Ένα άγνωστο θαύμα της Παναγίας της Παρηγορήτισσας στην Τουρκοκρατούμενη Άρτα «εν έτει 1628 μ.Χ»

Επιμέλεια κειμένου:

πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου Εκπαιδευτικός (χημικός)

ΜΕΡΟΣ Α

Εισαγωγικά
«Σε πολλές περιπτώσεις στις πολυκύμαντες στροφές της ιστορίας η Αυτοκρατορική Δέσποινα και Αυγούστα του ουρανού και της γης Θεογεννήτωρ Παναγία εγκολπώνει σωστικά τη Ρωμιοσύνη…Την Παναγία η Ρωμιοσύνη την έχει σε αδιάσπαστη ενότητα μαζί της. Συνευρίσκονται μέσα στο «κεκρυμμένον μυστήριον» που το κατευθύνει ο Θεός.»
Οι ικετευτικές προσευχητικέςπαρακλήσεις προς το πάντιμο και μεγαλοπρεπές Θεομητορικό πρόσωπό της, οι οποίες σε δύσκολους χρόνους έσχιζαν τους αιθέρες από τους σκλαβωμένους Ρωμιούς,ήταν πραγματικά ένα άλλο είδος αντίστασης στην προσπάθεια αλλοίωσης της Ορθόδοξης πίστης και της ελληνικής συνείδησης. Η ιστορία της Παναγίας της Παρηγορήτισσας της Άρτας το αποδεικνύει περίτρανα αυτό μέσα από το βιβλίο της συγγραφέως Αλίκης Καφετζοπούλου με τον τίτλο «Από το σπαθί του Γενίτσαρου».(Εκδόσεις «ΕΛΠΙΣ»1999)

Πρόκειται για ένα διήγημα,που βασίζεται σε γεγονότα της εποχής του παιδομαζώματος στην Άρτα και τα οποία διατήρησε η τοπική προφορική παράδοση.
Τα περιγραφόμενα συνέβησαν το 1628 μ.Χ. Μεταξύ αυτών είναι και γεγονότα στα οποία φαίνεται η θαυματουργική παρέμβαση της Παναγίας της Παρηγορήτισσας.Η πιο συγκλονιστική παρέμβασή της είναι αυτό, που συνέβη τότε στην εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, τον Αύγουστο και στον περίβολο της εκκλησίας της Παρηγορήτισσας, όπου απετράπη αδελφοκτονία.Αναγνωρίσατηκαν τα αδέλφια Πάνος, Φωτεινός-Φώτος και Λάμπρος, μετά από μια συμπλοκή στην οποία παραλίγο ο Πάνος (γενίτσαρος) να σκοτώσει τον αδελφό του τον Λάμπρο. Με θαυματουργική επέμβαση της Παναγίας της Παρηγορήτισσας, μετά από πολλές έμπονες προσευχές της μητέρας τους,η υπόθεση είχε αίσιο τέλος.Ο Πάνος με το όνομα Ισμέτ ήταν γενίτσαρος,ενώ τα άλλα δύο αδέλφια (Φώτος και Λάμπρος) είχαν γλυτώσει το παιδομάζωμα και βρέθηκαν στην Άρτα για διαφορετικούς λόγους ο καθένας.

Η διήγηση
Κεντρικό πρόσωπο της διήγησης ήταν η χήρα Νάσαινα, που το όνομά της ήταν Μόρφω και της οποίας ο σύζυγος σκοτώθηκε σε μία συμπλοκή με τους Τούρκους στης Πάργας τα μέρη. Γεννημένη και μεγαλωμένη στην Άρτα απέκτησε από τον γάμο της τρεις γιούς και δύο κόρες, τη Μάρθα και τη Διαμάντω. Τα δύο μεγαλύτερα παιδιά της τον Πάνο και τον Φώτο τα απήγαγαν οι Τούρκοι στο παιδομάζωμα. Και από τότε η Νάσαινα δεν ήξερε που βρίσκονται.
«Δεν το σήκωνε όμως η δόλια να είναι μάνα γενίτσαρων,που δουλειά τους είχαν τον εξολοθρεμό της ελληνικής φυλής.Δεν το σήκωνε και έλιωνε μέρα-νύχτα σε προσευχές στην Παναγία την Παρηγορήτισσα, να κάνει το θαύμα του ο Θεός και να φυλάξει τη ψυχή τους. Και ξεριζώθηκε δύο και τρεις φορές από τόπο σε τόπο μην και μαθαίναν οι θυγατέρες και ο Λάμπρος της, που μετά γεννήθηκαν,πως τέτοια ήταν τα αδέλφια τους και μαραζώναν από τον καημό.Διπλοκλείδωσε τον πόνο και την ντροπή της μέσα της, σαν χήρεψε και μονάχα στης προσευχής τις ώρες ξανάνοιγε την καρδιά, ξαλάφρωση και βάλσαμο να βρει. Κι αγωνιζόταν τ΄άλλα παιδιά της ν΄αναστήσει με του Χριστού και της πατρίδος την αγάπη στα φυλλοκάρδια της, μην τους λάχαινε ώρα κακή».

