Η Ελληνική Ιεραποστολική Ένωση (Ε.Ι.Ε) και οι δραστηριότητές της
(Με αφορμή την εμφάνιση της οργάνωσης στην Άρτα)
Του πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου
Β’ ΜΕΡΟΣ
Σύντομη γνωριμία με την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ
Η Ελληνική Βιβλική Εταιρία δημιουργήθηκε το 1992, όταν έπαψε πλέον να υφίσταται η βρετανική αντιπροσωπεία, ως Αστική Εταιρία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με δικό της Καταστατικό που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 22 Δεκεμβρίου 1992 και τροποποιήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 2000. Η Ελληνική Βιβλική Εταιρία ως Αστική Εταιρία αποτελείται από μία Γενική Συνέλευση 35 Μελών, στην οποία συμμετέχουν μέλη της Ορθόδοξης, της Καθολικής και της Ευαγγελικής Εκκλησίας και εκλέγει ανά τριετία Διοικητικό Συμβούλιο.
Σταθερή πολιτική της Εταιρίας, επίσης από τα πρώτα κιόλας βήματά της, ήταν και είναι η συνεργασία με όλες τις χριστιανικές Ομολογίες (Ορθόδοξη, Καθολική, Διαμαρτυρόμενη) και η εξυπηρέτηση όλων των Εκκλησιών. Οι εκδόσεις της Βιβλικής Εταιρίας δεν περιλαμβάνουν δογματικές σημειώσεις ή σχόλια.
Οι μεταφράσεις της Καινής Διαθήκης
Στην εποχή που ζούμε, εποχή συγχύσεως και αιρέσεων, κυκλοφορούν διάφορες παραφράσεις της Αγίας Γραφής οι οποίες αυτοπαρουσιάζονται ως μεταφράσεις στην Ελληνική δημοτική γλώσσα.
Πρέπει να είμαστε υποψιασμένοι και να μην εμπιστευόμαστε τις διάφορες μεταφράσεις που κυκλοφορούν, ιδιαίτερα αν δεν περιέχουν μαζί με την μετάφραση και το κείμενο το πρωτότυπο το οποίο δήθεν μεταφράζουν. Πρέπει να έχουμε πάντα κατά νου ότι οι μεταφραστές της Αγίας Γραφής δεν είναι θεόπνευστοι και αλάθητοι. Οι συγγραφείς της Αγίας Γραφής Προφήτες και Απόστολοι είναι θεόπνευστοι, όχι οι μεταφραστές.
Όταν μιλάμε για το Ιερό κείμενο της Αγίας Γραφής πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι και το παραμικρό μεταφραστικό λάθος μπορεί να μην είναι μία αθώα αβλεψία, αλλά επιτηδευμένη παράφραση του Ιερού κειμένου για να στηριχθούν αντιβιβλικές διδασκαλίες.
Έντυπες μεταφράσεις του Πατριαρχικού κειμένου του 1904
Γνωρίζουμε ότι, «για πολλά χρόνια επικράτησαν και συνεχίζουν ακόμη να διαβάζονται στην Ελλάδα οι μεταφράσεις, ακριβέστερα οι ‘παραφράσεις’ (δηλ. απόδοση του κειμένου με πολλά λόγια) των Π. Τρεμπέλα, ‘Η Καινή Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας’ […] και I. Κολιτσάρα, ‘Η Καινή Διαθήκη. Ερμηνευτική απόδοσις’ […] Οι δύο αυτές «παραφράσεις» διαδόθηκαν σε ευρύτερα στρώματα του ελληνικού λαού από τις χριστιανικές οργανώσεις ‘Ζωή’ και ‘Σωτήρ’».
