«Δυστυχισμένε μου λαέ καλέ και αγαπημένε.
Πάντα ευκολόπιστε και πάντα προδομένε.»
Γράφει η Κατερίνα Σχισμένου
Ο Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 8 Απριλίου 1798 και πέθανε στην Κέρκυρα στις 9 Φεβρουρίου 1857. Ο εθνικός ποιητής της Ελλάδας, όχι μόνον γιατί έγραψε τον Εθνικό Ύμνο, αλλά και γιατί αξιοποίησε την προγενέστερη ποιητική παράδοση και την τοποθέτησε με τρόπο αριστοτεχνικό και μοναδικό μέσα στη δική του ποίηση. Η κρητική λογοτεχνία, το δημοτικό τραγούδι και όλη η γλωσσική παράδοση που την κατέγραψε προκειμένου να την κατακτήσει και ο ίδιος και να μάθει να μιλάει την ελληνική γλώσσα που τόσο σοφά και ορθά χειρίστηκε. «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;». Η μεγάλη έγνοια του ποιητή που η γλώσσα η ελληνική αυτή γλώσσα της πατρίδος του ήταν το μεγάλο του στοίχημα. Ταλαιπωρήθηκε, πήγε σε χωριά, παρακολούθησε από κοντά τον λαϊκό πολιτισμό και την παραγωγή του, μπήκε στο δράμα του έθνους του και το κατέγραψε.
« Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει. Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει.» Το πρώτο ελληνικό ποίημά του-μιας και ξεκίνησε να γράφει στην ιταλική- και το πιο γνωστό είναι ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», απόσπασμα του οποίου καθιερώθηκε ως Εθνικός μας Ύμνος. Λίγο αργότερα, συνέθεσε το λυρικό ποίημα «Εις τον θάνατο του Λόρδου Μπάιρον» και ακολούθησαν «Η καταστροφή των Ψαρών», «Η Φαρμακωμένη», «Ο Λάμπρος», «Εις Μονάχην», «Ο Κρητικός», «Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι», «Ο Πορφύρας». Τα μάτια και η καταγραφή του ποιητή « Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου.» Και η διαίσθησή του, αυτή που την διαθέτει μόνο μια μεγάλη και πονεμένη ψυχή, ταλαιπωρημένη από την ίδια του την ύπαρξη, από τη γέννησή του έως και το θάνατό του. «Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος.».
Τον Μάιο του 1823, σε μια περίοδο ιδιαίτερης έξαρσης της Ελληνικής Επανάστασης, έγραψε το εκτεταμένο ποίημα «Ύμνος εις την Ελευθερία», οι δύο πρώτες στροφές του οποίου, σε μουσική Νικολάου Μάντζαρου, αποτελούν τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας και της Κύπρου… «Η Διχόνοια που βαστάει-ένα σκήπτρο η δολερή-καθενός χαμογελάει,-πάρ’ το, λέγοντας, και συ.» Λίγο αργότερα, συνέθεσε το λυρικό ποίημα «Εις τον θάνατο του Λορδ Μπάυρον» και ακολούθησαν «Η καταστροφή των Ψαρών», «Η Φαρμακωμένη», «Ο Λάμπρος», «Εις Μοναχήν», «Ο Κρητικός», «Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι», «Ο Πορφύρας». Στα τέλη του 1828 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κέρκυρα, συνεχίζοντας την ενασχόλησή του με την ποίηση σχεδόν απομονωμένος. Δεν έκανε ούτε ένα ταξίδι στην ελευθερωμένη Ελλάδα, γιατί, όπως υποστηρίζεται, «δεν εσυνηθούσε να θεατρίζει στο εθνικό του φρόνημα αλλά μες το άγιο βήμα της ψυχής». Πέθανε στις 9 Φεβρουαρίου του 1857 στην Κέρκυρα, ύστερα από αλλεπάλληλες εγκεφαλικές συμφορήσεις. Τα οστά του μεταφέρθηκαν το 1865 στη Ζάκυνθο και τοποθετήθηκαν αρχικώς σ’ ένα μικρό μαυσωλείο στον τάφο του Κάλβου. «Η
Δόξα δεξιά συντροφεύει
Τον άντρα που τρέχει με κόπους
Της Φήμης τους δύσβατους τόπους,
Και ο Φθόνος τού στέκει ζερβιά,
Με μάτια, με χείλη πικρά·
Αλλ’ όποτε η μοίρα του γράψη,
Τον δρόμον του κόσμου να πάψη,
Η Δόξα καθίζει μονάχη
Στην πλάκα του τάφου λαμπρή,
Και ο Φθόνος αλλού περπατεί….» Εις Μάρκο Μπότσαρη.