Η φυγή του Λάμπρου
Βρισκόμαστε στο έτος 1628μ.Χ.Η χήρα Νάσαινα με τα τρία παιδιά που της απόμειναν μετά το παιδομάζωμα (τον Λάμπρο και τις κόρες της) βρίσκονται εγκατεστημένοι σε ένα ορεινό χωριό της Άρτας.Μια μέρα, Τούρκοι εμφανίστηκαν στο χωριό για παιδομάζωμα.Να πάρουν τα νέα βλαστάρια του χωριού,για να τα στείλουν στην Πόλη να γίνουν Γενίτσαροι.
«Το ηπειρώτικο μεγαλοχώρι κινδύνευε…Ξέφρενοι αλαλαγμοί και ντουφεκίδι κι ανείπωτο σύνθρηνο έφτανε στα αυτιά των κατοίκων με του βοριά το σφύριγμα…Άχ, Χάρος που πιο φοβερός δεν υπάρχει.Παιδομάζωμα…Άπλωνε το θεριό το ματωμένο χέρι κι άνοιγε τα σπιτικά κι αναζητούσε τα τρυφερά βλαστάρια.Τα πιο γερά και τα πιο ξύπνια και καλοκαμωμένα!Έμπηγε βαθιά τα νύχια μέσα τους και δεν τα ξανάβγαζε πια στέλνοντάς τα για γενίτσαρους στου σουλτάνου τη δούλεψη, ξεριζώνοντάς τους την ελληνική καρδιά και βάζοντάς τους στα χέρια γιαταγάνια για τους Χριστιανούς,… Παιδομάζωμα. Χάρος και θανατικό για τα σπιτικά, για γονικά και παιδιά. Με τούτο τον πόνο τον βαθύ και την ολόπικρη έγνοια ζούσε και η Νάσαινα μέρα – νύχτα.»
Ο Λάμπρος αποφασίζει να φύγει από το χωριό για να γλυτώσει.
-Μάνα, θα φύγω, θα κρυφτώ στα βουνά.Θα πέσω στο ποτάμι. Τούρκος εγώ δεν γίνομαι, είπε στη μάνα του.
-Με την ευχή μου, γιέ μου. Στη σκέπη του Θεού και στα χέρια της Παναγιάς της Παρηγορήτισσας, του είπε η μάνα του.Το φίλησε και του΄δωσε ένα πουγγί με γρόσια.
Ταράχτηκε σύγκορμη η μάνα και στέναξε και γυρίζοντας στο εικονοστάσι, άρχισε να κάνει μετάνοιες απανωτές και να προσεύχεται «Παναγιά μου Παρηγορήτισσα,…..» Ορμήσαν και τον αποχαιρέτησαν οι αδελφές και πνιγήκαν στο βουβό κλάμα… Η κυρά Βασιλική η υπηρέτρα του έδωσε μια χοντρή κάπα..

