«Καλά Νιάτα, καλά γεράματα» - Δημήτρη Τριαντακωνσταντή

Γράφει η Έφη Συγκέλλου, Επικ. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Πριν από μερικούς μήνες κυκλοφόρησε το βιβλίο του γεωπόνου-ερευνητή Δημήτρη Τριαντακωνσταντή με τον τίτλο «Καλά Νιάτα, καλά γεράματα». Δεν πρόκειται για ένα επιστημονικό έργο, ο συγγραφέας εξάλλου δραστηριοποιείται με επιτυχία σε ένα πεδίο έξω από τον χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών. Όμως, οι ανησυχίες, οι προβληματισμοί και οι σκέψεις του, όπως αποτυπώνονται σε αυτή την νέα λογοτεχνική του προσπάθεια, τον τοποθετούν στο επίκεντρο της εποχής του, του κοινωνικού του περίγυρου και της χώρας του και τον κατατάσσουν τελικά στον ευρύ κόσμο της λογοτεχνίας, που καθόλου δεν απέχει από αυτόν των ανθρωπιστικών μελετών. Από την άποψη αυτή, το έργο του Δημήτρη εισέρχεται δυναμικά στην σύγχρονη λογοτεχνική μας παραγωγή υπηρετώντας ειδικότερα τον δοκιμιακό λόγο και στοχασμό.

Το βιβλίο αυτό αφορά στην γεροντική ηλικία. Μάλιστα μοιάζει να αποτελεί έναν εξαιρετικό οδηγό χρήσης γι’ αυτήν την δύσκολη περίοδο της ζωής του ανθρώπου και στοχεύει στο να αναδείξει τις αναγκαίες εκείνες προϋποθέσεις για μια ποιοτική ζωή στην τρίτη ηλικία. Για τον σκοπό αυτό επικεντρώνεται στην μέση, τη μεταβατική δηλαδή προς τα γηρατειά περίοδο, όπου προσδιορίζονται οι συνθήκες και το τέλος του ανθρώπινου βίου. Η μέση ηλικία, σύμφωνα με τον συγγραφέα, μπορεί να αποτελέσει μια θαυμαστή ευκαιρία επαναπροσδιορισμού της στάσης του ανθρώπου απέναντι στη ζωή ώστε να γίνει ή «πηγή φωτός» ή «σημάδι σκότους». Γιατί, τα γηρατειά μπορούν πράγματι να λειτουργήσουν είτε ως «πλήρωση», είτε ως «αβάστακτο κενό».

Έτσι, ο θεματικός άξονας του βιβλίου ορίζεται α) από τους παράγοντες που επιδρούν στην ποιότητα της γεροντικής ηλικίας και β) από τα χαρακτηριστικά της. Αυτά αναλύονται λεπτομερώς μέσα από το πρίσμα της σύγχρονης κοινωνικής ζωής, και ιδιαίτερα μέσα από τις αρχές, τις αντιλήψεις ακόμη και τα στερεότυπά της, παραδίδοντας στον αναγνώστη ένα μάθημα αυτογνωσίας ώστε να επαναξιολογήσει τα δεδομένα και πεπραγμένα της ζωής του και να επανεξετάσει τις αξίες και τις επιδιώξεις του.

Η ανάληψη ευθυνών, ο αυτοπροσδιορισμός σε σχέση με το κοινωνικό περιβάλλον και η επανεξέταση των οικογενειακών, των προσωπικών και των επαγγελματικών σχέσεων, η άρση του εγωκεντρισμού και η ανάγκη ουσιαστικής επικοινωνίας, η απομάκρυνση από παραδομένα και εσφαλμένα σχήματα κοινωνικής συμπεριφοράς και η προσαρμοστικότητα απέναντι στις προκλήσεις του σύγχρονου τρόπου ζωής, όλα αυτά στοιχειοθετούν για τον συγγραφέα, δομικά χαρακτηριστικά όχι μόνον της νεανικής και ασφαλώς της μέσης ηλικίας, αλλά και της κοινωνικής συγκρότησης εν γένει. Συνεπώς, τόσο οι παράγοντες που επηρεάζουν την ποιότητα της τρίτης ηλικίας, όσο και τα χαρακτηριστικά της συνδέονται άρρηκτα με τον τρόπο οργάνωσης της σημερινής κοινωνίας και τον τρόπο λειτουργίας, ατομικά και συλλογικά, των μελών της.

