Ημέρα Μητρικής Γλώσσας
«Θα αδράξω το κασάρ’ και σε κλαδέψω»
Γράφει ο Χρήστος Τούμπουρος
Σήμερα, αναγκαστικά θα συνομιλήσω με τη γιαγιούλα. «Ημέρα Μητρικής Γλώσσας». Χρόνια Πολλά.
«Ακου να σ’ πω μωρέ λυκοσκιλσμένο. Δε θέλ’ πολύ σκέψ’ να τα βάλ’ καλά στ’ κούτρα τ’ ο κάθε χαζοκοιμ’σμένος; Τι περιμέν’ς από ‘δω και πέρα; Όπως τα καταφέραμεν, ας τα γευτούμε τώρα. Κάναμαν έναν τόπο να μην πω. Περκέτ’ αληθινό, απόπατο τον κάναμε».
Τόλμησα μόνο να της πω. «Εμείς, γιαγιά τι φταίμε; Άλλοι κυβερνούσαν τόσα χρόνια». Και τότε «ποιος είδε το θεό και δεν φοβήθηκε».
«Κάτσε μωρέ κρούνκο να σ’ πω, μην αδράξω το κασάρ’ και σε κλαδέψω. Άκου, μωρέ ζαλουταραμένο.
Ήμουνα μ’κρό παιδάκ’, όταν μ’ έπιασε σκωληκοειδήτης. Η θεια μου η Βασίλου που ήταν η γιατρός, λέμε τώρα, η ξεγενήστρα των τζουμέρκων, είπε στον πατέρα μου ότι είναι κομπιδιασμένο το έντερό μου και πρέπει οπωσδήποτε να με πάνε στα Γιάννινα, να το ξεκομπιδιάσουν. Μι φόρτωσαν στον Μπάλιο, το μ’λάρ’ του παπούλ’ σ’ και φύγαμαν για τα Γιάννινα.
Ο πατέρας μ’ κι ο αδελφός τ’, ο μπάρμπα Νίκος, Θεός σχωρέστ’ την ψ’χούλα τ’ς. Με το που ξεκινήσαμαν έπιασε μια βροχή, ένα κατραχούρ’, άλλο πράμα. Έχανες το θεό από μπροστά σου. Τι, να σ’ πω. Ώσπου να φτάσουμε στην Πλάκα είχε λασπώσ’ ο τόπος ούλος και ο «μπάλιος» δυσκολεύονταν να περπατήσ’. Οι άντρες, άστα να πάνε. Αυτοί κοίταγαν μόνο να φτάσουμε στα Γιάννινα, μη χάσουμε το παιδί, έλεγαν και ξανάλεγαν…»
-Και περάσατε γιαγιά την γέφυρα;
Είδα τα μάτια της να βγάζουν φωτιές.
«Αμ, τι κάναμε μωρέ ντιλνό. Περάσαμαν. Αυτό το διοφύρ’ που εμείς το σταφνίζαμαν κι εσείς το γκρεμίσατε. Και μη πεις κουβέντα μωρέ κρούνκο γιατί θα σε κλαδέψω αλήθεια με το κασάρ’. Δεν φτάν’ που το γκρεμίσατε, αλλά και αποπατάτε πάνω του. Ψέματα, αφ’σκόλογα και φιστούρες. Τι να φκιάξτ’ εσείς. Το φτιάξατε. Και πού το φτιάξατε; Εσείς τα καταγκρεμίσατε ούλα. Σας δώσαμαν τόπο λεύτερο και μας βάλατε δραγάτ’ τ’ς συμμάχους, όπως τους λέτε. Δεν είστε ικανοί να σιάξτε μια χεσιά τόπο, θα σιάξτε και την πατρίδα μας; Ναι, μωρέ για τ’ν πατρίδα σ’ κρένω, όχι γι’ αυτήν που τ’ν καταντήσατ’. Για τη λεβεντογέννα Ήπειρο που την απελευθέρωσαν παλικάρια. Όχι σαν εσάς, που είστε κουραδομηχανές.»
-Ντροπή, γιαγιά. Ντροπή.
«Ντροπή και γάνα στα μτσούνια σ’, μωρέ κούτσουρο μη σε ξετσιουαλιάσω. Τι ντροπή και τι πομπή. Άκου… Δεν τέλειωσα. Πήγαμαν στα Γιάννινα με σιάσαν οι γιατροί και σώθ’κα. Και μεγάλωσα κι έκανα φαμπλιά και για να πορέψω μια ζωή πότ’σα εγώ κι ούλοι μας με αίμα και ιδρώτα το Τζουμέρκο. Και τόχαν ούλ’ παράδειγμα. Να μη γίν’ αυτό πούγινε με την αφεντιά μ’. Είχε τύχη. “Θα λειτουργήσουν Κέντρα Υγείας. Άλλωστε η υγεία είναι δικαίωμα του λαού”. Αυτά μας τσαμπούναγαν. Και τι έχουμε τώρα; Παιδιά δεν υπάρχουν, γιατροί αμούντ, δάσκαλος γιοκ, παπάς στη χάσ’ και στη φέξ’ κι ούλο το χωριό ένα ρημαδιό. Αυτή είνι η κατάντια μας. Θάρθουν να μας πουν τίποτις; Μη κρέν’ς καθόλ’. Θα το πάρω το κασάρ’. Πριν πάρω το κασάρ’ θα πάρω τον φορτωτήρα και θα ζιοκιάσω .,.. ξέρ’ς εσύ ποιους…»
Δεν έβγαλα μιλιά… Το φοβάμαι το ζιόκιασμα. Δεν ξέρω όμως γιατί, χωρίς να το καταλάβω φώναξα.
Σε ευχαριστώ γιαγιούλα μου!!!