Χριστουγεννιάτικο διήγημα

Καλή πατρίδα

Του Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη

Από το παράθυρο έβλεπε ένα μικρό μέρος της πόλης που είχε ασπρίσει από το πολύ χιόνι. Νιφάδες χιονιού στροβίλιζαν και απλώνονταν σε όλα τα μέρη του ορίζοντα. Ο ουρανός είχε ανοίξει διάπλατα τα εσώψυχά του και στόλιζε με τις πινελιές ότι συναντούσε στο διάβα του. Μια ευφορία του ανέβασε την διάθεση και τον έκανε να γελάσει από ευχαρίστηση. Χρόνια σκεφτόταν αυτό το ταξίδι. Να πάει στην Ελλάδα που του έλειπε τόσο πολύ. Πάντα σχεδίαζε να επιστρέψει έστω και για λίγες ημέρες. Είχε φύγει μικρός μετά το στρατό και διάβηκε το δρόμο της ξενιτιάς. Το όνειρο να βρει δουλειά και να ζήσει σαν άνθρωπος τον έφερε στην Αμερική. Η αφίσα που διάβασε τα περιλάμβανε όλα. Δουλειά , σπίτι καθαρό και μια νέα πατρίδα, που θα τον περιέθαλπε από την φτώχεια. Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα και τα επόμενα καλύτερα. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει και το μόνο που του έμεινε ήταν το ταξίδι της επιστροφής. Ήθελε να δει τη μάνα του που είχε μεγαλώσει τις έγραφε γράμματα και του έλειπε πολύ. Ήθελε μετά από είκοσι χρόνια να της κάνει έκπληξη, να την συναντήσει, τα Χριστούγεννα και να τον σφίξει στην αγκαλιά της.

Έβγαλε από την τσέπη του το εισιτήριο. Το κοίταξε για λίγο και τον έπιασαν τα δάκρυα. Μετά από τόσα χρόνια θα πετούσε με το αεροπλάνο για να πάει στην πατρίδα. Διάλεξε τις επόμενες μέρες που είχανε Χριστούγεννα. Θα έλειπε δέκα ημέρες και θα έκανε αυτό που το ήθελε μέσα από την ψυχή του τόσα χρόνια. Είχε ετοιμάσει τα πράγματά του και κάλεσε στο σπίτι του τους πιο καλούς φίλους . Όλοι σήκωσαν τα ποτήρια και του ευχήθηκαν:
-Καλή , πατρίδα , Διονύση.

Εκείνη τη νύχτα ήπιε πολύ, παραπάνω από το κανονικό. Το ένιωσε από το κεφάλι που τον πόνεσε μετά το τραπέζι και από το στομάχι του. Προτού κοιμηθεί έφτιαξε πάλι τα πράγματά του και έβαλε την βαλίτσα δίπλα στο κρεβάτι του. Φόρεσε τις πιτζάμες και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο ταβάνι του σπιτιού. Έβλεπε τη μάνα του και τους φίλους στο χωριό. Οι εικόνες διαδέχονταν η μία την άλλη. Ο ύπνος τον πήρε το πρωί. Δεν μπορούσε όμως να ανοίξει τα μάτια του. Μετά από λίγες ώρες, ένας φίλος χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Δεν άκουσε τίποτε. Ξαναήρθε πάλι το βράδυ και χτύπησε το κουδούνι και μετά τη πόρτα. Τον έπιασε μια ανησυχία και ρώτησε τον διπλανό γείτονα αν είχε δει τον Διονύση. Εκείνος , απάντησε αρνητικά και του πρότεινε να παραβιάσουν την κλειδαριά της πόρτας για να δουν τι συμβαίνει. Πήγε μέσα στο σπίτι και γύρισε με ένα εργαλείο. Το κρατούσε στο χέρι. Ήταν ένα μακρύ κατσαβίδι. Με το κατσαβίδι άνοιξε την πόρτα. Πήγαν στην κρεβατοκάμαρα του Διονύση και έβαλαν την παλάμη τους στο στόμα. Ο Διονύσης είχε φύγει.

Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός. Η γειτονιά και οι φίλοι του μάζεψαν χρήματα, για την ταφή και κανόνισαν να σταλεί η σορός του στο χωριό, στην Ελλάδα. Μέσα στο ξύλινο φέρετρο έβαλαν λίγα λουλούδια. Ακόμη σε μια σελίδα έγραψαν με κεφαλαία γράμματα:
«ΚΑΛΗ , ΠΑΤΡΙΔΑ,
ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΦΙΛΕ».