19 Μαϊου Ημέρα ποντιακής μνήμης….
Γράφει η Κατερίνα Σχισμένου
19 Μαϊου ημέρα μνήμης της ποντιακής γενοκτονίας. Μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1915, οι Τούρκοι εθνικιστές υπό τον Μουσταφά Κεμάλ είχαν πλέον όλο το πεδίο ανοιχτό μπροστά τους για να εξολοθρεύσουν τους Ελληνοπόντιους.
19 Μαϊου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα του Πόντου, ξεκινώντας τον τουρκικό πόλεμο της ανεξαρτησίας. Η συγκεκριμένη ημερομηνία έχει ανακηρυχθεί ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο.Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, ξεπερνά τις 350.000 άτομα, ο αριθμός των Ποντίων που εξοντώθηκαν μέχρι και το τέλος του 1923. Άνθρωποι που χάθηκαν μέσα στους δρόμους της βίας και τους αίματος, ένας πολιτισμός όμως που συνεχίζει να επιβιώνει και να μας διδάσκει σοφά και ανεξίτηλα.
Τι; Μα το χαμένο μας φιλότιμο, μια λέξη αμετάφραστη σε οποιαδήποτε γλώσσα.Το χαμένο μας φιλότιμο που έχτισε πάνω στις στάχτες και δημιούργησε τα πάντα από την αρχή. Το αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο ένας άλλος πρόσφυγας, ο Γ. Ιωάννου στο κείμενό του «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»… « Κι όμως πόση συγκίνηση έχει να κοιτάζεις ή να συζητάς στα καφενεία και να διαισθάνεσαι τη δική σου ή μια άλλη πανάρχαια ράτσα. Ακούς εκείνες τις φωνές με τη ζεστή προφορά και σού ‘ρχεται ν’ αγκαλιάσεις. Ονόματα από σβησμένους τάχα λαούς και χώρες δειλιάζουν μέσα στο νου• μεθώ μονάχα και που τα λέω από μέσα μου, καθώς ολοένα βεβαιώνομαι.
Χαίρομαι να κοιτάζω τις αδρές και τίμιες φυσιογνωμίες τους, κι ανατριχιάζω βαθιά, όταν σκέφτομαι πώς αυτός πού μου μιλά είναι δικός μου άνθρωπος, της φυλής μου. Κάτι σα ζεστό κύμα με σκεπάζει ξαφνικά, θαρρείς και γύρισα επιτέλους. Δεν έχει σημασία που δε γνώρισα ποτέ αυτή την πατρίδα ή που δε γεννήθηκα καν εκεί. Το αίμα μου από κει μονάχα τραβάει• εκτός κι αν είναι αληθινό πώς ο άνθρωπος αποτελείται απ’ αυτά πού τρώει και πίνει, οπότε πράγματι είμαι από δω. Και πως εξηγείται τότε όλη αυτή ή λαχτάρα;…. Εγώ όμως από τώρα είμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς• στα έτοιμα και στα ενοικιασμένα. Συγκατοικώ με ανθρώπους πού αδιαφορούν τελείως για μένα, κι εγώ γι’ αυτούς. Ούτε μικροδιαφορές δεν υπάρχουν καν μεταξύ μας. Ο ένας αποφεύγει τον άλλο, όσο μπορεί.
Μα κι αν τύχει να σού μιλήσουνε, κρύβουν συνήθως τα πραγματικά τους στοιχεία σα να ‘ναι τίποτε κακοποιοί. Το ιδανικό, ή τελευταία λέξη τού πολιτισμού, είναι, λέει, να μη ξέρεις ούτε στη φάτσα το γείτονα σου. Πονηρά πράγματα βέβαια• προφάσεις πολιτισμού, για να διευκολύνονται οι αταξίες. Γι’ αυτό ζηλεύω αυτούς πού βρίσκονται στον τόπο τους, στα χωράφια τους, στους συγγενείς τους, στα πατρογονικά τους. Τουλάχιστο, ας ήμουν σ’ ένα προσφυγικό συνοικισμό με ανθρώπους της ράτσας μου τριγύρω.» Κι ας ψάξουμε για τις πηγές και τις χαμένες μας πατρίδες. Οι δικοί μας πρόσφυγες, στη Βίγλα, παρόντες και ενεργητικοί δεν ξεχνάνε και ούτε θα ξεχάσουν ποτέ γιατί η αγάπη της χαμένης πατρίδας τους πάντοτε θα σιγοκαίει στην καρδιά τους. Για ένα φιλότιμο…