Στέλιος Μάινας: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Ο Στέλιος Μάινας γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου, μεγάλωσε όμως στον Βύρωνα. Σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων στα ΚΑΤΕΕ της Λάρισας, ενώ τελείωσε και τη Δραματική Σχολή Βεάκη. Εργάζεται ως ηθοποιός στο θέατρο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Το 2010 εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων του Τα φαινόμενα απατούν, από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Το μυθιστόρημά του Να θυμηθώ να παραγγείλω, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.
Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του μυθιστορήματος Να θυμηθώ να παραγγείλω;
Η γραφή δεν έχει αφετηρία• σκόρπιες ιδέες έχεις πάντα, και που φυσικά δεν πραγματώνονται, απλά κάποια στιγμή αισθάνεσαι ότι ωριμάζει η σκέψη σου και την αποτυπώνεις στο χαρτί. Η ιδέα μού δημιουργήθηκε από τις περιπτώσεις ευθανασίας γνωστών και φίλων, που συνέβησαν σε χώρες όπου η καθοδηγούμενη ευθανασία έχει επιτραπεί κάποια χρόνια τώρα.
Πόσος καιρός χρειάστηκε για να το γράψετε;
Δυστυχώς ή ευτυχώς, η συγγραφή, όπως άλλωστε και όλα τα πράγματα, αν θέλεις να τα κάνεις σοβαρά, απαιτούν αφιέρωση, χρόνο, συγκέντρωση. Ασκώντας ένα διαφορετικό επάγγελμα, χάνεις τη συνέχεια της αφήγησης, τον ειρμό, γι’ αυτό και κάθε φορά που επανέρχεσαι έχεις την υποχρέωση να ξαναβλέπεις το υλικό σου, για να βρεις τη σύνδεση. Πρέπει λοιπόν να ομολογήσω πως το υλικό μου υπήρξε χαοτικό. Ομολογώ ότι κάποια στιγμή με γοήτευσε αυτή η χαοτικότητα, προχωρώντας όμως το στιλ αποδείχτηκε το βαρίδι της αφήγησης. Και έτσι έπρεπε να καθαρίσω το κείμενό μου, πράγμα που έγινε πριν από την έκδοση.
Αυτή τη φορά γράφετε από την πλευρά της γυναίκας. Δεν είναι δύσκολο ένα τέτοιο εγχείρημα για έναν άντρα;
Το στοίχημα φυσικά δεν ξέρω αν το έχω κερδίσει, το εγχείρημα όμως πρέπει να πω ότι είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον. Πρώτα απ’ όλα γιατί έτσι είμαι απέναντι στην ηρωίδα μου, με καθαρή πιστεύω ματιά, και από την άλλη ασχολούμαι με έναν χαρακτήρα που αποτελεί συνδυασμό πολλών πραγματικών προσώπων που θαυμάζω και αγαπώ.
Η Άννα είναι μια γιατρός τελειομανής με τη δουλειά της. Δε δέχεται καμία παρέμβαση και νομίζει ότι μπορεί να τα αντιμετωπίσει και να τα ρυθμίσει όλα με την επιστήμη της. Αυτό ισχύει όμως στην πραγματικότητα;
Έχω αφήσει τις βεβαιότητες για τους πολύ νέους. Όσο μεγαλώνεις, αντιλαμβάνεσαι πως δεν υπάρχει καμία σταθερά στη ζωή, εκτός από το τέλος. Η ηρωίδα μου κάνει κι αυτή μια διαδρομή αυτογνωσίας, στη φυλακή έχει τον χρόνο και την απόλυτη συνθήκη για να δει τον εαυτό της όπως πραγματικά είναι.
Έχω αφήσει τις βεβαιότητες για τους πολύ νέους.