Στη ρεματιά
Φεύγοντας από το χωριό του ο Λάμπρος κρύφτηκε στο εκκλησάκι της Παναγίας στην άκρη ρεματιάς, που ήταν αρκετά μακριά από το χωριό του και εκεί περνούσε τις νύχτες. Την ημέρα ψάρευε από το κοντινό παραποτάμι του Αράχθου. Δεν φοβόταν. Πίστευε ότι ο Χριστός δεν θα τον εγκαταλείψει και θα του έστελνε άγγελο για να τον φρουρεί. Εκεί στην ερημιά, στη ρεματιά έπιανε πέστροφες τις έψηνε και έτρωγε. Αλλά, το ποτάμι είχε αρκετές από αυτές. Σκέφτηκε να τις πουλήσει. Αγοραστής δεν θα αργούσε να φανεί ψηλά στο σταυροδρόμι. Έτσι άρχισε να φτιάχνει αρμάθες με ψάρια με βέργες λυγαριάς.
Και να, το απομεσήμερο μουλάρια φορτωμένα στρίψαν στου βουνού τα ριζά. Πλησίασε τους ξενομερίτες (ένας γέρος με τον αγωγιάτη του) που ακολουθούσαν τα μουλάρια.Αυτοί ξαφνιάστηκαν, όταν αντίκρυσαν τον Λάμπρο και αγόρασαν τα ψάρια. Στη συζήτηση που ακολούθησε τον ενημέρωσαν ότι Τούρκοι πάνε κατά τα Γιάννενα και τον συμβούλεψαν να φυλάγεται.Δεν πρόλαβε να τελειώσει το λόγο του ο γηραιότερος και ξαφνικά φάνηκαν γενίτσαροι με χατζάρες και πιστόλια. Ευτυχώς που ο Λάμπρος πρόλαβε και κρύφτηκε.Έβγαλε ο πρώτος Γενίτσαρος το σπαθί από το θηκάρι, για να κτυπήσει τον γέρο.
-Παναγιά μου Παρηγορήτισσα, φώναξε δυνατά αυτός.
Ανακόπηκε του γενίτσαρου η ορμή. Δεν το΄χε να χτυπήσει το γέρο. Αλλά, τρύπησε τα σακιά. Χύθηκαν τα στάρια στηγη, σκορπίστηκαν στους όχτους και τις κατηφοριές Στο άδειασμά τους όμως δεν φάνηκαν τα κρυμμένα φλουριά.Τελικά, οι Γενίτσαροι τους άφησαν να φύγουν με τα ζώα χωρίς πλέον το φορτίο.Ο Λάμπρος που βρισκόταν στο βάθος της ρεματιάς, έμεινε για λόγους ασφάλειας κρυμμένος για μια ακόμα μέρα.Και όταν αποφάσισε να ανηφορίσει, βρήκε το πουγκί με τις χρυσές λίρες. Πάνω σε τούτης της χαράς τα φτεροκοπήματα,βαριά κροτούσαν μέσα του της μάνας του τα λόγια: «Το ξένο βιος, φαρμακερός σκορπιός».
Κατάλαβε σε ποιον ανήκαν τα φλουριά. Ξεκίνησε για το κοντινό χωριό ακολουθώντας τη διαδρομή των ξενομεριτών και έμαθε ότι αυτός ο γέρος, που συνόδευε τα μουλάρια, ήταν ο έμπορος γερο-Γιαννούσος από την Άρτα και του είπαν: «Σιμά στην Παρηγορήτισσα είναι το σπιτικό του».
Ρώτησε για το δρόμο που΄φερνε στην Άρτα και ξεκίνησε για την πόλη.

Χαρά και φοβέρα
Ένα δειλινό, η Μάρθα και η Διαμάντω πηγαίνοντας στο σπίτι μιας γειτόνισσας συνάντησαν στο δρόμο έναν άγνωστο ταξιδιώτη, φερμένο από της Άρτας τα μέρη και αναζητούσε της Νάσαινας το σπίτι για να αφήσει ένα γράμμα. Όταν έμαθε, ότι οι δυο ήταν θυγατέρες της Νάσαινας,τους έδωσε ένα μικρό δέμα ραμμένο σε χοντρό πανί και βιαστικός έφυγε για το διπλανό χωριό. Στο δέμα υπήρχε και ένα γράμμα από τον Λάμπρο, που τους εξιστορούσε όλα τα γεγονότα που τον οδήγησαν στην πόλη της Άρτας και στον έμπορο γερο-Γιαννούσο. Τούςέγραφε ότι ο Αρτινός μεγαλέμπορος, για να ευχαριστήσει που του επέστρεψε τα φλουριά, τον έβαλε να δουλεύει στο μπακάλικο του κυρ-Ευθύμη.

