«Ψεύτης παράδεισος» Θ.Καλογιάννη
Εκδόσεις Εστία2023 σελ.160
Γράφει : Ο Κώστας Α.Τραχανάς
Πώς φαίνεται άραγε ο κόσμος μέσα από τα μάτια του ξένου, του άλλου, του σκύλου;
Έξι σκυλιά (ο Άλεξ, η Ρωξάν, η Στέλλα, ο Μύθος, ο Φιξκαι η Μπελατριξ) και ένας γαλάζιος παπαγάλος Αμαζονίου,ο Πειρασμός ( που έβαζε ιδέες και έσπερνε διχόνοιες), ήταν η «συμμορία των 7» και ζούσανε σε μια μάντρα, ενός ρακοσυλλέκτη.Σε καμιά αλητεία δεν είχανε μάθει , είχανε μεγαλώσει στην μάντρα ,στον Παράδεισο , πιστεύοντας πώς ήταν τα παιδιά του θεού, μόνο που αποδείχτηκαν όλα ψέματα και τελικά ήταν απλώς σκυλιά και οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν την γλώσσα τους και δεν μπορούνε να τους πούνε την ιστορία τους .Εκεί στην μάντρα, ζούσαν με έναν Κύριο που ήταν ο θεός τους, εκεί μεγαλώσανε , εκεί πεινάσανε και διψάσανε , εκεί ξαπλώσανε στον ήλιο και λιαστήκανε , εκεί βλέπανε τα σύννεφα να περνούν πάνω από τη μάντρα και νιώθανε ασφαλείς και προστατευμένοι. Η μάντρα ήταν κλειδωμένη. Ο τοίχος ψηλός. Ο έξω κόσμος άγνωστος κι αυτά σκυλιά πολύ τρομαγμένα.
Δεν ήταν αδέσποτα κοπρόσκυλα αλλάκαθαρόαιμα ,Εγγλέζικα,κυνηγόσκυλα Σέτερ.Ήταν σκυλιά δεν ήταν λύκοι.
Ήταν οι καλύτεροι φίλοι του ανθρώπου. Δεν ήταν απλώς σκυλιά ,ζώα χωρίς ψυχή και μυαλό , αλλά κάτι πολύ λιγότερο.
Δεν ήταν ζωή αυτή ,ήταν ζωή σκυλίσια!!
Όλα τα πράγματα που είχανε δει μέχρι τώρα ήταν απάτες ,φαντάσματα ενός καλύτερου , ανώτερου κόσμου που δεν θα τον πλησιάζανε ποτέ.Ο έξω κόσμος ήταν γεμάτος ψεύτικα τραπέζια, ψεύτικες καρέκλες και χάρτινες ταβέρνες, ψεύτικους καναπέδες και ψεύτικους θεούς. Και το μόνο που έμεινε σίγουρο ήταν αυτό που νιώσανε , σκύλοι , γάτες, άνθρωποι, παπαγάλοι, όλοι…Αυτό δεν ήταν φάντασμα και δεν μπορούσε να τους το πάρει κανείς…
Κι αν ήταν ψεύτης αυτός ο μικρός παράδεισος και τους είχε ξεγελάσει , ο έξω κόσμος ήταν πολύ χειρότερος…
Το σπίτι τους αυτό ήταν ο ψεύτης παράδεισος , το πρώτο τους σπίτι και μοναδικό, καλό ή κακό, αληθινό ή ψεύτικο και ο Κύριος ήταν το μόνο αφεντικό τους .Τίποτα δεν μπορούσε να το αλλάξει αυτό.Γιατί αυτά τα σκυλιά ήταν πάνω από όλα πιστά.