Κάποια στιγμή, νομίζει ότι βοηθώντας κάποια ασθενή να φύγει από τη ζωή γρηγορότερα θα κάνει κάτι καλό και δε θα παρατείνει τον πόνο. Πώς κρίνετε αυτή τη σκέψη της;
Η ηρωίδα μου είναι γιατρός. Δεν διάλεξα τυχαία αυτό το επάγγελμα. Εμπεριέχει τη φενάκη της θεϊκής υπόστασης. Άλλωστε, δεν είναι μακριά από τα αυτιά μας οι ικεσίες των συγγενών προς τον γιατρό: «Γιατρέ μου, εσύ κι ο Θεός». Είναι πάρα πολύ εύκολο για έναν γιατρό να πιστέψει πως βρίσκεται λίγο πάνω από τα ανθρώπινα, είναι κι αυτό ένα επακόλουθο του επαγγέλματος. Πώς αλλιώς μπορείς να διαχειριστείς τη ζωή ενός ανθρώπου; Η ηρωίδα μου λοιπόν παρασύρεται από την ιδέα της παρέμβασης περνώντας το όριο και βάζει το δίλημμα: «Ευεργέτης ή φονιάς;».
Ο πόνος της είναι μεγάλος όταν βλέπει τον φίλο της τον Αλέξανδρο στην εντατική. Τι την κάνει να απογοητεύεται ενώ είναι δίπλα του;
Ο θάνατος ενός φίλου είναι το τέλος της παιδικότητας, το τέλος της αθωότητας, το τέλος της νοσταλγίας. Όταν ήμασταν έφηβοι, είχαμε εκείνη την ανεπανάληπτη ψευδαίσθηση πως θα ζούσαμε για πάντα με τους φίλους μας. Στην κηδεία ενός φίλου θρηνούμε κι εμάς τους ίδιους, τότε μόνο καταλαβαίνουμε πόση προσπάθεια πρέπει να καταβάλουμε, για να διατηρήσουμε σαν ενήλικοι την αθωότητά μας.
Είναι ωραία, γοητευτική, αλλά ζει μοναχικά. Ώσπου έρχεται ο έρωτας. Θα την επηρεάσει;
Ο έρωτας είναι επαναπροσδιορισμός. Είναι η αδήριτος ανάγκη της ενσωμάτωσης στον άλλον. Της ταύτισής σου με το αγαπημένο πρόσωπο. Η Άννα στο πρόσωπο ενός αγγέλου βρίσκει τον εαυτό της. Ωριμάζει, άσχετα με την κατάληξη.
Η Άννα κατηγορείται για ευθανασία και, μέχρι να ερευνηθεί η υπόθεση, καταλήγει στη φυλακή. Με ποιον τρόπο πλάσατε τις σκηνές στη φυλακή;
Έψαξα και διάβασα άρθρα για τη φυλακή, ειδήσεις για τη φυλακή, είδα ταινίες για τη φυλακή, και φυσικά χρειάστηκε να προσθέσω και πολλή φαντασία.
Κι ενώ η αδελφή της, ο γαμπρός της και η ανιψιά της την επισκέπτονται στη φυλακή, μόνο ο Άγγελος την αποφεύγει. Για ποιο λόγο;
Ο Άγγελος ποτέ δεν συμβιβάζεται με το γεγονός πως η γυναίκα που ερωτεύτηκε είναι εγκληματίας. Αισθάνεται εξαπατημένος, παρασυρμένος, αισθάνεται ότι χρησιμοποιήθηκε από την αγαπημένη του. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ώριμοι να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις μιας σχέσης, και ο Άγγελος ακόμα λιγότερο.
Το βιβλίο έχει γραφτεί με κινηματογραφικό ρυθμό. Θα μπορούσε να μεταφερθεί και στη μικρή ή μεγάλη οθόνη;
Έχω εξοικειωθεί να σκέφτομαι με εικόνες και, λόγω επαγγέλματος, έχω μια ευκολία στο να συνδέω μεταξύ τους εικόνες που περιγράφουν καταστάσεις. Τώρα, όταν βάζεις τέλος σε μια ιστορία, ποτέ δεν είσαι σίγουρος τι μπορεί να γίνει, το σίγουρο είναι πως ό,τι κι αν είναι αυτό δεν πρέπει να το κάνεις εσύ.
www. diastixo.gr