Γίνηκε χαρά εκείνο το βράδυ στης Νάσαινας τη μεγάλη κάμαρα, καθώς η Διαμάντω διάβαζε του Λάμπρου το γράμμα. Τα μάτια γεμάτα από δάκρυα χαράς ευχαριστούσαν την Παναγία. Γερό και ανέγγιχτο το βλαστάρι τους από τον εχθρό ήταν φτασμένο σιμά στην Παναγιά τηνΠαρηγορήτισσα στην Άρτα. Με τη δική της σκέπη είχε βρει δουλειά και στέγη και είχε πέσει σε καλά χέρια… Σκούπιζε η Μόρφω τα μάτια, σκούπιζαν οι αδελφές και η υπηρέτρα η κυρά Βασιλική». Όταν τέλειωσε η Διαμάντω την ανάγνωση, άγριο γέλιο ακούστηκε από τη θύρα. Σύξυλες απόμειναν οι γυναίκες…Η Ιντζού η Τουρκάλα,που μπήκε κρυφά στο σπίτι τα άκουσε όλα. Ήταν ικανή να στείλει στους δικούς της μηνύματα,ζητώντας εκδίκηση,γιατί η Νάσαινα δεν της έδωσε ένα χωράφι που ήθελε.Ήρθε η στενοχώρια να βγάλει τη χαρά. Ήρθε ο φόβος ξανά να φωλιάσει μέσα τους. Πώς θα ειδοποιήσουν τον Λάμπρο για τον κίνδυνο που διατρέχει. Δεν είχαν τρόπο. «Έφερε βόλτα η μάνα τονου της και πήρε την απόφαση. Θα κινήσω για την Άρτα για να γλυτώσω το παιδί μου μουρμούρισε λεβεντόκαρδη, δίχως να λογαριάσει κόπο.

Η ιστορία του δούλου Ζαννή(Φώτου)
Στου Αράχθου τις όχθες βρέθηκε μια μέρα ο Λάμπρος για να καθαρίσει ένα μεγάλο βαρέλι,για να βάλει σε αυτό ελιές το αφεντικό του…Παρέκει ως πενήνταοργυιές πιο ψηλά στην ακροποταμιά κάποιος φάνηκε με τ΄άλογό του. Δεν πέρασε πολλή ώρα και τσίνισμα του αλόγου ήταν αιτία να πέσει ο νεαρός καβαλάρης μέσα στο νερό του ποταμιού. Γρήγορα ο Λάμπρος άφησε τη δουλειά που έκανε και έτρεξε στον άνθρωπο που κινδύνευε να πνιγεί. Τον άρπαξε από τον ώμο και τον έσυρε προς τη στεριά. Γρήγορα κατάλαβε ότι ο νεαρός με το πέσιμο που έκανε έσπασε και το πόδι του. Βρήκε δύο ίσα σανίδια,τα τύλιξε με το γιλέκο του και τα έδεσε σφιχτά με το ζωνάρι του στο πονεμένο πόδι.
Ο νεαρός ήταν ένα παλληκάρι που θε να είχε περασμένα τα είκοσι,αλλά η φορεσιά του έδειχνε ότι δεν ήταν Γραικός. Τον ρώτησε που έμεινε και έμαθε ότι μένει στο σπίτι του κυρ- Αλφρέδου. Από τη συζήτηση που ακολούθησε ο Λάμπρος έμαθε τα εξής:

«Ο χτυπημένος είναι Γραικός και ήταν υπηρέτης του Ιταλού έμπορα Αλφρέδου. Σκλάβος αγορασμένος από τα σκλαβοπάζαρα της Τουρκιάς,πουλημένος από αφέντησε αφέντη. Το πραγματικό του όνομα ήταν Φώτος(Φωτεινός) αλλά, τον φώναζαν Ζαννή. Δεν πρόλαβαν να τελειώσουν την κουβέντα και άλλος υπηρέτης του κυρ-Αλφρέδου έφτασε στο ποτάμι.Ο κυρ-Αλφρέδος παρακολουθούσε τον Ζαννή, είδε από το ψηλό παραθύρι του σπιτιού το πέσιμό τουκαι έστειλε τον άλλο υπηρέτη για βοήθεια. Σήκωσαν τον τραυματισμένο, τον ανέβασαν στο άλογο και τον μετέφεραν στη σκοτεινή κάμαρά του…