Ο συγγραφέας αναλύει τη σημασία που έχει η οικογένεια για την υγιή ανάπτυξη της προσωπικότητας και εστιάζει στον ρόλο των γονέων παρουσιάζοντας με έναν έντονο ρεαλισμό την συμπεριφορά και την στάση τους, όπως αυτά διαγράφονται εν πολλοίς στο σημερινό μέσο ελληνικό νοικοκυριό. Η ανατροφή ενός εγωκεντρικού παιδιού μέσα από την συνεχή τροφοδότηση με αγαθά και προσόντα που καταλήγουν να είναι πλασματικά στον κοινωνικό στίβο, η αφαίρεση πρωτοβουλιών με την παροχή έτοιμων λύσεων, το σύνδρομο του «ευνουχισμού» του γιου από τη μητέρα, όπως και κάθε «οιδιπόδειο» που στερεί από τα παιδιά την ανάπτυξη της αυτοβουλίας και της προσωπικής επιλογής, η μειωμένη αυτοπεποίθηση που παρουσιάζει μεγάλο μέρος των νέων ανθρώπων της εποχής μας και μαρτυρεί την χρεωκοπία των προσωπικών και κοινωνικών σχέσεων, είναι φαινόμενα αρνητικά για την εξέλιξη της οικογένειας, που αποτελεί παραδοσιακά το κύτταρο της κοινωνίας. Είναι εξίσου αρνητικά για τις οικογενειακές σχέσεις, αφού κλονίζεται ο γονεϊκός ρόλος, ο οποίος, αν και θετικός ως προς την ουσία του, μπορεί να αποβεί «παιδοκτονικός» ως προς το αποτέλεσμά του.

Η παραδοχή αυτή, που τόσο έντονα προβάλλεται από τον συγγραφέα, είναι σημαντική για να προβληματίσει τους ανθρώπους της μέσης ηλικίας που είναι ως επί το πλείστον γονείς και θα μπορούσαν στη φάση αυτή να ξαναδούν τον εαυτό τους, τον ρόλο τους και τη θέση τους στον περίγυρο με σκοπό να κατοχυρώσουν την «πλήρωση» που έρχεται με τα γηρατειά και να μην τα βιώσουν ως «κενό». Μέσα στο πλαίσιο αυτό είναι ανάγκη να ξαναδούμε όλοι, νεώτεροι και γηραιότεροι, την έννοια της ευθύνης ως της ουσιωδέστερης ατομικής, οικογενειακής και κοινωνικής αξίας. Η έλλειψή της είναι αυτή που οδήγησε την ελληνική κοινωνία σε ένα παρατεταμένο στάδιο ανηλικιότητας, όπου γονείς και παππούδες εναλλάσσουν τους ίδιους ρόλους σε ένα φαύλο κύκλο υπερπροστατευτικότητας, ψευδαισθήσεων και αποποίησης των τυχόν λανθασμένων επιλογών.