Πράγματι, οι δύο αυτές μεταφράσεις της Καινής Διαθήκης, στηρίζονται στο Πατριαρχικό κείμενο του 1904 και είναι πολύ διαδεδομένες στη χώρα μας. Βεβαίως, δεν αποτελούν λέξη προς λέξη μεταφράσεις, αλλά είναι ερμηνευτικές αποδόσεις του κειμένου, σε μερικά σημεία αρκετά εκτενείς, οι οποίες είναι σύμφωνες με την Ιερά παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Θα μπορούσαμε να πούμε δηλαδή ότι εμπεριέχουν και μια εκλαϊκευμένη, Ορθόδοξη κατήχηση.
Η μετάφραση της Καινής Διαθήκης από την Βιβλική εταιρία
Ο μακαριστός Μητροπολίτης Νικοπόλεως και Πρεβέζης κυρός Μελέτιος, σε εμπεριστατωμένη εισήγησή του προς την Ιερά Σύνοδο παρουσίασε τους λόγους που καθιστούσαν απαράδεκτη τη μετάφραση της Κ. Διαθήκης της Βιβλικής Εταιρείας.
Στο σύντομο αυτό άρθρο θα δούμε παραδείγματα παράφρασης – παραποίησης της Αγίας Γραφής από την μετάφραση στην Νεοελληνική γλώσσα της Αγίας Γραφής της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας.
Η παρούσα μελέτη έχει την μορφή ενημερωτικής σταχυολογήσεως μεταφραστικών λαθών και όχι συστηματική αναίρεση και εις βάθος ανάλυση όλων των λαθών της εν λόγω μετάφρασης, γιατί θα απαιτούνταν τόμοι ολόκληροι προς ανασκευή των παραφράσεων και θα καταντούσε κουραστικό για τον αναγνώστη.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΑ ΛΑΘΗ.(Επιλογή)
Α.Η Παναγία και το “μενούνγε”
Όλοι σχεδόν οι Προτεστάντες, αρνούνται τον όρο: “Παναγία”, και αρνούνται να δώσουν στην Παναγία την ύψιστη τιμή, μεταξύ όλων των άλλων αγίων. Ένα επιχείρημα λοιπόν που χρησιμοποιούν συνήθως, είναι το εδάφιο που θα εξετάσουμε εδώ. Νομίζουν ότι ο Ιησούς “διόρθωσε” κάποια γυναίκα που μακάρισε τη μητέρα Του, σαν να μην ήθελε Εκείνος να τιμάται η μητέρα Του. Όμως το εδάφιο λέει πολύ διαφορετικά πράγματα. Και για την ανάλυση του εδαφίου αυτού, θα επιστρατεύσουμε το απόσπασμα από κείμενο του καθηγητού Στέργιου Ν. Σάκκου που ακολουθεί.
Το περιστατικό ιστορείται απλά στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο. Ακούγοντας την καταπληκτική διδασκαλία του Κυρίου μία γυναίκα του όχλου αναφωνεί με ενθουσιασμό: «Μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε και μαστοί ους εθήλασας» (Λκ 11/ια: 27). Μακαρίζει, δηλαδή, τη μητέρα του Κυρίου κι αρχίζει ήδη να πραγματοποιείται η προφητεία της Παρθένου για τον εαυτό της: «Ιδού γαρ από του νυν μακαριούσί με πάσαι αι γενεαί» (Λκ. 1/α: 48). Στο θαυμασμό της γυναίκας του όχλου ο Κύριος απαντα με τη φράση: «Μενούνγε μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν» (Λκ 11/ια: 28).
… η τελευταία πρόταση της περικοπής αποδόθηκε στη νεοελληνική ως εξής: «Μακάριοι μάλλον είναι εκείνοι, που ακούν το λόγο του θεού και τον φυλάττουν». Στην νεότερη έκδοση (2003) η βιβλική εταιρία το μεταφράζει ως εξής τον συγκεκριμένο στίχο.
«Πιο πολύ χαρά σε εκείνους που ακούν τον λόγο του Θεού και τον εφαρμόζουν».
Άρα, είναι πιο μακάριοι από τη μητέρα του Κυρίου οι ακροατές και τηρητές του θείου λόγου.