…Με του Ζαννή τησκέψη βρισκόταν και το άλλο πρωί στο μαγαζί ο Λάμπρος,όταν μπήκε ο γέρο-Γιαννούσος. Βρήκε την ευκαιρία ο Λάμπρος και τον ρώτησε πόσα γρόσια ήταν χρειαζούμενα για τ΄αγόρασμα ενός δούλου.Ο γέρο-Γιαννούσος του απάντησε: «Κατά πως βούλετ΄οκαθένας…κατά του σκλάβου τη γερωσύνη . Είν΄αφεντάδες που ζητάν ολάκερα πουγγιάκαι είν΄άλλοι που γυρεύουν λίγα…» Γρήγορα τέλειωσε η συζήτηση και ο Λάμπρος πήρε εντολή από το αφεντικό του τον κυρ Ευθύμη,να πάει πάλι στον Άραχθο, για να πλύνει ένα μικρό κρασοβάρελο.
Φεύγοντας από το ποτάμι, βρήκε το καπίστρι του αλόγου του Ζαννή πεταμένο ανάμεσα στα λιθάρια. «Φωτίστηκε η θωριά του σε τούτο το αντίκρυσμα.Θε να πήγαινε πάλι στον πύργο του κυρ – Αλφρέδου, να το δώσει και έτσι να ξανανταμώσει τον Ζαννή… Χτύπησε με δειλίασμα τη ξώθυρα και μπήκε μέσα στην αυλή και είδε ότι σε μια απόμακρη πεζούλα καθόταν ο Ζαννής.Τον πλησίασε και ο Ζαννής συνέχισε την ιστορία του.
«Φωτεινό με έχουν βαπτισμένο, μα οι ξένοι μου το άλλαξαν ..»Κουβέντα στην κουβέντα έμαθε ο Λάμπρος το ιστορικό του. Τον είχαν απαγάγει οι Τούρκοι με το παιδομάζωμα μαζί με τον αδελφό του,στα έξι-εφτά χρόνια,μα τούτον τον βρήκαν λιγνό και κίτρινο και δεν τους ταίριαζε για του σουλτάνου τον στρατό.Έτσι τον πούλησαν σε καράβι που έφευγε για την Αίγυπτο. Από εκεί έπεσε σε δυο-τριών αφεντάδων τα χέρια και τελευταία στου σινιόρΑλφρέδου,που τον δούλευε εδώ και πέντε χρόνους….

Ξανοίχτηκε σε τούτα τα λόγια ο Φωτεινός, γιατί του μίλησε το παιδί, πως προσευχήθηκε για τη λευτεριά του. Ύστερα έβγαλε από τη τσέπη του τρεις παράδες και τους έδωσε στον Λάμπρο να ανάψει κερί στην Παρηγορήτισσα για τον αδελφό του και για κείνον και είπε με λύπηση:
« Κάλλιο η δική μου σκλαβιά, παρά η δική του τρανοσύνη. Ήταν γεροδεμένος εκείνος και ψηλός. Και αν είναι στη ζωή, θα είναι γενίτσαρος ο δόλιος,δίχως Χριστό και πατρίδα. Κάλλιο η δική μου σκλαβιά.
Θυμάμαι τη μάνα μου στο παιδομάζωμα… θαρρώ πως αγροικώ ακόμα τη φωνή της, την πνιχτή και άγρια, σαν μας σέρναν έξω από την αυλόπορτα. «Φώτο μου, Πάνο μου, παιδιά μου…» Κι ύστερα τίποτα.
Δέκα μέρες στην αρχή είχα την παρηγοριά που είχα σιμά τον αδελφό μου τον Πάνο. Όπου περπατούσαμε και όπου καθόμασταν πιασμένοι σφιχτά χέρι-χέρι βρισκόμαστε. Μα, ήρθε κι άλλη πικρή ώρα.Άγριος Γενίτσαρος ξεχώριζε μια μέρα τα λιγνά παιδιά κι έφτασε και σε μένα. Σφίξαμε πιότερο τα χέρια, βγάλαμε πνιχτό κλάμα…Και εκείνος με άρπαξε από τους ώμους με δυνατό σπρώξιμο και καθώς μου κρατούσε ο Πάνος το χέρι δίχως να το αφήνει,τον χτύπησε και του πλήγιασε με το μαχαίρι το δάχτυλο το μικρό.Από τότε δεν ξαναειδωθήκαμε.
Ο Φώτος έκοψε απότομα τη διήγηση γιατί είχε φανεί στην εξώπορτα το αφεντικό.Ο Λάμπρος άφησε το καπίστρι και έκανε να φύγει, αλλά ο σινιόρ Αλφρέδος του΄γνεψε να μπει στο σπίτι.