Εκτός από το οικογενειακό περιβάλλον, η επαγγελματική σταδιοδρομία αποτελεί, για τον συγγραφέα, έναν ακόμη παράγοντα για καλά γεράματα. Η επαγγελματική ολοκλήρωση έρχεται μέσα από την εκπλήρωση των αντίστοιχων φιλοδοξιών και όχι μέσα από αέναο αγώνα μιας επαγγελματικής καταξίωσης, που ταυτίζεται με την κοινωνική. Μάλιστα η καταξίωση αυτή δεν είναι μόνο αποτέλεσμα παραδεδομένων κοινωνικών συμβάσεων, αλλά προκύπτει και από το ίδιο το οικογενειακό περιβάλλον, που ορίζει τις ανεκπλήρωτες επιδιώξεις των γονέων. Έτσι, «κακοί γιατροί, κακοί δικηγόροι και κακοί αρχιτέκτονες μπορεί να κρύβουν μέσα τους ένα μοναδικό ταλέντο υδραυλικού, κομμωτή ή φαναρτζή. Τα τελευταία όμως είναι τόσο υποτιμητικά που δεν τολμά ούτε το παιδί να ξεστομίσει». Πόση αλήθεια έχουν τα λόγια αυτά! Ας αναλογιστούμε μόνον πως η αντίληψη αυτή που παγιώθηκε σταδιακά τα τελευταία 40 χρόνια στην κοινωνία μας, ανέστειλε την ανάπτυξη της τεχνικής εκπαίδευσης στην χώρα μας δημιουργώντας μια νέα κοινωνική ανάγκη, η οποία επέβαλε την πανεπιστημιακή εκπαίδευση ως τη μόνη οδό προς την επαγγελματική και κοινωνική καταξίωση!

Πάντως η αναζήτηση επαγγελματικής καταξίωσης αυτού του είδους στην μέση ηλικία, μπορεί να δημιουργήσει υπαρξιακά αδιέξοδα. Η λύση βρίσκεται, σύμφωνα με τον συγγραφέα, στην εύρεση των αληθινών αξιών που γεμίζουν τη ζωή μας και την αναγνώριση των προσωπικών μας αναγκών, κυρίως εκείνων που σχετίζονται με τις επαγγελματικές μας φιλοδοξίες. Η αναθεώρηση των νεανικών μας προσδοκιών κρίνεται σχεδόν επιβεβλημένη, προκειμένου να μετριάσουμε τον εγωισμό που εκκινεί τις φιλοδοξίες και μας ωθεί στην αναζήτηση της ευτυχίας στο πεδίο της επαγγελματικής επιτυχίας. Με αυτόν τον τρόπο, όταν εισέλθουμε στο κατώφλι της τρίτης ηλικίας, θα αποφύγουμε να ηρωοποιούμε τα κατορθώματα της επαγγελματικής μας ζωής και να μοιάζουμε σχεδόν «γραφικοί» τόσο στα μάτια του συγγραφέα, όσο και στα δικά μας, δηλαδή των αναγνωστών.

Μια τελευταία αλλά ιδιαίτερα σημαντική προϋπόθεση για καλά γεράματα, κατά την άποψη του συγγραφέα, είναι οι κοινωνικές σχέσεις. Ο έρωτας, η φιλία, ο συζυγικός βίος και οι επαγγελματικές σχέσεις βρίσκονται στο επίκεντρο της σκέψης του και περιγράφονται μέσα από παραδείγματα της καθημερινής ζωής. Όλες αυτές οι σχέσεις συναντώνται στις λέξεις «συγχώρηση» και «αποδοχή». Ο σεβασμός στον συνάνθρωπο και στις επιλογές του, η κατανόηση της αξίας της συντροφικότητας, η άρση του εγωκεντρισμού και της αλαζονείας, η εκμάθηση της συνεργατικότητας είναι πράγματι δεξιότητα η αρετή αυτή! – μπορούν να γίνουν τα κύρια μέσα για την ανάπτυξη υγιών κοινωνικών σχέσεων.

Βέβαια, και στο πεδίο αυτό, οι οικογενειακές σχέσεις λειτουργούν καθοριστικά για τη συγκρότηση του νέου ατόμου. Όταν για παράδειγμα οι γονείς μεταφέροντας τις δικές τους ανασφάλειες, κατευθύνουν το παιδί τους σε λάθος επιλογές ή όταν παρατείνουν μια προβληματική συζυγική σχέση, πλήττουν το μέλλον της νέας γενιάς. Για άλλη μια φορά ο γονεϊκός ρόλος προσδιορίζεται ως μεγάλη ευθύνη, καθώς η παραδοχή των λαθών και η αυτοσυνειδησία προκρίνονται, από τον συγγραφέα, ως τα καταλληλότερα εργαλεία για την ομαλή λειτουργία των σχέσεων αυτών.

