ΑΙΧΜΑΛΩΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ (προμηθείς και επιμηθείς)

Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου

…Οιοί είσιν οίς θέλουσιν άρέσκειν, και δι’ οία τα περιγινόμενα
και δι΄οιών ενεργειών…
(…Αναλογίσου σε τι ανθρώπους θέλουν να γίνονται αρεστοί,
για ποιούς λόγους και με ποια μέσα…»)
Μάρκος Αυρήλιος. Εις έαυτόν.

Τον Οκτώβριο του 1979, στο εναρκτήριο μάθημα του Συνταγματικού Δικαίου, ο καθηγητής μας Γιώργος Παπαδημητρίου μας διένειμε ένα μικρό κείμενο του μέντορα και δασκάλου του Αριστόβουλου Μάνεση με τίτλο «Το Συνταγματικό Δίκαιον ως τεχνική της πολιτικής ελευθερίας».
Ήταν μικρό τμήμα από το εναρκτήριο μάθημα του μέγιστου Έλληνα συνταγματολόγου «γενόμενον εν τη Μεγάλη Αιθούση Τελετών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης την 21η Μαρτίου 1962».

Απ’ το παραπάνω κείμενο σταχυολογώ και αντιγράφω :
«…Η έδρα του Συνταγματικού Δικαίου είναι, όπως είχεν είπει ο πρώτος εν Ελλάδι κάτοχος αυτής εις το Πανεπιστήμιον Αθηνών Ν. Ι. Σαρίπολος, «η ελευθερωτέρα των εδρών». Επειδή δε τοιαύτην την εθεώρει, έλεγεν ο αυτός Σαρίπολος πατήρ, προ 100 ακριβώς ετών, το 1862, εις αναρκτήριον μάθημά του….Αγαπητοί φοιτηταί και φοιτήτριαι, μαζί θα μελετήσωμεν το ισχύον ελληνικόν Συνταγματικόν Δίκαιον ως «τεχνικήν» της πολιτικής ελευθερίας. Θα είμαι δε ευτυχής, αν η διδασκαλία και η μελέτη του Συνταγματικού Δικαίου σας βοηθήση να γίνετε, όχι μόνον καλοί επιστήμονες, αλλά και καλοί πολίται. Και καλός πολίτης είναι μόνον ο ελεύθερος πολίτης. Ο πολίτης αυτός ενδιαφέρεται δια τα πολιτικά πράγματα. Εκείνος δε που δεν μετέχει εις αυτά είναι, όχι φιλήσυχος, αλλ’ άχρηστος πολίτης. Εφ’ όσον ιδίως το πολίτευμα είναι κατά βάσιν δημοκρατικόν, ο πολίτης υπέχει ευθύνην δια τας πράξεις της κρατικής εξουσίας,, την άσκησιν της οποίας δικαιούται και οφείλει να ελέγχη συνεχώς. Η συναίσθησις της ευθύνης του αναλύεται εις την συναίσθησιν τόσον των καθηκόντων του, όσον και των δικαιωμάτων του. Ο ελεύθερος πολίτης γνωρίζει και δύναται και να άρχεται και να άρχη…»

Ξαναδιάβασα τα παραπάνω, που στην πλήρη και ολοκληρωμένη τους μορφή περιλαμβάνονται στην «Συνταγματική Θεωρία και Πράξη» του Αριστόβουλου Μάνεση, με αφορμή την γνωμοδότηση 1/2023 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σε σχέση με την λειτουργική δικαιοδοσία της ΑΔΑΕ ως προς την εποπτεία και τον έλεγχο των παρόχων κινητής τηλεφωνίας μετά τις αποκαλύψεις των τηλεφωνικών υποκλοπών παραγόντων της δημόσιας ζωής. Η Εισαγγελική Γνωμοδότηση πυροδότησε σφοδρές επιστημονικές αντιδράσεις τόσο από την πλευρά της ακαδημαϊκής κοινότητας (όπου κυριαρχούν οι «βαριές υπογραφές», μεταξύ άλλων , του Νίκου Αλιβιζάτου και του Ευάγγελου Βενιζέλου) αλλά και του ΔΣΑ, όσο και από την ίδια αυτή την ΑΔΑΕ η οποία δια του Προέδρου της ομνύει σθεναρά και αταλάντευτα στην κατά το Σύνταγμα «ανεξαρτησία» της.

