Τρεμ' η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της
Κλείσε τα μάτια μια στιγμή και ονειρέψου. Να επιτίθεται η ζωή, να επιτίθεται ο έρωτας, η ομορφιά να επιτίθεται και συ… να μην αφήνεσαι στη γλύκα. Να αντιστέκεσαι.
Να ξεχύνεται η ζωή από παντού, να ξεχειλίζει, να σε καλεί να την απολαύσεις και συ να προτιμάς τη στέρηση, τον θάνατο.
Γιατί; Γιατί; Πες μου έναν λόγο.
«Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει».
Παράλογο δεν είναι;
Εκείνοι είχαν κάποιο λόγο. Ήθελαν νάναι ελεύθεροι. Πολιορκημένοι έναν ολόκληρο χρόνο από στεριά και θάλασσα απ’τον εχθρό, πολιορκημένοι από μια Άνοιξη που έσπερνε παντού την ομορφιά της και γονιμοποιούσε ολόκληρη τη φύση, πολιορκημένοι από μια ανάσταση ορμητική και κείνοι να αντιστέκονται. Στερημένοι απ’όλα. Απ’όλα. Και από τα πιο στοιχειώδη. Να σέρνονται κυριολεκτικά από την πείνα. Σε κείνο ‘’το αλωνάκι’’, όπως αποκαλεί το Μεσολόγγι ο Σολομός, να μην υπάρχει τίποτα φαγώσιμο. Και νάναι ολοκληρωτικά αδύνατος κάθε ανεφοδιασμός. Σκελετωμένα λείψανα οι πολιορκημένοι. Πολύ πέρα από τα ανθρώπινα όρια. Ζωντανοί νεκροί. Κι όμως να μάχονται με τον εχθρό και με τον εαυτό τους.
Γιατί όλα αυτά; Γιατί;
Για να ζήσουν ελεύθεροι.
Ελεύθεροι πολιορκημένοι. Έτσι τους αποκάλεσε ο ποιητής και μ’αυτό το όνομα πέρασαν το κατώφλι της θυσίας. Και της αιωνιότητας.
«Tα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι»
Η εσωτερική ελευθερία δέχεται επιθέσεις ακατάπαυστα. Και κατακτιέται μόνο με μάχη αδιάκοπη. Πολλές οι απειλές, πολλές της βίας οι μορφές. Ο πιο επικίνδυνος εχθρός είναι… η επιθυμία για ζωή. Εκείνη η γλύκα που σε πλημμυρίζει και οι αντιστάσεις κάμπτονται. Χλωμιάζουν τα ιδανικά και οι αξίες. Τα γόνατα λυγίζουν κι είσαι έτοιμος να αφεθείς…στα εύκολα. Ταξίδι στον βυθό. Στη σκοτεινιά. Στα κατακάθια.
«Τρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της»
Ποια πίστη; Ποια πατρίδα; Ποιος αγώνας; Ποιος υπέρτατος στόχος; Όλα τούτα ζητάνε υποστήριξη. Αντοχή και αφοσίωση. Αυταπάρνηση καμιά φορά. Θυσία. Ναι, θυσία. Να θυσιάσεις τα πάντα στο όνομα του στόχου, όταν ο στόχος είναι η ελευθερία. Να αποτινάξεις τα δεσμά του φόβου, να αντέξεις το βάρος της ψυχικής και ηθικής καταπόνησης, της σωματικής εξουθένωσης. Να απελευθερωθείς από τον υπόδουλο εαυτό σου. Αυτόν τον εαυτό που σε κρατάει πίσω σα βαρίδι. Αυτόν τον εαυτό που τελικά σε λιγοστεύει. Σε μικραίνει. Που δεν σ’αφήνει να απλώσεις τα φτερά σου. Που σε κρατάει προσκυνημένο.
«Κι άνθιζε μέσα μου η ζωή μ ’όλα τα πλούτια πόχει»
Η σφοδρότητα της ζωής και η πολιορκία της ψυχής.
Η επιθυμία για ζωή είναι πανίσχυρη. Αυτή κινεί τα πάντα. Ο πειρασμός της ζωής είναι η μεγαλύτερη παγίδα. Ναι, αλλά για ποια ζωή γίνεται λόγος; Αυτό το εντοπίζεις μάλλον εύκολα. Αρκεί να αναρωτηθείς «Είναι ζωή αυτό που ζω; Αυτό ονειρευόμουνα;» Και θάχεις την απάντηση. Την απάντηση που ταιριάζει σε σένα.
Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι απάντησαν. Και διάλεξαν. Αποφάσισαν να αγωνιστούν για την ελευθερία μέχρι θανάτου. Δεν ήταν εύκολο. Καθόλου εύκολο. Χρειάστηκε να υπερβούν τον εαυτό τους. Ο πειρασμός ήταν γλυκός.
«Τρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της». Ο ποιητής συμπύκνωσε σε έναν και μόνο στίχο τη δοκιμασία.
Λύγισαν. Μα δεν έγειραν. Ελευθερώθηκαν από τις επιθυμίες τους. Πήραν βαθιά ανάσα και ύψωσαν το ανάστημά τους. Και μισοπεθαμένοι πέρασαν την πύλη όρθιοι. Και συναντήθηκαν με το καλύτερο κομμάτι της ψυχής τους.