Εξάλλου, η αυτογνωσία, μια αρετή που επαινείται τόσο πολύ στο βιβλίο αυτό είναι το θεμέλιο των κοινωνικών σχέσεων. Χωρίς αυτήν καμία προσωπική, οικογενειακή ή επαγγελματική επαφή δεν μπορεί να είναι ισορροπημένη και ολοκληρωμένη. Ούτε μπορεί να έχει θετική επίδραση στα γηρατειά, αφού «καλά γεράματα μπορεί να έχει μόνο αυτός που έχει αναπτύξει την κοινωνικότητά του και μπορεί να μοιράζεται, να κοινωνεί», όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας. Το «μοίρασμα», λοιπόν, προϋποθέτει ένα σύνολο αξιών, όπως αυτογνωσία, παραδοχή, αποδοχή, συγχώρηση, μετανόηση και αλληλοκατανόηση.
Είναι οι ίδιες αξίες που διέπουν έναν ανθρωπιστικό τρόπο προσέγγισης της ζωής, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί από την χριστιανική μας παράδοση και την κλασσική μας παιδεία και κουλτούρα. Αυτές όμως έχουν χαθεί μέσα στο πλαίσιο του ευδαιμονισμού, της αμετροέπειας και του πολιτικού αμοραλισμού που επέφεραν την κρίση των κοινωνικών σχέσεων και την κρίση των αξιών που βιώνει σήμερα έντονα και με αφορμή κυρίως την οικονομική κρίση, ο τόπος μας. Ο συγγραφέας ορθά επισημαίνει την έκπτωση των αξιών συχνά μέσα από την παράλληλη έκπτωση των θεσμών, από την οποία διαμορφώθηκε μια στρεβλή εικόνα του ρόλου και της λειτουργίας της πολιτείας (του κράτους) και των μελών της ως πολιτών και ως κοινωνικών όντων. Η έλλειψη μιας συλλογικής, ακόμη και εθνικής αυτοσυνειδησίας επιτείνει, δυστυχώς, την παρακμή, ενώ δεν διευκολύνει με κανένα τρόπο ούτε τα καλά γεράματα, ούτε και τα καλά νιάτα!

Ο συγγραφέας, έχοντας αναλύσει με ρεαλισμό και πειθώ τους παράγοντες, που επηρεάζουν την ποιότητα ζωής του ηλικιωμένου ανθρώπου, προχωρά στη συνέχεια στα χαρακτηριστικά των καλών γηρατειών. Σε αυτά συγκαταλέγονται η σοφία, η αποδοχή της διαφορετικότητας, η φυσική κατάσταση, η αίσθηση του χιούμορ, η αυτοπραγμάτωση και η πίστη στις μελλοντικές γενιές. Πρόκειται για τα στοιχεία εκείνα που εξασφαλίζουν στους ηλικιωμένους μια περίοδο γόνιμη και ευεργετική τόσο για τους ίδιους, όσο και για τους νεώτερους που τους περιβάλλουν.

Έτσι, η σοφία ταυτίζεται με την αυτογνωσία και την αποδοχή, ενώ συνδέεται άρρηκτα με την αξία που έχει η ικανότητα του ηλικιωμένου να ακούει τους άλλους. Μόνον έτσι δεν θα προσκολλάται στο παρελθόν με τρόπο που να μην μπορεί να διαχειριστεί το παρόν. Και επειδή, όπως σχεδόν ωμά διατυπώνει ο συγγραφέας ότι στα γεράματα «μέλλον δεν υπάρχει», είναι ανάγκη να υπάρξει μια συνεχής αναθεώρηση, η οποία θα συμβάλει στην άρση τυχόν αγκυλώσεων του παρελθόντος, στην αυτοβελτίωση και την αρμονικότερη συμβίωση με τον κοινωνικό περίγυρο. Επιπλέον, είναι δυνατό να αποφευχθεί η τυχόν απογοήτευση ή μελαγχολία, συναισθήματα που συνοδεύουν συνήθως τα γεράματα και οδηγούν αρκετές φορές σε ψυχικές νόσους.