Εκεί δεν υπήρχαν ,όπως στον έξω κόσμο, ούτε λεωφόροι ,ούτε πλατείες ,ούτε μπαλκόνια , ούτε ταράτσες, ούτε κλουβιά, ούτε καναπέδες, ούτε ψησταριές, ούτε κυνηγοί, ούτε βουνά ,ούτε θάλασσα, ούτε άνθρωποι ,που δεν τους είχανε την παραμικρή εμπιστοσύνη , ούτε την κακία τους, ούτε την καλοσύνη τους , ούτε τα φαγητά και τα χάδια τους, γιατί όλα αυτά ήταν το πραγματικό Χάος και το Έρεβος…
Τα σκυλιά αυτά θέλανε να δραπετεύσουν στο βουνό ,για να βρούνε την ελευθερία τους. Η ελευθερία όμως ήταν τελικά πολύ δύσκολο πράγμα , έχει πείνα και κρύο και ταλαιπωρία και πρέπει συνέχεια να παίρνεις αποφάσεις.Όποιο λάθος κάνεις το πληρώνεις μόνος σου, κανείς δεν σε διατάζει ,αλλά κανείς δεν σε φροντίζει.Αυτά τα σκυλιά πριν είχαν διαλέξει να ζήσουνε με ανθρώπους και ξεχάσανε να είναι λύκοι, τους φόρεσαν κολλάρο με ταυτότητα , τα έβγαλαν βόλτα με το λουρί, τους κάνανε στείρωση, τα μάθανε να δίνουνε ευγενικά το χεράκι και να υπακούνε στις Εντολές τους , όλα για ένα πιάτο φαΐ, ένα ζεστό κρεβάτι και λίγη καλοσύνη. Μα ότι κι αν κάνανε , τίποτα δεν τους βγήκε σε καλό , σταθήκανε άτυχοι με τους ανθρώπους κι έπρεπε να πορευτούνε μόνοι τους.
Τελικά η σωτηρία είναι πολύ βαριά λέξη , ο καθένας τη φαντάζεται αλλιώς και η σωτηρία του ενός μπορεί να είναι φυλακή του άλλου. Έρχεται καιρός που είσαι χορτάτος αλλά δεν χαίρεσαι, κι έρχεται ο καιρός που πεινάς αλλά δεν λυπάσαι καθόλου…
Μακριά , μακριά από τους ανθρώπους , όσο γίνεται πιο μακριά. Όλοι ήταν κακοί , όλοι ψεύτες , όλοι πονηροί ,από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο!
Τα σκυλιά, τα πουλιά, ακόμα και τα δέντρα , μπορεί να έχουν άλλη άποψη για τη ζωή – πόσο μάλλον οι ξένοι, οι μοναχικοί, οι ανέστιοι. Όμως όλοι έχουν δικαίωμα στην ελπίδα, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για το κάθε πλάσμα.
Μια περιπλάνηση, μια Οδύσσεια σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής μέσα από δοκιμασίες και περιπέτειες, που οδηγούν στην αυτογνωσία – και τελικά πίσω σε μια παράξενη Ιθάκη.
Η καλύτερη ζωή είναι αυτή που ονειρεύονται οι πρωταγωνιστές του Ψεύτη Παράδεισου , αλλά η αληθινή ζωή είναι αυτή που μαθαίνουν στην πορεία…
Διαβάστε το.
Η Θεοφανώ Καλογιάννη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1967 και μεγάλωσε στη Σουηδία και τη Λήμνο. Σπούδασε συντήρηση έργων τέχνης, αγγλική φιλολογία, ζωγραφική και γλυπτική στην ΑΣΚΤ. Είναι επίσης διπλωματούχος βυζαντινής μουσικής από την Αρχιεπισκοπή Αθηνών.
Βιβλία της: Ο Θάνατος του Ιππότη Τσελάνο και άλλες ιστορίες (Εστία 1989, Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών 1992), Ιστορίες από τις Γραφές (Ωκεανίδα 2001), Άνοιξον (Εστία 2004, από την ομότιτλη παράσταση του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών) και Ο Κήπος με τα γκρι (Εστία 2004, παιδικό, με εικονογράφηση της ιδίας).
Κείμενά της έχουν δημοσιευθεί σε συλλογικούς τόμους, καθώς και στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο. Τα διηγήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, σουηδικά και βουλγαρικά. Μεταφράζει λογοτεχνία από τα σουηδικά, τα νορβηγικά και τα αγγλικά.
Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ασχολείται ενεργά με την εκπαίδευση και την επανένταξη αδέσποτων σκύλων.