28η Οκτωβρίου 1940 - Μεθεόρτιες Σκέψεις
Γράφει ο Χρήστος Τούμπουρος
«Ο Ελληνισμός, για την ώρα τουλάχιστον, επέτυχε ως γένος, αλλ᾿ απέτυχε ως κράτος!» Οδυσσέας Ελύτης
Είναι αλήθεια πως η καταβύθιση στην ιστορική μνήμη δεν πλασάρεται ως εμπορικό προϊόν, και περισσότερο η μέθεξη στα διδάγματα που είναι επόμενο να αντλήσει ο Έλληνας από την εποποιία του 40, καθώς και η ανασκόπηση στη μνήμη των ναζιστικών θηριωδιών δεν προσφέρει «εμπορικό αντάλλαγμα» και επομένως δεν αποτιμάται. Αλίμονο!
Ακόμη περισσότερο και το «κατάφατσα» κοίταγμα των διαχρονικών και οικουμενικών συμβόλων του αγώνα κατά του φασισμού και ναζισμού -ζούνε ακόμη πολλοί που βίωσαν τη ναζιστική θηριωδία- ξεπερνάει κατά πολύ της προβολής της όποιας αφεντομουτσουνάρας μας και επομένως μας παρασύρει στην ασημότητα και στον παραμερισμό. Συνεπώς δεν μπορούμε να στήσουμε κάμερες να εκμεταλλευθούμε τη δύναμη της κάμερας και να «μοντάρουμε» το πρόσωπό μας δείχνοντας την όποια συναισθηματική μας φόρτιση και την αποφασιστικότητά μας για την υπεράσπιση των ιδανικών για τα οποία οι αγωνιστές του 40 «άφησαν τα κοκαλάκια τους», εκεί στα κακοτράχαλα βουνά της Πίνδου.
Η όποια κατάθεση ψυχής των συμπανηγυριζόντων και εθνικώς υπερηφάνων νεοελλήνων για τα κατορθώματα των προγόνων μας, η κραυγή αγωνίας για το δίκαιο και την ειρήνη, για την αποκατάσταση -εδώ σε θέλω κάβουρα- των θυμάτων από τα εγκλήματα της Κατοχής, η καταγγελία της ναζιστικής βίας, θέλει ατόφιο πρόσωπο και οπωσδήποτε όχι μονταρισμένο, τουτέστιν φκιασιδωμένο. Θέλει ανάταση ψυχής και εθνικό συναίσθημα που ατσαλώνει την ελληνική πνοή και καταυγάζει την αγωνιστική ψυχή. «Ελεύθερα πεθαίνουμε και δούλοι εμείς δε ζούμε»!
Το έπος του 40 δεν έχει καμιά σχέση με την ευγένεια και την γονυκλισία στους τότε αιμοσταγείς κατακτητές μας και στους δήθεν ευσπλαχνικούς σήμερα συμμάχους μας. Καμιά σχέση με την αγωνία «μήπως το μάθουν και στενοχωρηθούν.» Γιατί το δίκαιο ενός τέτοιου αγώνα δεν έχει φωνή κι ούτε «πιάνεται» με την κάμερα, για να μπαστακωθούμε απίκου, αλλά «σεργιανά» στα φαράγγια των Ηπειρώτικων βουνών, στα λημέρια της κλεφτουριάς και στα απόσκια της ηπειρώτικης αντρειοσύνης. Εκεί όπου λιπάστηκε με τα σώματα των αγωνιστών και ποτίστηκε με τα δάκρυα των μαυροφορεμένων γυναικών. Στα μαρτυρικά χωριά της Ηπείρου. Δρόμος κακοτράχαλος, μαρτυρικός, αλλά περήφανος!
Εκεί, ακριβώς όπου οι σκοτωμένοι με διαρκή και περήφανη φωνή ρωτάνε: «Τι θέλουν στον τόπο μας οι ξένοι;/Εμείς κανέναν δεν μισούμε. Αφήστε μας,/ν’ αγαπάμε τον κόσμο, να σας αγαπάμε./Εμείς άλλον εχθρό δεν έχουμε/παρά μονάχα κείνον που δε σέβεται τον Άνθρωπο […]» Γ. Ρίτσος
Ο σεβασμός που είναι σύμφυτος με την ανθρώπινη ύπαρξη και τη συγκρότηση κοινωνιών. Το δίδαξε ο Πλάτωνας, εδώ και χιλιάδες χρόνια. («Αιδώς» και «Δίκη»). Μόνο που τα ξεχάσαμε όλα αυτά στο διάβα της ιστορίας. Παραλλάξαμε και την έννοια του σεβασμού και της εθνικής υπερηφάνειας και σβήσαμε την όποια αξία τους. Πλήρης η καταβύθιση στην κατεβασιά της παγκοσμιοποίησης. Ανάταση, επίκυψη, συμφωνία!!!
Παράλληλα στην χοάνη της αδιαφορίας, του ατομικισμού και της απάθειας ρίξαμε μέσα -συνειδητά ή ασυνείδητα- φασίζουσες συμπεριφορές και φασιστοειδή υποκείμενα που πασαλείφθηκαν με τη λούμπρ’ του μεσσία, του μπρατσαδόρου και του τιμητή των πάντων. Αυτών που θαυμάζουν τη δύναμη όχι του μυαλού, αλλά των μπράτσων. Ζητείται υδραυλικός για το τρύπιο καζανάκι της σκουριασμένης σκέψης τους. Τα βρομόνερα του φασισμού ξεχείλισαν και παρέσυραν σκέψη, αξίες και αρετή δολοφονώντας τα ιδανικά για τα οποία ο Έλληνας έδωσε τη ζωή του στα βουνά της Πίνδου.«Ύες βορβόρω ήδονται μάλλον ή καθαρώ ύδατι.» Ηράκλειτος.
(μτφρ: τα γουρούνια ευχαριστιούνται περισσότερο στον βούρκο, παρά στο καθαρό νερό).