Ανέκδοτα Διηγήματα Σύγχρονων Ελλήνων Πεζογράφων

Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης

Η σωτήρια λάμψη

Ακούμπησε τον αγκώνα στο περβάζι του παράθυρου, καθάρισε την διόπτρα του στόχαστρου και συναντήθηκε στο σημείο του σταυρού. Διερεύνησε το μέρος που είχε αντίκρυ. Μια μάντρα που στην πλάτη της υπάρχει ένα ποδήλατο.
Σε λίγα λεπτά θα τελείωνε μια για πάντα. Ο κόμπος που είχε στο στήθος θα έφευγε.
– Ακούς εκεί παραμιλούσε να μη με σέβεται… Του το είπα δυο φορές και συνεχίζει να κάνει του κεφαλιού του. Θα του δείξω είπε και έσφιξε τη γροθιά . Γύρισε πάλι στο παράθυρο και πήρε ξανά θέση βολής. Τώρα έβλεπε καθαρά το νέο που ερχόταν απ’ το βάθος του δρόμου. Κλωτσούσε ένα χαρτόκουτο και σφύριζε από χαρά. Έφερε το δείχτη στο σημείο που θα πατούσε την σκανδάλη. Περίμενε για λίγο και την πάτησε με τόση σιγουριά που τα μάτια του πλημμύρισαν από ικανοποίηση βλέποντας το νέο να σωριάζεται στο έδαφος. Άφησε το όπλο και προσπάθησε να ξεφύγει βάζοντας φτερά στα πόδια του.
……………………………………………………………………………

Ο Μελέτης μεγάλωσε σε μια οικογένεια που δεν είχε προκοπή. Η γνώμη του άλλου δεν είχε αξία γιατί μπορούσε να αλλάξει με την ισχύ της δύναμης. Με το ζόρι έβγαλε το δημοτικό . Δοκίμασε χίλια δυο επαγγέλματα και κατέληξε στα νυχτερινά κέντρα. Γρήγορα έγινε πρωτοπαλίκαρο φόβος και τρόμος της περιοχής. Με το ξύλο και τις απειλές πετύχαινε αυτό που ήθελε. Μιλούσε αργά και δεν επαναλάμβανε τις λέξεις. Η μη προσταγή σήμαινε καταστροφή. Όλα γίνονταν γης μαδιάμ και ο Μελέτης αποκτούσε μεγαλύτερη φήμη. Τα τελευταία χρόνια σκέφτηκε να ανοίξει ένα μπαρ. Έφερε Ρωσίδες και Βουλγάρες. Απ’ τις γυναίκες του μπαρ η πιο όμορφη ήταν η Βάλια. Την πρόσεχε σαν τα μάτια του. Είχε σπάνια ομορφιά. Οι περισσότεροι την φώναζαν πριγκηπέσα. Ξόδευαν τα χρήματά τους περιμένοντας μάταια κάποια ανταπόκριση. Και ενώ η Βάλια ήταν σκληρή λύγισε μπροστά στην θωριά του Θεοδόση. Απ’ την πρώτη επίσκεψη στο μπαρ η Βόλια κάθισε κοντά του. Με τον τρόπο της έμαθε από πού κατάγεται και πόσο καιρό θα μείνει στην στρατιωτική μονάδα. Σε λίγο καιρό οι φαντάροι άρχισαν να διαδίδουν ότι ο Θεοδόσης έχει είναι ερωτευμένος με την Βάλια. Η φήμη έφτασε στα αυτιά του Μελέτη .Όταν επιβεβαίωσε την αλήθεια έπιασε την Βάλια και της εξηγήθηκε στα ίσια.

-Κομμένα τα σου και μου με τον φαντάρο. Πρόσεξε καλά γιατί αλίμονο σου , της είπε.
Ακολούθησε ο Θεοδόσης. Για να γίνει πιο πειστικός ο Μελέτης έβαλε μπράβους να τον σαπίσουν στο ξύλο.
Ο Μελέτης δεν μπορούσε να χωνέψει ότι έβαλε συνεταίρο στο κρεβάτι. Η Βάλια του ανήκε και θα σύντριβε όποιον του την έπαιρνε. Όταν αντιλήφθηκε ότι ο φαντάρος είναι ξεροκέφαλος τότε αποφάσισε να δώσει την τελική λύση.
……………………………………………………………………………

