Η ΦΥΛΑΚΗ
Της Χαράς Παπαβασιλείου
Στο Κάστρο ήταν και το σπίτι του Διευθυντή των φυλακών, λίγο πιο κάτω απ’ το «κοινόβιο» των κρατουμένων. Η Ξένη είχε στη διάθεσή της ένα κομμάτι γης να καλλιεργεί τα ζαρζαβατικά της, όπως οι κρατούμενοι τη μεγάλη έκταση παραγωγής προϊόντων για τις ανάγκες της φυλακής. Αμόλησε και δυο-τρία αρνοκάτσικα να βόσκουν στην αλάνα για το γάλα των παιδιών της, αλλά και των παιδιών φυλακισμένων γυναικών, και κότες να μοιράζεται μαζί τους και τ’ αυγουλάκια τους.
Η ζωή έξω απ’ τα τείχη κυλούσε, όπως και ο ποταμός. Ασταμάτητα, πότε γαληνεμένη και πότε φουρτουνιασμένη. Σε μεγάλες αναμπουμπουμπούλες τον λόγο είχαν οι χωροφύλακες, οι δικαστές και η φυλακή μέσα στο Κάστρο. Ποτέ δεν είδε «τέτοια μεγαλεία», όπως με τον Εμφύλιο και πιο πριν, αφότου φύγαν οι Γερμανοί. Έκαναν και τι δεν έκαναν για να τους διώξουν κι ύστερα έκαναν και τι δεν έκαναν για την αλληλοεξόντωσή τους. Και η φυλακή «ασφυκτιούσε από ζωή». Και τι ζωή… Ωστόσο μέσα εκεί, ήθελαν δεν ήθελαν, τα πράγματα ηρεμούσαν.
Λες κι ήταν φυτεμένη σαν δέντρο κι αυτή ανάμεσα στα πεύκα που την περιέβαλλαν. Ένα ασπριδερό μακρόστενο ισόγειο, υπερυψωμένο – για να ’ναι περίοπτο – στο κέντροτου Κάστρου. Αδιάφορης αρχιτεκτονικής ξεπρόβαλε με το που περνούσες την επιβλητική πύλη του Κάστρου, που ’φερνε κάπως στην αντίστοιχη των Μυκηνών, με τον θυρεό των Λεόντων ωστόσο σ’ ένα απ’ τα κτήρια της εσωτερικής βόρειας πλευράς του. Πίσω απ’ τη σιδερόφρακτη πόρτα με τα δυο παραθυράκια, που στο άνοιγμά τους απ’ τον φρουρό πρόβαλλαν σαν μικρού παιδιού, περίεργα τα μάτιακάποιου κρατούμενου, βρίσκονταν τα κελιά. Ολοτρόγυρα της μεγάλης εσωτερικής αυλής. Όπως στα σπίτια με τα δωμάτια στη σειρά και κοινόχρηστους τους βοηθητικούς χώρους για τους ενοικιαστές… Περιζήτητα για όσους κυνηγούσαν το όνειρο στις μεγαλουπόλεις. Αργότερα με τον νόμο της αντιπαροχής θα γέμιζαν τα υπόγεια και ημιυπόγεια των πολυκατοικιών απ’ τον κόσμο της φτωχολογιάς. Στον μακρόστενο διάδρομο μπροστά απ’ τη σιδερένια πόρτα ήταν και το γραφείο του Διευθυντή.
Η φυλακή μακριά απ’ τη βουή του κόσμου προσφερόταν για φιλοσοφικούς στοχασμούς των κρατουμένων, απ’ την ανάγκη ανασυγκρότησης της διαλυμένης ζωής τους. Να εμβαθύνουν στις αιτίες που τους έβαλαν πίσω απ’ τα σίδερα. Τον χειμώνα τη μοναξιά τους συντρόφευε το βίτσισμα των ανεμοδαρμένων πεύκων και του ποταμού η βουή. Και την ανία τους έσπαζε η προσμονή της επίσκεψης κάποιου συγγενικού προσώπου ή φίλου. Τα γράμματα, έστω και λογοκρινόμενα, αλλά κυρίως τα όνειρα που δε φυλακίζονται έκαναν υποφερτή την ειρκτή τους. Τώρα είχαν κι έναν διευθυντή, που όποιος έμπαινε στο γραφείο του ερχόταν φάτσα κάρτα με το κορνιζαρισμένο «ΚΙ ΑΥΤΟ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ» πιστεύω του. Δίπλα και η εικόνα του Χριστού με το αγκαθωτό στεφάνι στο κεφάλι, το μόνο που προσκυνούσε ο Δημοσθένης. «Όπου βλέπεις χρυσό στεφάνι, ν’ αμφιβάλλεις κι όπου ακάνθινο, να πιστεύεις», έλεγε. Πολιτικό ον διάβαζε την ιστορία απ’ την καλή κι όχι μεροληπτικά. Όλοι είχαν βάλει το χέρι τους, έλεγε, για να φτάσουν τα πράγματα ως δω. Και στα πικρόχολα σχόλια για την ισότιμη αντιμετώπιση των κρατουμένων απαντούσε: «Εγώ δε φ’λάω αριστερούς και δεξιούς, αλλά ανθρώπ’ς». Και η Ξένη, η γυναίκα του, ανεξαρτήτως ιδεολογίας τάιζε τα παιδάκια γάλα κι αυγά κι έφτιαχνε κι άλλες λιχουδιές. (Απόσπασμα)