Η αποκοπή
Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
– Μη μ’ ζαγκανιέσαικαθόλ’. Θα φωνάξω τους εκτιμητάδες και θα αποκόψουν τη ζημιά. Αλλιώς θα τα πούμε στον Κατή.
-Καλά θα κάν’ς. Να ησυχάσουμε. Δεν θα μας απαυτώσεις κιόλας… Να αποκόψουν τη ζημιά και θα δούμε…
Αυτά άκουγες, πάνω κάτω, σε μόνιμη βάση στο Καφενείο του χωριού. Το αποκόβω και η αποκοπή σε παρέλαση. Είναι βέβαια πολύσημη η λέξη αποκόβω. Καταρχάς σημαίνει αφαιρώ κάτι, ένα τμήμα από το σώμα που ανήκει. Επίσης, μπορεί να σημαίνει ότι σταματώ το θηλασμό, (σε βρέφη και κατσίκια), με συνώνυμο το απογαλακτίζω. Μεταφορικά παίρνει την έννοια του απομακρύνω κάποιον από το χώρο του κοκ. Ακόμα ενίοτε παίρνει και την έννοια του αποσπώ. «Αποκόπηκε το κατσίκ’ απ’ το κοπάδ’…». Καμία σχέση με στρατιωτικούς κι ούτε και με στρατιωτικές περιγραφές και ειδήσεις στο Τζουμέρκο. «Απέκοψαν την εμπροσθοφυλακή από το στράτευμα».
Εκεί όμως που ήταν να γελάει κάποιος ένα μήνα συνέχεια ήταν όταν γίνονταν κάποιο προξενιό.
-Τι, να σ’ πω. Παιδί μαξούμ’. Δεν αποκόπ’κε ακόμα απ’ το γάλα τ’ς μάνας της.
-Τι μαξούμ’, θεια Χρήσταινα. Αυτή κοντεύει τα τριάντα. Σαν τα παλιοσαρ’σμένα άλογα.
-Δεν θα τόλεγα. Ώριμη γυναίκα, για σπίτ’ κι όχ’ για το «άειστε ιδέστε. Απ’ το β’ζίτ’ς μάνας της».
Κυρίως όμως η αποκοπή είχε σχέση με υπαίτια «αγροτική καταστροφή». Τα κτήματα «υπέφεραν» από τις ζημιές που έκαναν τα γιδοπρόβατα. Ειδικότερα όταν κατέβαιναν κοπάδια κοπάδια για τα χειμαδιά. Τότε στην πραγματικότητα «έπεφτε περονόσπορος». Έπρεπε πρώτα πρώτα να αποφύγουν τα μαλώματα και τα δικαστήρια. «Δεν έχουν χαΐρ’ αυτά. Σε βάρος μας θα βγουν». Μερικοί, λοιπόν, σώφρονες γέροντες «αναλάμβαναν το συμβιβασμό, δηλαδή την εξωδικαστική διευθέτηση της υπόθεσης». (Χρήστος Παπακίτσος, Από την Τζουμερκιώτικη Λαλιά στη Λαϊκή μας Παράδοση ). Οι πραγματογνώμονες ήταν δύο άτομα σεβαστά και συνετά κατά κανόνα κοινής αποδοχής, οι οποίοι μαζί με τον Αγροφύλακα της περιοχής «πήγαιναν επί τόπου» στο κτήμα για να αποκόψουν τη ζημιά. Επακολουθούσε η συμφωνία ή όχι του κατόχου των γιδοπροβάτων και του κτηματία. Εάν συμφωνούσαν, έχει καλώς. Εάν όχι, θα πήγαιναν στα δικαστήρια. Η διαδικασία αυτή είχες σχέση με την εθελοντική προσφορά.
Εκτός της εθελοντικής προσφοράς υπήρχε και ο νομοθετημένος θεσμός των εκτιμητών για τις αγροτικές ζημίες. Ο θεσμός αυτός λειτουργούσε στην έδρα κάθε Ειρηνοδικείου με τον τίτλο «Εποπτικό Συμβούλιο Αγροφυλακής». Πρόεδρος ήταν ο Ειρηνοδίκης της περιοχής. Το Κοινοτικό Συμβούλιο έκανε πρόταση και το Εποπτικό Συμβούλιο Αγροφυλακής διόριζε τους πραγματογνώμονες-εκτιμητές που θα απόκοβαν τη ζημιά. Τι να εκτιμήσουν, τι να αποκόψουν και τι να δώσει ο ένας και να πάρει ο άλλος. «Αμούρες κατσαρές θα πάρ’ς», είπε κάποτε η θεια Ρίνα στον μπάρμπα Χρήστο. «Τον τζιόκο μ’ θα πάρ’ς». Και όταν την ρώτησαν γιατί έδωσε την αφοπλιστική απάντηση. «Δεν πήγαν το δ’κό μ’ το χωράφ’ στα δικά σ’ τα κατσίκια». Της είχε ανεβεί η πίεση στα ύψη και έλεγε άλλα αντί άλλων. Μετά από λίγες μέρες πέθανε η κακομοίρα. «Τη βάρεσε αστραπή» είπαν.
«Είχε φαρφατιάσ’ το πρόσωπό τ’ς. Όλο φωτιά. Κατακκόκιν’ ήταν». Δεν ήξεραν τότε ούτε πίεση και περισσότερο δεν υπήρχαν πιεσόμετρα κι ούτε αντιυπερτασικά χάπια.
Κάποτε στον μπάρμπα Νικόλα είχε δώσει ο γιατρός ένα κουτί αντιυπερτασικά χάπια. Αυτός σαν έκοψε επάνω για το βουνό, σταμάτησε στην Κρύα Βρύσ’ για να πιεί κρύο νεράκι. Έβγαλε και τα χάπια-ένα του είπε ο γιατρός να παίρνει την ημέρα- αλλά αυτός τα ήπιε όλα. Ρεκλιάστηκε. Τον βρήκαν εκεί ντίπ κούτσουρο καταής. Όταν συνήλθε, είπε. «Τι να μου έκανε εμένα ένα χάπ’. Σαν σπ’ρί από φακί ήταν. Χορταιν’ς μ’ αυτά; Τα ήπια όλα κατ’ αποκοπή και ησύχασα…».