(Πρόκειται για ένα σημείωμα του Χάρη Ζάχου που αναφέρεται στο φίλο του, το Θόδωρο Γραμματικόπουλο που μας «έφυγε» τόσο αναπάντεχα. Δημοσιεύθηκε στο βιβλίο μου «Το Γυμνάσιο Αγνάντων ο Πνευματικός Φάρος των Τζουμέρκων» 2010. Στη μνήμη του Θόδωρου)
Γράφει ο Χρήστος Τούμπουρος
Οι μεγάλοι κουβαλούν μέσα τους, το παιδί που…κάποτε ήταν!!!
Σεπτέμβριος 195…Καινούριος Αγρονόμος στο χωριό. Από τη Φιλιππιάδα ήταν, πού να ‘ξερα εγώ, πού ήταν η Φιλιππιάδα.
Αγιασμός στο Σχολείο –αλήθεια κάναμε-, έτσι θέλω να πιστεύω. Δυο άγνωστα πρόσωπα στην αυλή του Σχολείου, του Σχολείου με τα μεγάλα παράθυρα και τη μεγάλη κεντρική πόρτα. Για να μπεις στην αίθουσα ανέβαινες μια σειρά σκαλοπάτια. Αυτές οι πέτρες και τι δεν έχουν να θυμηθούν!
Ήταν τα καλοκαιρινά μας παγκάκια. Ήταν το τραπέζι που στρώνανε την πετσετούλα τους οι «ξεχωρίτες» μαθητές, το μεσημέρι, για το φαγητό τουθς.
Ας έρθουμε, όμως, και στα δύο άγνωστα πρόσωπα. Στα παιδιά του αγρονόμου. Ο ένας μεγάλος με γαλανά μάτια, μαύραμαλλιά, ωραίο πρόσωπο, όμορφο χαμόγελο και αρκετά ζωηρούλης. Ο άλλος στην ηλικία μου, αδυνατούλης, μάτια που έβγαζαν σπίθες, στρογγυλό πρόσωπο και μελαχρινούλης, είχε και μια βουλίτσα στο μάγουλο. Τον κοίταζα, τον κοίταζα και νόμιζα ότι σε κάτι του έμοιαζα. Στο χρώμα, στη σπιρτάδα, στην ανεμελιά. Κάτι άναψε μέσα μου. Ο πατέρας του ήταν αγρονόμος, ο δικός μου επαιζε βιολί, στους γάμους και τα πανηγύρια. Τραγουδούσε κιόλας. Μοιάζουν αυτά τα δυο. Αυτός είχε, εγώ τι να είχα. Τον φώναζαν Θόδωρο. Καθίσαμε στο ίδιο θρανίο. Μού ‘δινε μολύβια, γόμες, τετράδια. Με πήρε και στο σπίτι του κι όταν είδα ότι ο πατέρας του έπαιζε ακορντεόν, τότε διπλοχάρηκα.
Το διάλειμμα ο Θόδωρος είχε μια συνήθεια. Όλο έτρεχε γύρω γύρω από το Σχολείο. Έπρεπε και εγώ να τον ακολουθήσω. Ο Θόδωρος πήγαινε μπροστά, γιατί είχε καλά παπούτσια. Εγώ από πίσω, γιατί τα παπούτσια μου ήταν λαστιχένια, πότε μεγάλο νούμερο, πότε μικρότερο. Είτε το ένα, είτε το άλλο, τα πόδια μου πληγιάζανε. Έπρεπε, όμως, να τον ακολουθήσω., γιατί ήταν ο φίλος μου ο Θόδωρος, ο «ταμπέλας».
«Ταμπέλας». Δεν του το κολλήσαμε εμείς αυτό το παρατσούκλι. Το έφερε από την Φιλιππιάδα. Είχε τη συνήθεια να μαθαίνει όλες τις ταμπέλες των καταστημάτων απέξω. Ο Θόδωρος χάθηκε και έμεινε ο «ταμπέλας».
Είχαμε και συνθηματικό σφύριγμα, για να βλεπόμαστε. Η μάνα του δεν τον άφηνε, τον προόριζε για…αγρονόμο. Με βοηθούσε στα μαθήματα, αλλά δεν έγραφε ωραία γράμματα, κι όλο τον παρατηρούσε ο δάσκαλός μας, ο Κώστας Βρόντος. Πολλές φορές μού δάνειζε τα παπούτσια του, για να τρέχω κι εγώ γρήγορα. Τι αλαφριά που ήταν! Πετούσαν τα πόδια μου κι έλεγα μέσα μου: Αγρονόμος είναι οπ πατέρας του.
Μαζί, λοιπόν, στο Σχολείο, μαζί στα λαγκάδια, να τιμωρούμε τα μπακακάκια, μαζί στις ανηφόρες, στονΆι Χριστόφορο, να κυνηγάμε τα πουλιά με τις σφενδόνες.
Μια φορά η δική μου πέτρα τον χτύπησε στο κεφάλι. Το αίμα «τσαμπούνα». Να κλαίει ο «ταμπέλας», να κλαίω και εγώ, άντε να σταματήσουμε το αίμα.
Το όνειρό μας ήταν να ανεβούμε στην κορυφή στα Τζουμέρκα. Ακούγαμε τους μεγάλους ότι βλέπανε από εκεί ψηλά τα Γιάννινα με τη λίμνη. Τα ποδαράκια μας δεν άντεχαν τόσο μεγάλη διαδρομή και μάλιστα ανηφορική.
Δυο παιδάκια, δυο μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Αγνάντων, δυο φίλοι αχώριστοι. Να, όμως που όλα τελειώνουν! Πήρε μετάθεση ο πατέρας του και έπρεπε ο «ταμπέλας» να φύγει. Δεν άντεχα να τον χαιρετήσω. Από μακριά έβλεπα που φόρτωναν τα πράγματα. Στενοχωρήθηκα πολύ, πάρα πολύ! Πήγα μέσα στα καλαμπόκια, να μη με βλέπουν, κι έσκουζα, έσκουζα για τον φίλο μου, τον «ταμπέλα».
Μέσα μου έμεινε άσβεστη η φιλία τη παιδικής ηλικίας. Έλεγα ότι κάποτε θα τον συναντήσω. Και τον συνάντησα.
Μαέστρος ο Θόδωρος, χωρίς μαλλιά στο κεφάλι, να φαίνεται ξεκάθαρα το σημάδι από την πέτρα και η βουλίτσα στο μάγουλο.
Δεν έγινε Αγρονόμος. Μουσικός αυτός, βιολίστας ο γιος του, καθηγήτρια μουσικής η κόρη του.
Το όνειρό του, το έκανε πραγματικότητα μετά από πολλά χρόνια. Ανέβηκε στην κορυφή στα Τζουμέρκα και είδε τα Γιάννινα με τη λίμνη.
Δυο φίλοι αχώριστοι συναντώνται αθόρυβα στο χωριό, έστω και μια βραδιά!!!
Δυο φίλοι, δυο παιδιά, δυο ψυχές κολλημένες, Χρόνια τώρα. Εκεί. Στ Δημοτικό Σχολείο Αγνάντων…