Ο Διάλογος βέβαια, δεν είναι μόνο μεταξύ νομικών. Ο διάλογος είναι κατεξοχήν πολιτικός. Η διαμάχη φέρει ισχυρό πολιτικό αποτύπωμα με σύσσωμη την αντιπολίτευση να καταγγέλλει εργαλειοποίηση της Δικαιοσύνης με σκοπό την συσκότιση του θέματος των τηλεφωνικών υποκλοπών και την συνακόλουθη ρηγμάτωση του κράτους δικαίου.
Η αντίληψη αυτή ούτε αδικαιολόγητη ούτε άδικη είναι. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψιν η χαρακτηριστική δυσανεξία της ΝΔ ως προς την σύσταση και λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών στη χώρα μας, μετά την σχετική αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, αντιλαμβάνεται κανείς την εμφανή προσπάθεια της κυβέρνησης να χειραγωγήσει το εύρος και την έκταση των ερευνών και των ελέγχων της ΑΔΑΕ, η οποία φαίνεται να κινείται μεθοδικά και σθεναρά αντιλαμβανόμενη και το καθήκον της και τις αρμοδιότητες της, αφού μια αποκαλυπτική έρευνα θα καταδείξει σκιές, παρανομίες, αυθαιρεσία. Θα καταδείξει, δηλαδή, μια οιονεί παρακρατική πρακτική παρακολούθησης προσώπων με έντονο πολιτικό ή κοινωνικό αποτύπωμα contra σε κάθε νομικό και ηθικό κανόνα, contra δηλαδή σε κάθε αρχή δικαίου.

Η ηχηρή ανησυχία του νομικού κόσμου και δικαιολογημένη και αναμενόμενη υπήρξε. Είχε σχεδόν προεξοφληθεί από το περασμένο καλοκαίρι, όταν δηλαδή αποκαλύφθηκε η παρακολούθηση των επικοινωνιών του Νίκου Ανδρουλάκη, αποκάλυψη η οποία οδήγησε στην ατιμωτική έξοδο του Γραμματέα της Κυβέρνησης και του Διοικητή της ΕΥΠ. Ως γνωστόν ο Πρωθυπουργός δήλωσε – και επιμένει ακόμα – ότι «δεν γνώριζε τίποτα».
Τότε, λοιπόν, τόσο η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων όσο και η πλειονότητα των συνταγματολόγων που διδάσκουν ή δίδαξαν στις νομικές σχολές των πανεπιστημίων μας αντέδρασαν με ενιαίο και στιβαρό επιστημονικό λόγο καταδεικνύοντας το έκνομον της περίπτωσης με την ερμηνεία του Συντάγματος μέσα από τις προκλήσεις του σήμερα.

Η έκδοση της Εισαγγελικής Γνωμοδότησης, την οποία μάλιστα υπογράφει ο κορυφαίος της ισταμένης Δικαιοσύνης στη χώρα μας (και για να μην είμαστε άδικοι, να μην έχουμε επιλεκτική μνήμη : ο νυν Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ήταν αυτός που με την εκατοντάδων σελίδων εμπεριστατωμένη εισήγηση του προς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών κατέδειξε το εδώλιο στην Χρυσή Αυγή για την εγκληματική δράση των μελών της), υπηρετεί ευλαβικά και απροσχημάτιστα το αφήγημα της κυβέρνησης για τον ελεγχόμενο και οιονεί επιτηρούμενο ρόλο της ΑΔΑΕ σε σχέση με την δικαιοδοτική λειτουργία της. Κι αυτό γιατί είναι εμφανές πως η ΑΔΑΕ, που ευτυχεί να έχει ως Πρόεδρο της τον ανήσυχο και ευαισθητοποιημένο Επίτιμο Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας Χρήστο Ράμμο, έχει πάρει στα σοβαρά τον ρόλο και το καθήκον της. Ενεργεί δηλαδή δικαιολογώντας απόλυτα τον τίτλο της ως Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (κατ’ άρθρον 19 § 2 του Συντάγματος) και τα ειδικότερα οριζόμενα στον ιδρυτικό της νόμο 3115/2003.