Βεβαίως, κανείς δεν αμφισβητεί τη σπουδαιότητα και σοβαρότητα της ακροάσεως του θείου λόγου, όταν μάλιστα αυτή συνοδεύεται από την εφαρμογή του. Ωστόσο, είναι εσφαλμένη η πρόταση ότι «μακάριοι μάλλον» είναι οι τηρητές του θείου λόγου παρά η Παναγία.
Το σφάλμα, νομίζω, επικεντρώνεται στην άστοχη μετάφραση της πρώτης λέξεως της προτάσεως, του συνθέτου μορίου «μενούνγε». Ποια είναι η σημασία του; Σύμφωνα με τα λεξικά, το μόριο αυτό αποτελείται από τρεις λέξεις: Από τον αντιθετικό σύνδεσμο μεν, τον συμπερασματικό ουν και το βεβαιωτικό μόριο γε. Στη σύνθεση, οι επιμέρους λέξεις δεν διατηρούν την αρχική τους σημασία. Ο τύπος “μένουν” χρησιμοποιείται κυρίως στην αρχή μιας απαντήσεως. Δηλώνει άλλοτε ισχυρή βεβαίωση και άλλοτε βεβαίωση, η οποία κατά κάποιο τρόπο διορθώνει και συμπληρώνει τη σημασία των προηγουμένων. Το μόριο “γε”, εξάλλου, επιτείνει τη σημασία της λέξεως στην οποία προστίθεται.
Έτσι στο συγκεκριμένο χωρίο της Καινής Διαθήκης το «μενούνγε» θα μπορούσε να ισοδυναμεί με τα νεοελληνικά «πράγματι», «ναι, μάλιστα», «βεβαιότατα»! Είναι αξιοσημείωτο ότι με την ίδια σημασία αναφέρεται το «μενούνγε» και σε άλλα τρία χωρία της Καινής Διαθήκης: Ρωμαίους 9/θ: 19• 10/ι: 18• Φιλιππισίους 3/γ: 8. Σε όλες τις περιπτώσεις η λέξη «μενούνγε» επιβεβαιώνει τη σημασία της προηγούμενης προτάσεως και επεκτείνει το νόημά της.
Για να περιορισθώ στο Λκ 11/ια: 28, στο στίχο, που αποτέλεσε την αφορμή του σχολίου αυτού, ο Κύριος απαντώντας στον μακαρισμό της γυναίκας προτάσσει το «μενούνγε» όχι για να αρνηθεί ή να μειώσει το θαυμασμό προς την μητέρα του. «Ουκ αρνείται την κατά φύσιν συγγένειαν, αλλά προστίθησι της κατ αρετήν», σχολιάζει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, (Εις το κατά Ματθαίον 45,1). θέλει να πει ο Κύριος ότι συμφωνεί απόλυτα και αποδέχεται ως ειλικρινή και άδολη τη λαϊκή έκφραση του θαυμασμού προς την μητέρα του. Επιπλέον, με όσα λέγει στη συνέχεια θέλει να οδηγήσει τη σκέψη των ακροατών του σε κάτι υψηλότερο. Το νόημα των λόγων του ειναι: «Ναί, μάλιστα βέβαια! Μακαρία η μητέρα μου, όπως λες, αλλά κι εγώ σου λέω ότι μακάριος είναι εκείνος, που ακούει το θείο λόγο μου και τον τηρεί».
Β. Ερμηνεία της λέξης πρωτότοκος
.Στο γλωσσάριο που ακολουθεί το μεταφρασμένο κείμενο της Καινής Διαθήκης δίνονται κάποιες ερμηνείες σε ορισμένους θεολογικούς όρους.
Στην σελ.698 διαβάζουμε την ερμηνεία της λέξης «πρωτότοκος» που είναι παραπομπή του στίχο 25 του πρώτου κεφαλαίου του κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο(«έτεκε τον Υιόν Αυτής τον πρωτότοκον» σελ.6).Η ερμηνεία που γράφεται είναι η παρακάτω.