Οι πυροβολισμοί χάλασαν τον μεσημεριάτικο, καλοκαιρινό ύπνο του χωριού. Τα ανοικτά παράθυρα αντάμωσαν με τη θέα του πεσμένου παλικαριού. Οι ψυχραιμότεροι έτρεξαν δίπλα στο παλικάρι και διαπίστωσαν με χαρά ότι είναι ζωντανός. Άκουσαν το Θεοδόση που με δυσκολία προσπαθούσε να μιλήσει. Σήκωσε το χέρι δείχνοντας το μέρος απ’ το οποίο προήλθαν οι πυροβολισμοί. Το παλιό αρχοντικό λουζόταν απ τις ακτίνες του ήλιου που τρεμόπαιζε πάνω στους κίτρινους τοίχους. Η επιβεβαίωση της μαρτυρίας του Θεοδόση έγινε με το άνοιγμα της πόρτας του αρχοντικού. Ο Μελέτης βγήκε προς τη δημοσιά κρατώντας τη Βάλια. Μπήκε στο αυτοκίνητο πάτησε το γκάζι και έγινε καπνός. Όταν έφτασε ο κύριος ενωμοτάρχης ο δράστης είχε εξαφανιστεί. Ο κύριος ενωμοτάρχης βλέποντας τη δυσπιστία του πλήθους θέλησε να τους πείσει ότι ο δράστης τελικά θα πιαστεί.

Πήρε το κατάλληλο ύφος για την περίσταση σήκωσε το χέρι φούσκωσε το στήθος και βροντοφώναξε .
– Η αστυνομία θα κάνει το καθήκον της.
Το πλήθος δεν ήξερε πώς να αντιδράσει και κάποιοι χειροκρότησαν. Ο ενωμοτάρχης έσκυψε το κεφάλι και έβαλε το χέρι στο στήθος δηλώνοντας την ευχαρίστηση για την αναγνώριση των υπηρεσιών του.
……………………………………………………………………………

Ο Μελέτης σκεφτόταν χίλια δυο πράγματα για να ξεφύγει απ τους κυνηγούς του. Σκέφτηκε την ιδέα να κρυφτεί στην εκκλησία του διπλανού χωριού .Ήξερε πως δεν θα τον εύρισκαν εύκολα. Θα έμενε για κάποιο διάστημα εκεί και έπειτα θα σχεδίαζε τι θα κάνει.
Η Βάλια του ήτανε βάρος αλλά θα τη χρησιμοποιούσε σαν όμηρο. Την έσερνε σαν ζώο και της φερόταν βάναυσα. Όταν έφτασε στον Αϊ-Μηνά τον υποδέχτηκε με χαρά ο θείος του ο παπά –Γιώργης. Του έδωσε κατάλυμα και γρήγορα προσπάθησε να μάθει τι έχει συμβεί. Ο παπά –Γιώργης του υποσχέθηκε ότι θα τον βοηθήσει. Και πράγματι όλα πήγαν καλά για μια ακόμη εβδομάδα. Εκείνο το βράδυ ο μάστρο –Πανάγιος είχε πιει λίγο περισσότερο τόσο που να μπερδέψει το σπίτι του και να πάει στο κατάλυμα της εκκλησίας.

Χτύπησε την πάρα πολλές φορές και μη παίρνοντας απάντηση την κλώτσησε με δύναμη. Με την φόρα που είχε μπήκε στον ξενώνα και βρέθηκε αντιμέτωπος από ένα καταιγισμό με γροθιές .Όταν ξύπνησε ανακάλυψε πως τον είχαν δέσει πάνω στην καρέκλα. Απέναντί του είχε ένα σωματώδη άντρα και μια κοπέλα. Δεν μπορούσε να αντιληφθεί τι συμβαίνει. Θες το μεθύσι , θες η φάτσα του νέου του έδωσαν να καταλάβει ότι την έχει άσχημα. Κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο παπά –Γιώργης. Έμοιαζε αναστατωμένος. Πήρε τον Γιγή στο διπλανό δωμάτιο και του εξήγησε ότι έπρεπε να φύγει. Ακούστηκαν δυνατές φωνές ,θόρυβος και ο ιερέας ξαναβγήκε οργισμένος απ’ το δωμάτιο. Ο ιερέας έκανε το σταυρό του και ευχήθηκε να φύγει γρήγορα ο Γιγής για να αποφύγει αυτό το άσχημο μπλέξιμο σε μια υπόθεση που δεν είχε κανένα λόγο να αναμιχθεί.
……………………………………………………………………………