Σε αυτή την κατεύθυνση μπορεί να συμβάλει ασφαλώς και η αποδοχή του άλλου, η οποία προϋποθέτει όμως την αποδοχή του εαυτού μας. Πρόκειται ίσως για την βασικότερη αιτία της δυσλειτουργικότητας που παρουσιάζουν οι ανθρώπινες σχέσεις στις μέρες μας. Μέσα σε ένα περιβάλλον όπου η υποκρισία περισσεύει και η σύγχυση κυριαρχεί, είναι σχεδόν αδύνατο να αναγνωρίσει κανείς τις πραγματικές του ανάγκες, να μάθει και να αγαπήσει τον εαυτό του και συνεπώς, τους άλλους. Ο συγγραφέας επισημαίνει την αδυναμία που παρουσιάζουν οι πάσης φύσεως ταγοί να διευκολύνουν την αλληλοκατανόηση, υποστηρίζοντας και την κοινωνική συνοχή.

Επανερχόμενοι στα καλά γεράματα, σύμφωνα με τον συγγραφέα, η κατάσταση της σωματικής υγείας κρίνεται ουσιώδης. Ίσως περισσότερο σημαντική είναι η στάση που παρουσιάζει ο ηλικιωμένος απέναντι στην ασθένεια, αν δηλαδή θα υπομείνει, έχοντάς την αποδεχθεί, ή αν θα μεμψιμοιρεί. Και αυτή, είναι το αποτέλεσμα του κατά πόσον έχουμε «δουλέψει» με τον εαυτό μας στην μέση ηλικία. Παρόλα αυτά, η φράση του Ιπποκράτη «το μεν γήρας κωλύσαι αδύνατον, επισχείν δε το τάχος αυτού δυνατόν», παραμένει μια αληθινή διαπίστωση.

Εκτός από την καλή σωματική κατάσταση, είναι χρήσιμο οι ηλικιωμένοι να αισιοδοξούν, να χαμογελούν και να αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες με χιούμορ και, αν μπορούν, και με αυτοσαρκασμό. Βέβαια και τα στοιχεία αυτά παραπέμπουν στην μέση ηλικία, αφού τότε μπορούν να αναπτυχθούν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα συνοδεύουν τους μεσήλικες στην επόμενη φάση της ζωής τους. Η προσαρμοστικότητα και η αποδοχή των δυσκολιών ως μέσων αυτοβελτίωσης και προσωπικής προόδου, μπορούν να λειτουργήσουν θεραπευτικά στην τρίτη ηλικία.
Την ίδια λειτουργία, βέβαια, επιτελεί και η αυτοπραγμάτωση. Η αίσθηση της πληρότητας που μπορεί να έχουν οι ηλικιωμένοι είναι το ισχυρότερο όπλο έναντι των δυσκολιών που παρουσιάζει η ηλικία αυτή. Με την αυτοπραγμάτωση επιτυγχάνεται η αρμονική συνύπαρξη με τον κοινωνικό περίγυρο, καθώς οι ηλικιωμένοι μοιράζονται τις αξίες της αγάπης, της κατανόησης, της αλληλεγγύης, αλλά και της προσωπικής ευθύνης με τους γύρω τους. Έτσι, καταφέρνουν όχι μόνον να νιώθουν, αλλά και να είναι χρήσιμοι, ενεργά μέλη της κοινωνίας και όχι απομακρυσμένοι θεατές της.