«πρωτότοκος: Η αναγνώριση ότι η ζωή ανήκει στο Θεό επέβαλλε την προσφορά των «πρωτοτόκων ζών ως θυσία. Την προσφορά των πρωτοτόκων των ανθρώπων αντικαθιστούσε στον Ισραήλ η αφιέρωση λευιτών στο Θεό ως ιερέων».
Σχόλια.
Η ερμηνεία αυτή, πολύ παραπλανητική δεν ερμηνεύει γιατί ο Ιησούς Χριστός χαρακτηρίστηκε ως «πρωτότοκος», αφήνοντας εύκολα να εννοηθεί ότι θα υπάρχουν και δευτερότοκοι. Λέγει ο Μ.Βασίλειος.«ου πάντως ο πρωτότοκος προς τους επιγινομένους έχει την σύγκρισιν αλλ’ ο πρώτος διανοίγων μήτραν, πρωτότοκος ονομάζεται» (βλ. και Έξοδ. λδ’ 19-20).
Αλλά το «πρωτότοκος», δεν σημαίνει εδώ τον πρώτον τόκον, μεθ’ ον έπονται και άλλοι, αλλά τον «Μόνον».
Την λέξη δε «πρωτότοκος» την συναντάμε στην Αγ. Γραφή και με την σημασία του αγαπητός, εξαίρετος, εκλεκτός, περιούσιος: «Συ δε ερείς τω Φαραώ. Τάδε λέγει Κύριος, υιός πρωτότοκός μου Ισραήλ» (Έξοδ. δ’ 22), ως και: «Πανηγύρει και εκκλησία. πρωτοτόκων εν ουρανοίς απογεγραμμένων» (Έβρ. ιβ’ 22), ως και «Πρωτότοκον εν πολλοίς αδελφοίς» (Ρωμ. η’ 29).
Και πράγματι, ο Κύριος είναι ο Υιός του Θεού. Ως άνθρωπος όμως είναι «πρωτότοκος» μεταξύ πολλών αδελφών, ημών των χριστιανών, που αναγεννήθηκαν με την πίστη σε Αυτόν και υιοθετήθηκαν από τον Θεό με το Άγιο Βάπτισμα. «Ελάβομεν εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (Ιωάν. α’ 12) και ως τοιαύτα τέκνα, εχωμεν πρωτότοκον αδελφόν τον Κύριον, «Τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν» (Έβρ. ιβ’ 2).Ακόμη ο Κύριος λέγεται, «Πρωτότοκος εκ των νεκρών» (Κολ. α’ 18, Αποκ. α’ 5), και «πρωτότοκος πάσης κτίσεως» (όχι πρωτόκτιστος) (Κολ. α’ 15). Και «πρωτότοκος εκ νεκρών» λέγεται, διότι Αυτός πρώτος έσπασε τα δεσμά του Άδου «αναστηθείς και δωρήσας την ζωήν και την ανάστασιν εις τους εις Αυτόν πιστεύοντας (Ιωάν. ια’ 25-26). «Πρωτότοκος δε πάσης κτίσεως», λέγεται, διότι είναι ο προαιώνιος γεννηθείς υπό του Πατρός πριν ή δημιουργηθεί οιαδήποτε κτίσις «ορατή ή αόρατος».
Ούτως ο Θεός Πατήρ θέλησε, ίνα ο μονογενής Αυτού Υιός και Λόγος «γένηται εν πάσιν αυτός «πρωτεύων» (Κολ. α’ 18). «Πρωτότοκος» του Θεού Πατρός (Εβρ. α’ 6). «Πρωτότοκος» της Μητρός Αυτού (Ματθ. α’ 25). «Πρωτότοκος» εν πολλοίς αδελφοίς (Ρωμ. η’ 26).«Πρωτότοκος» εκ νεκρών (Κολ. α’ 18, Αποκ. α’ 5).«Πρωτότοκος» πάσης κτίσεως, (Κολ. α’ 15) και δημιουργός των πάντων, κατά το: «Πάντα δι’ αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν» (Ιωάν. α’ 1).