Ο πειρασμός
Ο κυρ-Αλφρέδος οδήγησε τον Λάμπρο στο πολυτελέστατο σαλόνι του σπιτιού. Του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ένα άσπρο άγαλμα της Παναγίας με τον Χριστό πάνω στο τζάκι. Ποτέ δεν είδε στις εκκλησιές τέτοια αγάλματα και απόρησε γι΄αυτό. Ο σινιορ-Αλφρέδος άρχισε να τον ρωτά για τους γονείς του, τη δουλειά και στο τέλος τον ρώτησε: «Θέλεις να μάθεις περισσότερα γράμματα από αυτά που ξέρεις;» «Θέλω, τα αγαπάω τα γράμματα, μα τώρα δουλεύω»,απαντάει ο Λάμπρος. Και του λέει ο σινιόρ Αλφρέδος «Εγώ θα σε συντρέξω όσο μπορώ. Στην πατρίδα μου στην Ιταλία υπάρχει μια φημισμένη σχολή για τα παιδιά της Ελλάδος.Έλα Λάμπρο να σε στείλω εκεί. Μακριά από τη σκ­λαβιά που ζώνει τη δόλια Ελλάδα, μακριά από φόβο και κατατρεγμό, μακριά από φτώχεια…Θα καλοτρώς, θα κοιμάσαι ήσυχος, χωρίς το φόβο να σε αρπάξουν οι άπιστοι, θα κάνεις συντροφιά με μεγάλα βιβλία και δασκάλους σοφούς…Είναι και άλλα Ελληνόπουλα εκεί από την Κέρκυρα, τα Γιάννενα, την Πρέβεζα και την Άρτα. Εγώ θα πληρώσω όλα τα έξοδα του ταξιδιού και θα βρεθείς κοντά σε πολύ καλούς ανθρώπους. Να, πάρε και αυτά τα γρόσια να πάρεις καινούργια ρούχα, για να ταξιδέψεις»
«Θα ρωτήσω τη μάννα μου» απάντησε ο Λάμπρος, χαιρέτησε και έφυγε από το σπίτι του Ιταλού χαρούμενος,σχεδόν πετώντας.