Ιδιαίτερα σημαντική είναι για τον συγγραφέα η επένδυση στις μελλοντικές γενιές ως χαρακτηριστικό των καλών γηρατειών. Όμως, επένδυση στις μελλοντικές γενιές σημαίνει άρση του εγωισμού και ατομικισμού, αγάπη για τη νέα γενιά συνολικά και όχι επιλεκτικά για τους οικείους απογόνους, γνήσιο ενδιαφέρον για το μέλλον του φυσικού περιβάλλοντος και του πλανήτη που θα φιλοξενήσει τη γενιά αυτή, και αλλαγή της νοοτροπίας περί επιδίωξης του εφήμερου. Μάλιστα, η νοοτροπία αυτή που έχει γίνει αναπόσπαστο μέρος της σύγχρονης κουλτούρας μας, καθώς διέπει σχεδόν κάθε πτυχή του κοινωνικού βίου, από τον τρόπο σκέψης μέχρι και τον τρόπο οργάνωσης του κράτους, θέτει εν αμφιβόλω το μέλλον των νέων ανθρώπων. Είναι βέβαια και αυτή απότοκος του υφιστάμενου τρόπου λειτουργίας της κοινωνίας μας, από την οποία απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό ο σεβασμός και η αγάπη προς τον ίδιο μας τον εαυτό.

Ο συγγραφέας, είναι φανερό ότι γράφοντας για τα γηρατειά διαπιστώνει πολλές στρεβλώσεις στην σημερινή κοινωνία. Και δεν διστάζει να τις καυτηριάσει καθιστώντας τόσο την τρίτη, όσο και τη μέση ηλικία υπεύθυνες γι’ αυτές. Η κρίση που διέρχονται σήμερα οι ανθρώπινες σχέσεις είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα συγκεκριμένων επιλογών, προσωπικών αλλά και πολιτικών, οι οποίες αλλοίωσαν τον χαρακτήρα και τον προσανατολισμό της ελληνικής κοινωνίας.

Ο συγγραφέας, μεταφέροντας τις ανησυχίες του μέσα από ένα πλέγμα πολιτικών θέσεων και προσωπικών εμπειριών και με έντονη την επίδραση στην σκέψη του της χριστιανικής κοσμοαντίληψης, όπως διαφαίνεται από τις πυκνές αναγωγές στα κηρύγματα και τις παραβολές (βλ. παραρτήματα), προχωρά σε συγκεκριμένες προτάσεις που έχουν έναν κοινό παρανομαστή: την αυτογνωσία ως όχημα αυτοσυνειδησίας, αυτοβελτίωσης και αυτοπραγμάτωσης. Στο σημείο αυτό, εμείς οι δάσκαλοι πρωτίστως, οι γονείς, όπως και οι εμπλεκόμενοι φορείς (εκπαιδευτικοί, θρησκευτικοί, κ.ά) έχουμε, όλοι, μια βαριά αποστολή.

Ολοκληρώνοντας την παρουσίαση αυτή, δεν μπορεί να μη γίνει αναφορά στον τρόπο αφήγησης του συγγραφέα. Ο Δημήτρης γράφει απλά, άνετα και αβίαστα. Το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί είναι λιτό, κατανοητό και αληθινό. Ο λόγος του είναι ασφαλώς στοχαστικός και, ενώ γράφει για τους ηλικιωμένους, απευθύνεται τελικά σε όλους. Έτσι, πετυχαίνει να μας δώσει ένα κείμενο, το οποίο μέσα από τους προβληματισμούς που θα δημιουργήσει, θα ενώσει τελικά κάθε γενιά.
Αξίζει συγχαρητήρια!

(*) Η παρουσίαση αυτή έγινε στην Πάλαιρο στις 27 Δεκεμβρίου 2018 σε εκδήλωση του Εικαστικού Πολιτιστικού Συλλόγου Παλαίρου «Χρώματα» υπό την αιγίδα του Κέντρου Κοινωνικής Μέριμνας & Ανάπτυξης του Δήμου Ακτίου Βόνιτσας.
-Εκδόσεις Αιτωλοακαρνανικός Τύπος, Αθήνα 2018