Στο μουσείο Βιομηχανίας και Επιστημών

(απόσπασμα απ’ το αφήγημά μου Μάντσεστερ)

Χαρά Παπαβασιλείου

(…) Και στο αντίκρισμα των παιδιών που τα ’φεραν οι δάσκαλοι να δουν απτή την ιστορία του ανθρώπου, αναρωτήθηκα αν άραγε είπαν στους μαθητές τους για τα παιδιά που ήρθαν στον κόσμο μόνο και μόνο για να δουλεύουν ξυπόλυτα και νηστικά, ν’ αρρωσταίνουν και να πεθαίνουν… Πρόωρα και οι φτωχοί γονείς, αφήνοντάς τα ορφανά στους πέντε δρόμους. Απ’ το χάραμα ως τη δύση γυναίκες, άνδρες και παιδιά ταγμένοι στο όραμα της αυτοκρατορίας. Πώς αλλιώς νομίζεις πως φτιάχνονται και γιγαντώνονται οι αυτοκρατορίες, παρά με αίμα και κρουνό τον ιδρώτα! Κι όσο αυτές μεγαλώνουν, τόσο ο άνθρωποι ως οντότητες μικραίνουν. Μικραίνουν ωστόσο κι απ’ τους θύτες κι απ’ τα θύματα, γιατί κι ο θύτης κυριευμένος απ’ τα πάθη της αισχροκέρδειας και της απληστίας ευτελίζεται…
Κάποιες απ’ τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του μουσείου εστίαζαν στην εικόνα του εργάτη και εκτός εργοστασίου. Έδειχναν το μπουλούκι απαλλαγμένο απ’ τα δεσμά της δουλειάς να τρυπώνει σαν τον αρουραίο στις ποντικοφωλιές που του ’χαν παραχωρήσει, για να ζει με το κεφάλι σκυμμένο. Κι αν κάποιος τολμούσε να το σηκώσει, το έκοβαν. Έτσι ακριβώς είχε συμβουλέψει τον Περίανδρο να κάνει κι δικός μας ο Πολυκράτης. Όταν ο τύραννος της Κορίνθου ζήτησε τη συμβουλή του πώς ν’ αντιμετωπίσει κάποιους που του είχαν σηκώσει κεφάλι, εκείνος δείχνοντάς του τα προεξέχοντα στον σιταγρό του στάχυα, του είπε πως μόνο αν τα ’κοβε θα απαλλασσόταν μια και καλή απ’ αυτά.
Η αλήθεια είναι πως στους αγώνες για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας έχει χυθεί πολύ αίμα κι όσο ο άνθρωπος θα εξακολουθεί να θεωρεί τον συνάνθρωπο προϊόν προς εκμετάλλευση, κανένας αγώνας δεν τελειώνει.