Συνεπαρμένος από την πρόταση λάθεψε το δρόμο που έστριβε στο μαγαζί του κυρ -Ευθύμη. Πήρε το δρομάκι που έβγαζε στη μεγάλη εκκλησιά, την Παρηγορήτισσα. Είχε καιρό να σταθεί, να ξαναθαυμάσει την εκκλησιά αυτή.Μπήκε στην εκκλησιά,αλλά αυτή τη φορά δεν κάθησε να θαυμάσει τον Παντοκράτορα, τους Προφήτες και τα ψηφιδωτά.Έκανε μονάχα τον Σταυρό του. Άκουσε φωνή από την πλαϊνή πόρτα και βγαίνοντας είδε ένα γέροντα παπά καθισμένο να μιλάει αργά και με βαριά φωνή σε ανθρώπους που καθόταν σε πεσμένα αγκωνάρια από τα ρημαγμένα κελιά.Έλεγε ο γέροντας:
«Το νου σας αδέλφια, σαν τα μάτια μας και πιο πολύ την πίστη μας να φυλάξουμε. Να την κρατήσουμε, για να κρατηθούμε στην ανεμοθύελλα τούτη που μας βρήκε. Είναι και κάποιοι που ξεστράτησαν και προσκυνήσαν τον Αλλάχ και σκοτάδι ολόπηχτο τους έγινε η ματιά. Μονάχα όσοι στέκονται στέρεοι κι αντρειωμένοι με το σταυρό ψηλά, μονάχα αυτοί θεωρούνε φως και μέσα στης σκλαβιάς τα σκότη…Σαν τι θαρρείτε κι ήταν ο Άγιος Γεράσιμος; Ένας ραγιάς σαν εμάς και ας κρατούσε από γενιά τρανή στην Πόλη. Σαν τι θαρρείτε ήταν ο Άγιος Διονύσιος; Άνθρωπος σαν κι εμάς, που έφτασε να κρύψει τον φονιά του αδελφού του από τους ανθρώπους που τον κυνηγούσαν.»Και σηκώθηκε ο γέροντας για τον Εσπερινό.Τότε τον σίμωσε ο Λάμπρος και του ζήτησε τη γνώμη για την πρόταση του σινιόρ-Αλφρέδου.Με αυστηρό και σκοτεινιασμένο βλέμμα ο γέροντας του απάντησε:
«Δεν έχεις ακούσει παιδί μου, πως είναι πολλοί τριγύρω μας που κοιτάνε να μολύνουν την ορθόδοξη πίστη μας και να μας τραβήξουν στου Πάπα τις πλάνες; Τούτο τον σκοπό έχουν οι γλύκες των ξένων και οι καλωσύνες.Και έχουν ξεγελάσει παιδιά και παλληκάριαμε ταξίματα και τους έχουν γυρίσει λίγο-λίγο το μυαλό και την πίστη, προστάζοντάς τα να τραβήξουν στον Πάπα και άλλους πατριώτες τους. Έτσι ξανάρχονται στον τόπο μας, σπουδαγμένοι τάχα και τρανοί και τούτη τη δουλειά αρχινάνε. Σκορπάνε γύρω παράδες χούφτες, σε αρρώστους και φτωχούς οι Ιησουϊτες. Φτιάχνουν σχολειά και σκορπάνε βιβλία δικά τους…Ένας απ΄ αυτούς είναι και ο σινιόρ Αλφρέδος».

Σκοτεινιά τώρα και φουρτούνα είχε θρονιαστεί και στου Λάμπρου τη ματιά. «Δεν ξαναπάω Δέσποτα», φώναξε «Δεν ξαναπατάω ούτε στο σκαλί του…Ακούς να προσπαθεί με παινέματα και γλυκόλογα και γρόσια να του ξεριζώσει την ορθόδοξη πίστη και την πατρίδα και να τον κάνει Ρωμαιο-καθολικό; Γιατί σαν ξεριζώνεται από την καρδιά η πίστη η σωστή και η πατρίδα σκοτώνεται. Μου΄βαλε η Παναγιά την φώτιση και το είπα…Αλλιώς, όμοιο πουλί στη ξόβεργα θα πιανόμουνα».

Γύρισε στο μαγαζί του κυρ – Ευθύμη, που ήταν εκεί και ο γέρο-Γιαννούσος και εξιστόρησε στο αφεντικό του ο Λάμπρος όλα τα γεγονότα. Τον άκουσε με προσοχή το αφεντικό και τον συμβούλεψε να μην ξαναπεράσει ούτε από μακριά από το σπιτικό του σινιόρ-Αλφρέδου. Τότε βρήκε και την ευκαιρία να μιλήσει και για τον Ζαννή. «Δεν είναι κρίμα εκείνο το παλληκάρι να μένει εκεί μέσα; Τώρα που έχει και σπασμένο το πόδι του σίγουρα ο αφέντης του θα γύρευε να το πουλήσει». Συγκινήθηκε ο γέρο-Γιαννούσος και έπεσε σε περισυλλογή ο κυρ- Ευθύμης. Αποφάσισαν να κάνουν μυστικό έρανο για να ελευθερώσουν τον Ζαννή. Τελικά συμφώνησε και ο σινιόρ-Αλφρέδος και ο Ζαννής πλέον ελευθερώθηκε μετά από δεκαπέντε χρόνια. Ως Φώτος πλέον, που ήταν το πραγματικό του χριστιανικό όνομα, θα αναπνέει τον αέρα της ελευθερίας.

Συνεχίζεται ….