Ενώ συνέβαιναν αυτά η Βάλια ήταν χαμένη στον κόσμο της. Ήθελε να ξεμπλέξει απ’ τον αφέντη δυνάστη και σκαρφιζόταν χίλιους δυο τρόπους για να δραπετεύσει. Περίμενε να κοιμηθεί ο Μελέτης ώστε να μπορέσει να του ξεφύγει .Για να πετύχει το σχέδιό της χρειαζόταν βοήθεια. Ο μάστρο –Πανάγιος έμοιαζε ως καλός συνεργός.
-Την νύχτα θα τον ξελύσω σκέφτηκε και θα του ορμήσουμε μαζί. Όταν τα φώτα έσβησαν προσπάθησε να προσποιηθεί την κοιμισμένη προσδοκώντας την κατάπτωση του οργανισμού του Μελέτη και την άφεσή του στην αγκαλιά του ύπνου. Με το άκουσμα του ροχαλητού του Μελέτη η Βάλια πλησίασε τον μάστρο –Πανάγιο τον κούνησε και του έκανε νόημα να μη βγάλει ανάσα. Του έκοψε τα σκοινιά απ’ τα χέρια και του έδειξε την εξώπορτα. Και ενώ ετοιμάζονταν να φύγουν το γέλιο του Μελέτη έσεισε το δωμάτιο.
-Χα! Χα! Χα! Νομίζατε ότι θα μου τη σκάσετε ,είπε και σήκωσε το όπλο που το είχε κρυμμένο κάτω απ’ το σεντόνι Ανασηκώθηκε και με την κάνη του όπλου σημάδεψε πρώτα τον μάστρο –Πανάγιο και έπειτα την Βάλια.

Οι ανάσες του μάστρο – Πανάγιου και της Βάλιας έβγαιναν με κόπο γιατί ήξεραν ότι περνούσαν τις τελευταίες στιγμές της ζωής τους. Σκέφτηκαν να αντιδράσουν αλλά η ανάληψη πρωτοβουλίας θα τους έφερνε μια ανάσα πιο γρήγορα απ’ το μοιραίο. Έτσι απόμειναν αποσβολωμένοι υποχείριοι της βούλησης του αδίστακτου ανθρώπου.
Ο Μελέτης έχοντας την υπεροχή του όπλου προσπαθούσε να τους μειώσει το ηθικό. Χάιδεψε την σκανδάλη και με το χέρι έσπρωξε τη Βάλια και την πρόσταξε να δέσει τον μάστρο –Πανάγιο πάνω στην καρέκλα. Του σφράγισε το στόμα με πανί και βγήκε έξω μαζί με την Βάλια κρατώντας το πιστόλι στο χέρι. Πρέπει να διάβηκε καμιά εικοσαριά μέτρα όταν ακούστηκαν πυροβολισμοί. Ο Μελέτης σωριάστηκε κατά γης. Ανήμπορος να σηκωθεί απ’ το χώμα έψαχνε να βρει μια εξήγηση . Δεν γνώριζε ότι η αστυνομία είχε ανακαλύψει τα ίχνη του. Η εξαφάνιση του μάστρο –Πανάγιου και η δήλωση εξαφάνισής του επέτρεψε στην αστυνομία να διερευνήσει την υπόθεση με ιδιαίτερη προσοχή. Παρακολούθησε την κίνηση γύρω απ την περιοχή που χάθηκε ο μάστρο –Πανάγιος και όταν ανακάλυψε που είναι κρυμμένος ο Μελέτης περίμενε κάποιο λάθος του για να επέμβει.

Είχε αποφασιστεί να πραγματοποιηθεί η επέμβαση με όσο δυνατό λιγότερα θύματα. Με την έξοδο του Μελέτη απ’ το κρησφύγετο κατάλαβαν ότι είχαν τον δράστη στα χέρια τους. Οι δυο ελεύθεροι σκοπευτές και οι υπόλοιποι αστυνομικοί μετέτρεψαν την δύσκολη υπόθεση σε μια άσκηση ρουτίνας.
Ο Μελέτης έπαιξε και έχασε. Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει τι θα συνέβαινε αν κατάφερνε να δραπετεύσει.
Την Βάλια τον μάστρο – Πανάγιο και όλους αυτούς που βασάνιζε. Τώρα όμως ήταν ελεύθεροι και μπορούσαν να κάνουν ότι ήθελαν. Έτσι λοιπόν η Βάλια έφυγε απ’ το χωριό και περιπλανήθηκε στις πόλεις της Ελλάδας.
Όσο για τον Θεοδόση μετατέθηκε στην Μακεδονία.
Το μόνο που έμεινε ήταν η ενθύμηση η οποία σιγά –σιγά άρχισε να ξεχνιέται απ’ τη σκόνη της λήθης. Όλα ξεχάστηκαν το ίδιο εύκολα όπως τότε που συνέβησαν.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης κατάγεται από την Λέσβο και γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε τις επιστήμες της Παιδαγωγικής και της Θεολογίας. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Μπέρμπιχαμ και μετεκπαιδεύτηκε στο Μόναχο. Εργάστηκε ως δάσκαλος στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση για μια τριακονταετία. Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων και έχει δημοσιεύσει αρκετά διηγήματα, δοκίμια, ποιήματα, κριτικές βιβλίων και συνεντεύξεις με συγγραφείς σε διάφορα βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά. Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα Αλβανικά, στα Γερμανικά και στα Ισπανικά. Από το 2002 ζει στο Μενίδι Αιτωλοακαρνανίας. Τελευταίο βιβλίο του το μυθιστόρημα «Οι σημειώσεις του φαροφύλακα», εκδόσεις Στοχαστής.