«π’ άστραψε γέλιο αθάνατο, παιγνίδι της χαράς του,
στο φως της καλοσύνης του, στο φως της ομορφιάς του…
Του πόνου εστρέψαν οι πηγές από το σωθικό μου,
έστρωσ’ ο νους, κι ανέβηκα πάλι στον εαυτό μου»
Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι εξάντλησαν τα όρια τους. Και έγιναν σύμβολα.
Ο αγώνας – που είχε ξεκινήσει τον Μάρτη του 1821 – συνεχίστηκε για πολλά χρόνια ακόμα. Η χώρα άργησε πολύ να απελευθερωθεί ολόκληρη. Δόθηκαν μάχες από άκρη σ΄άκρη. Χύθηκε αίμα πολύ. Πολλές και οι έριδες, οι εμφύλιοι σπαραγμοί, τα μικρά ή μεγάλα συμφέροντα. Πολλοί λιμπίστηκαν τη θέση του κατακτητή όταν απομακρύνθηκαν οι Τούρκοι. Η εκμετάλλευση του άλλου είναι κι αυτή ένας πειρασμός πανίσχυρος. Ανακατεύτηκαν και οι ξένοι, οι Μεγάλες Δυνάμεις, για το δικό τους όφελος.
Η επανάσταση κινδύνεψε πολλές φορές. Μα τα κατάφερε.
Το κράτος όμως που προέκυψε ήταν ελαττωματικό. Εξαρτημένο και δυσλειτουργικό.
Κάποιοι διαπραγματεύτηκαν τα οράματά τους με ντόπιους και ξένους παράγοντες και τα αντάλλαξαν με παροχές ή εξαγόρασαν προνόμια. Υπέκυψαν στη γλύκα της ζωής, στη χαλαρή συνείδηση.
Η ελληνική επανάσταση του 1821 έμεινε ανολοκλήρωτη.
Απελευθερωθήκαμε από τον φανερό εχθρό αλλά όχι από τις αδυναμίες μας.
Η εσωτερική ελευθερία παραμένει ζητούμενο. Το όρθιο παράστημα το ίδιο.
Διακόσια χρόνια μετά και οι προσκυνημένοι είναι ακόμα εδώ. Δίπλα μας και μέσα μας. Με ναρκωμένη τη θέληση για αντίσταση, με άδεια ψυχή και άδειο βλέμμα ή βλέμμα αρπακτικού κατακάθονται στον βυθό του εαυτού τους. Συμβιβασμένοι, βολικοί και βολεμένοι, ξεπουλημένοι, τους συναντάς στη διαχείριση της χώρας να εξυπηρετούν μικροσυμφέροντα δικά τους και κείνων με τους οποίους συναλλάσσονται, κυρίως όμως τα συμφέροντα των σύγχρονων κοτζαμπάσηδων που τους διαφεντεύουν.
«Τις ημύνθη περί πάτρης; … Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος» έλεγε ο Παπαδιαμάντης εβδομήντα πέντε χρόνια μετά την Επανάσταση.
Διακόσια χρόνια φέτος. Και τι άλλαξε;
Προσκυνημένοι από τη μια και ελεύθεροι πολιορκημένοι από την άλλη. Δύο δρόμοι. Διαλέγεις και παίρνεις.
«Tο χάραμα επήρα
Tου Ήλιου το δρόμο,
Kρεμώντας τη λύρα
Tη δίκαιη στον ώμο…»
Υ.Γ. Αφιερωμένο μ’ ευγνωμοσύνη στην Αϊτή, το μακρινό αυτό νησί της Καραϊβικής, κοντά στην Κούβα – μισό νησί για την ακρίβεια, το άλλο μισό είναι η Δομινικανή Δημοκρατία. Αυτό το μικρό κράτος, λιγάκι μεγαλύτερο από την Πελοπόννησο, ήταν η πρώτη χώρα στον κόσμο που αναγνώρισε την Ελληνική Επανάσταση και την Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος.
«Με μεγάλο ενθουσιασμό μάθαμε ότι η Ελλάδα αναγκάστηκε τελικά να αρπάξει τα όπλα, για να αποκτήσει την ελευθερία της». Η Αιτή μόλις είχε τελειώσει τον δικό της απελευθερωτικό πόλεμο εναντίον των Γάλλων αποικιοκρατών και ήταν κατεστραμμένη οικονομικά. Παρόλα αυτά έστειλε στο Παρίσι, στον Αδαμάντιο Κοραή, 45 τόνους καφέ να εκποιηθούν, για να αγορασθούν όπλα για τον ελληνικό αγώνα. Οι 100 Αïτινοί εθελοντές που ξεκίνησαν από την άλλη άκρη του κόσμου να’ρθούν να πολεμήσουν στο πλευρό μας, πέθαναν όλοι στο ταξίδι.
«Έστρωσ’, εδέχθ’ η θάλασσα άντρες ριψοκινδύνους
κι εδέχθηκε στα βάθη της τον ουρανό κι εκείνους»
Ενός λεπτού σιγή.