορισμούς, οι οποίοι, αν μη τι άλλο, φιλοτεχνούν αρκούντως εγκωμιαστικάτο πορτρέτο της ωραιότερης των τεχνών, της ποίησης.
Αξιοσημείωτη ηρήση του ΑυστριακούΖίγκμουντ Φρόιντ:«Όπου και αν με πήγαν οι θεωρίες μου, βρήκα ότι ένας ποιητής ήδη είχε πάει εκεί», με την οποία ομολογείότι η ποίηση είναι απανταχού της τέχνης.
«Η ποίηση υπαγορεύεται από ένα δαιμόνιο, αν και θα ήταν υπερβολή να το χαρακτηρίσει κανείς αγγελικό»,αποφαίνεταιο Πολωνός ποιητήςΤσέσλαβΜίλος (βραβείο νόμπελ λογοτεχνίας 1980).
Ενώ ο Αργεντινός λογοτέχνης και ποιητής ΧόρχεΛουίς Μπόρχες, μιλώντας για την κομψοέπεια της ποίησης παρατηρεί:«Η Ποίηση θυμάται ότι ήταν μια προφορική τέχνη, προτού γίνει γραπτή τέχνη[…]. Η ομορφιά της όμως καραδοκεί. Αν είμαστε ευαίσθητοι, θα την αισθανθούμε μέσα στην ποίηση όλων των γλωσσών».
«Η Ποίηση είναι η ζωή αποσταγμένη», θα πει στη συνέχεια ο αμερικανός ποιητής,ΈζραΠάουντ, που συμπληρώνει: «Θα όριζα, εν συντομία, την Ποίηση σαν τη ρυθμική δημιουργία της ομορφιάς». Αν κάποιος μάθει καλά Ελληνικά, μπορεί να βρει σχεδόν ολόκληρη την Ποίηση στον Όμηρο».
Κατά τον ορισμό του Τόμας ΣτερνςΕλιοτ(σ. σ, Βρετανός ποιητής βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας, 1948): «Η Ποίηση δεν είναι η απελευθέρωση των αισθημάτων, αλλά η δραπέτευση από τα αισθήματα. Δεν είναι η έκφραση της προσωπικότητας, αλλά η δραπέτευση από την προσωπικότητα. Αλλά θα πρέπει κανείς να έχει αισθήματα και προσωπικότητα για να θέλει να δραπετεύσει από αυτά».
«Ρωτήστε τη σοφή την άγνοια. Είναι από τα πιο επηρμένα μυστήρια, τα πιο αχανή, και μόνο ικανοποίηση στις παρομοιώσεις δίνεις, αν πεις ότι η ποίηση είναι ένα μείγμα εύγεστων δηλητηρίων σε χρυσά δελεαστικά ποτήρια, ή ότι είναι ο πειρασμός, ο δαίμονας που μπαίνει ξαφνικά στο σώμα του κανονικού, προκαλώντας ένα σεληνιασμό γόνιμο, ή ακόμα ότι είναι ένα είδος ευθανασίας των πραγμάτων που υποφέρουν μέσα μας, είτε ως ανικανοποίητα είτε ως προδομένα…»,ήταν η απάντηση της αείμνηστης Κικής Δημουλά (σ. σ, ποιήτριας και Ακαδημαϊκού), όταν τη ρώτησαντι είναι ποίηση.
«Η ποίηση είναι μια λύτρωση ατομική – αν όχι ανάδειξη. Μπορείς μιαν άκρη μόνο της αλήθειας να σηκώσεις, να ρίξεις λίγο φως στην πλαστογραφημένη σου ζωή»,είναι η απάντησητου Τίτου Πατρίκιου, στο ίδιο ερώτημα.
«Η εκδήλωση της ποίησης είναι μια εκδήλωση μέθης, μιας τρελής μέθης της γλώσσας. Και το ποίημα το μόνο ορατό ίχνος αυτής της μέθης. Δεν είναι αποκάλυψη το ποίημα, είναι η φανέρωση της απόκρυψης, η θεωρία του μη ορατού, του μη διαθέσιμου νοήματος .Σ’ αυτή τη σιωπή του νου, τη πιο βαθιά πλέον σιωπή, όπου ο λόγος αναπληρώνει τη ζωή και αναστέλλει το νόημα, η γλωσσική παράβαση του ποιήματος είναι στην πραγματικότητα μια παράβαση καθολική, μια παράβαση όλων των ανθρωπολογικών δυνατοτήτων. Ίσως το ποίημα να είναι έτσι για τον άνθρωπο αυτό το ενδεχόμενο, το μοναδικό ενδεχόμενο, ενός ακέραιου πένθους.», είναι η σχετική άποψη του ποιητή, Αποστόλη Αρτινού. Ενώ κατά τον κριτικό Τάσο Λειβαδίτη: «…H ποίηση είναι προνόμιο. Η γλώσσα φιλοξενεί τον ποιητή. Ο ποιητής οφείλει την αποθέωση. Την εκπαρθένευση, δηλαδή, κάθε τεκμηρίωσης. Και αυτό γιατί ο ποιητικός λόγος βρίσκεται πάντοτε, λίγο ή πολύ, πιο μπροστά από την πιο πρόσφατη ερμηνεία του…».
(1) πρόκειται για τον γνωστό μύθο, που αναφέρει την αρπαγή της Περσεφόνης, κόρης της Θεάς Γεωργίας Δήμητρας από τον Θεό του κάτω κόσμου Πλούτωνα. Και την μετέπειτα επανασύνδεση μάνας και κόρης με τη συμφωνία των δύο Θεών, που επετεύχθη με παρέμβαση το Δία, κατά την οποία: η Περσεφόνη 6 μήνες το χρόνο θα ζούσε με τη μητέρα της στον επάνω κόσμο και τον υπόλοιπο με τον Θεό του Άδη , στον κάτω κόσμο. Έκτοτε τους έξι μήνες που η Περσεφόνη βρισκόταν στον Άδη, η Δήμητρα πενθούσε και μαζί της πενθούσε και η φύση. Τα δέντρα έχαναν το φύλλωμά τους, οι καλλιέργειες ασθενούσαν και βαρύς χειμώνας έπεφτε στη γη. Όμως, όταν η Περσεφόνη επέστρεφε στη μητέρα της, η χαρά της Δήμητρας πρασίνιζε τη γη και άνθιζε τα φυτά….