Σε μια πόλη ξέχειλη απ΄ τους πρόσφυγες αλλά ακόμα ως επί το πλείστον σε συνθήκες ειρήνης , ή τουλάχιστον όχι σε ανοιχτά εμπόλεμη κατάσταση, ένας νεαρός συνάντησε μια κοπέλα σ΄ ένα μάθημα και δεν της μίλησε. Για μέρες πολλές. Τον λέγαν Σαϊντ και τη λέγανε Νάντια , κι αυτός είχε γενειάδα κι εκείνη ήταν πάντα ντυμένη απ΄ τα νύχια των ποδιών ως τη βάση της σφραγίτιδας με ένα ριχτό μαύρο φόρεμα.
Ο Σαϊντ πρόσεξε ότι η Νάντια είχε μια ελιά στον λαιμό. Λίγο αφότου πρόσεξε την ελιά ο Σαϊντ μίλησε στη Νάντια για πρώτη φορά. Γύρισε προς το μέρος της και είπε : «Άκου, θες να πιούμε έναν καφέ ,στην καφετέρια;». Η Νάντια τον κοίταξε στα μάτια . «Δεν έχεις να πεις τη βραδινή σου προσευχή;» ρώτησε. Ο Σαϊντ απάντησε . «Δεν τις λέω πάντα .Δυστυχώς. Νομίζω ότι είναι προσωπικό το θέμα. Ο καθένας μας έχει τον τρόπο του. Ή …τον τρόπο της. Κανείς δεν είναι τέλειος». Εκείνη τον διέκοψε. «Δεν προσεύχομαι» είπε. Έπειτα είπε : «Ίσως κάποια άλλη φορά».
Όταν εντέλει ο Σαϊντ κι η Νάντια πήγαν μαζί στην καφετέρια , μετά το επόμενο μάθημά τους , ο Σαϊντ τη ρώτησε για το συντηρητικό της μαύρο φόρεμα , που έκρυβε σχεδόν όλο της το σώμα. « Εφόσον δεν προσεύχεσαι » είπε, «γιατί το φοράς;». Εκείνη χαμογέλασε και του είπε «Για να μην κάνουν οι άντρες μαλακίες μαζί μου ».
Η Νάντια δούλευε σε μια ασφαλιστική εταιρεία. Ο Σαϊντ ήταν ένας ανεξάρτητος , ενήλικος άντρας, ανύπαντρος, με αξιοπρεπή δουλειά και καλή μόρφωση ,αλλά έμενε με τους γονείς του. Εργαζόταν σε ένα πρακτορείο που ειδικευόταν στην τοποθέτηση υπαίθριων διαφημίσεων.
Η πόλη τους παραδίδεται σιγά σιγά στη βία και οι γνώριμοι δρόμοι μετατρέπονται σε πεδίο μάχης. Η χώρα τους βρίσκεται στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου. Λόγω της έκρυθμης κατάστασης στην πόλη και οι δύο αναζητούσαν οδό διαφυγής. Ο Σαϊντ ήθελε απεγνωσμένα να εγκαταλείψουν την πόλη τους και τη χώρα τους.
Κυκλοφορούσαν φήμες για πόρτες που μπορούσαν να σε μεταφέρουν αλλού, συχνά σε μέρη μακρινά, πολύ μακριά απ΄ την παγίδα θανάτου που ΄ χε γίνει αυτή η χώρα .Ορισμένοι ισχυρίζονταν ότι ήξεραν κόσμο που ήξερε κάποιον που είχε περάσει από τέτοιες πόρτες. Οι περισσότεροι θεωρούσαν ότι οι φήμες αυτές ήταν ανοησίες , δεισιδαιμονίες των ανόητων. Αλλά οι περισσότεροι άρχισαν να κοιτάζουν τις πόρτες τους με λίγο αλλιώτικο ύφος μολαταύτα.
Η Νάντια κι ο Σαϊντ κουβέντιασαν κι αυτοί για τις εν λόγω φήμες και τις απέρριψαν. Όμως κάθε πρωί όταν ξυπνούσαν και οι δύο κοιτούσαν την εξώπορτά τους, τις πόρτες του μπάνιου , της ντουλάπας και της ταράτσας. Η καθεμιά απ΄ τις πόρτες τους , ιδωμένη έτσι με μιαν υποψία παράλογων πιθανοτήτων , γινόταν επιπλέον εν μέρει έμψυχη , ένα αντικείμενο με μια ανεπαίσθητη δύναμη να περιγελά, να περιγελά τους πόθους εκείνων που ποθούσαν να φύγουν μακριά , ψιθυρίζοντας σιωπηλά απ΄ το κούφωμά της ότι τέτοια όνειρα ήταν όνειρα ανόητων.
Τελικά εγκαταλείψανε τους συγγενείς τους , αφού πληρώσανε ένα πράκτορα ,για να τους μεταφέρει σε άλλη χώρα , μακριά απ΄ τον πόλεμο. Περάσανε και οι δύο μια… πόρτα , η οποία δεν αποκάλυπτε τι βρισκόταν στην άλλη πλευρά. Βρεθήκανε στην παραλία ενός ελληνικού νησιού , μετά φύγανε από εκεί μέσα από μια άλλη πόρτα διαφυγής , με τη βοήθεια ενός λαθρέμπορου ανθρώπων, για την Γερμανία, μετά πήγανε για το Λονδίνο και από εκεί καταλήξανε στη Νέα Υόρκη.
Αναζητούν μια καινούργια ζωή σ΄ έναν άγνωστο και αβέβαιο κόσμο, προσπαθώντας να μη χάσουν ο ένας τον άλλον, να μην χάσουν το παρελθόν τους και τον ίδιο τους τον εαυτό…
Ήταν και οι δυο μετανάστες μες στον χρόνο…
Ένα καλοκαίρι ο Σαϊντ κι η Νάντια χώριζαν σε ξέχωρες ζωές…
Σχεδόν κάθε σελίδα αυτού του βιβλίου αντανακλά τι σημαίνει να ζεις σε καιρό πολέμου –όχι μόνο το αίμα και τον καπνό από τους καθημερινούς βομβαρδισμούς , αλλά εκείνες τις πιο σιωπηλές παράπλευρες απώλειες που έρχονται σταδιακά.
Μια συγκινητική και τολμηρή ιστορία αγάπης.
Ο ΜΟΧΣΙΝ ΧΑΜΙΝΤ γεννήθηκε το 1971 στη Λαχώρη, στο Πακιστάν, και έζησε τα μισά του χρόνια εκεί και τα υπόλοιπα στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη και στην Καλιφόρνια. Έργα του έχουν μπει στις λίστες των ευπωλήτων, έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο και έχουν, στο σύνολό τους, μεταφραστεί σε τριάντα πέντε γλώσσες. Ήταν δύο φορές φιναλίστ για το βραβείο Man Booker καθώς και στη βραχεία λίστα τριάντα και πλέον βραβείων, αρκετά από τα οποία έχει αποσπάσει.
Εκδόσεις Ψυχογιός 2019 σελ. 255
(ΜΠΕΣΤ ΣΕΛΕΡ ΤΩΝ NEW YORK TIMES • ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 2018 ΤΩΝ LOS ANGELES TIMES • ΦΙΝΑΛΙΣΤ ΓΙΑ ΤΟ MAN BOOKER 2017 • ΣΤΑ 10 ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ 2017 ΓΙΑ ΤΟ NEW YORK TIMES BOOK REVIEW)