Κατά τα επιστημονικώς κρατούντα η δικαιοδοτική λειτουργία της ΑΔΑΕ οφείλει κυριαρχικά την ισχύ της τόσο στην ρητή πρόβλεψη του νομοθέτη να είναι Ανεξάρτητη Αρχή, πρόβλεψη μάλιστα που αποτυπώνεται ευκρινώς στον συνταγματικό χάρτη (άρθρο 19 § 2 του Συντάγματος) όσο και στην αδιαπραγμάτευτη αξία του έννομου αγαθού που προστατεύει, ήτοι αυτού του άρθρου 19 § 1 του Συντάγματος στο οποίο ρητά προβλέπεται ότι «…το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο…».

Η εκδοθείσα Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου παρακάμπτει τις ως άνω παραδοχές θέτοντας εν αμφιβόλω τον σκληρό πυρήνα της δικαιοδοτικής λειτουργίας της ΑΔΑΕ αφού επιφυλάσσει σαυτή οιονεί περιοριστικό ρόλο υπαγόμενο μάλιστα στο νομικό καθεστώς νεοπαγούς πρόβλεψης, contra στις συνταγματικές εγγυήσεις, ο,τι δηλαδή προβλέπει ο νέος Ν. 5002/2022.
Ο επιχειρούμενος ακρωτηριασμός της ΑΔΑΕ και η ρητή αμφισβήτηση του ρόλου και των αρμοδιοτήτων της αναιρεί ανενδοίαστα το πλέγμα των εγγυήσεων που προσέδοσε σαυτή ο συνταγματικός νομοθέτης.
Η φαλκίδευση αυτού του θεσμικού κεκτημένου, που στην παρούσα συγκυρία υπηρετεί το κυβερνητικό αφήγημα, αναιρεί ουσιωδώς τις αρχές ενός κράτους δικαίου και απειλεί αυτή ταύτη την ανάπτυξη και λειτουργία της αστικής φιλελεύθερης Δημοκρατίας, αφού κάμπτεται ο βασικός κανόνας της συνταγματικής πρόβλεψης με ύστερες και ελεγχόμενες πρόνοιες του κοινού νομοθέτη, δηλαδή της κυβέρνησης, που σε κάθε περίπτωση κάμπτονται από την υπέρτερη πρόνοια του Συντάγματος.

Ωστόσο, πέραν της εμφανούς ανησυχίας και του δημιουργικού επιστημονικού διαλόγου που προκλήθηκε με αφορμή την Εισαγγελική πρωτοβουλία, κάτι λιγότερο εμφανές αλλά εξίσου ανησυχητικό αναφύεται. Είναι ο ορατός κίνδυνος εργαλειοποίησης της Δικαιοσύνης όταν αυτή αφαιρεί το μαντήλι απ’ τα μάτια της και ζηλώνει ρόλο θεραπαινίδας. Στο αφελές, λοιπόν, ερώτημα «εμείς με ποιόν είμαστε, με τον Ντογιάκο ή την ΑΔΑΕ» απαντάμε αβίαστα και μονολεκτικά : με τοΣύνταγμα. Χωρίς εκπτώσεις. Χωρίς αστερίσκους. Χωρίς υστερόγραφα.