«Columbia»

Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου

Saigon Bride
«…Αντίο θλιβερή μου νύφη Σαϊγκόν
βγαίνω να σταματήσω την παλίρροια.
Μια παλίρροια που δεν είδε ποτέ τις θάλασσες.
Κυλάει μέσα από ζούγκλες, γύρω από δέντρα.
Άλλοι λένε ότι είναι κίτρινη άλλοι λένε κόκκινη.
Δεν θα έχει σημασία πότε θα πεθάνουμε .
Πόσοι νεκροί θα χρειαστούν…»
Της Joan Baez

Δεν ξέρω πως αλλά Μεγαλοβδομαδιάτικα θυμήθηκα τον Δημήτρη Νόλλα. Θες το μελαγχολικό των ημερών, η τρυφερότητα της ανάμνησης, το γλυκόπικρο του «τότε», δεν ξέρω πως αλλά ξαναπήρα στα χέρια μου κι ανακάλεσα ως τυμβωρυχία της μνήμης το «Ονειρεύομαι τους φίλους μου», ένα οδοιπορικό στο παρελθόν σημαδεμένο από ανθρώπους, στιγμές, τόπους. Ιδίως όμως σημαδεμένο από μνήμες, υπαινιγμούς και υποσχέσεις.
Είδα με τα μάτια του «τώρα» φίλους του «χθες», είδα τώρα τις αντοχές του χθες, αφουγκράστηκα τώρα αυτό το ένδοξο «χθες». Όχι, δεν απόρησα. Δεν εξεπλάγην.
Δεν εξεπλάγην βλέποντας, εντελώς τυχαία, σέναν φροντισμένο πεζόδρομο, στα χαμηλά του Παγκρατίου, το ισόγειο γραφείο του Γιάννη Κ., συμφοιτητής, στρατευμένος στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, διάνυσε ώρες και χιλιόμετρα στα αμφιθέατρα και τους δρόμους της Κομοτηνής κολλώντας αφίσες. Μια φορά μάλιστα που συνελήφθη, θάταν ’80 με ’81, κάναμε συγκέντρωση στο κτήριο της Αστυνομίας για να τον αφήσουν.
Ο Γιάννης σήμερα, μαζί με την συναγωνίστρια συμφοιτήτριά του που έγινε γυναίκα του και μάνα του παιδιού του, έχει ένα όμορφο και λειτουργικό γραφείο με minimal διακόσμηση και δερμάτινες πολυθρόνες.

Ασκεί, κυρίως , συμβουλευτική δικηγορία, είναι νομικός σύμβουλος σε μια μεγάλη πολυεθνική και το φόρτε του είναι «το δίκαιο του ανταγωνισμού».
Η κόρη του, απ’ ό,τι μου είπε, τελείωσε το «Derre» και συνεχίζει την ψυχολογία στο Λονδίνο. Όταν είδα την κυριακάτικη «Καθημερινή» μαζί με τα ένθετα στο γραφείο των συσκέψεων και τον ψιλοπείραξα «που είναι ο Λαϊκός Αγώνας» χωρίς να διστάσει μου είπε : «Κοίτα να δεις, εγώ δεξιός δεν είμαι, ψήφισα Μητσοτάκη κι όχι ΝΔ, οι άλλοι, τα ξέρεις, ήταν για πέταμα».

Είπαμε και κάποια άλλα, για κοινούς γνωστούς και φίλους, δώσαμε ραντεβού στους Παξούς «που πηγαίνει κάθε καλοκαίρι γιατί έχει ξετρελαθεί η Λία» κι αποχώρησα ησύχως. «Ρε μπαμπά αλήθεια κόλλαγε αφίσσες αυτός ;» με ρώτησε , μάλλον απορημένη, η κόρη μου. «Ναι Νεφέλη, ο Γιάννης κόλλαγε αφίσσες, ήταν φτωχόπαιδο, καλός φοιτητής και φανατικός ΠΠΣΠ. Καλό παιδί».

Η Ματίνα Α., αγαπημένη και πολύτιμη φίλη , απ’ τα τιμαλφή της φοιτητικής μου ζωής που δραπέτευσε απ’ το σκευοφυλάκιο των αναμνήσεων σένα δροσερό «σήμερα» ήταν μια κλασσική ΠΑΣΠίτισσα.
Σήμερα δικηγορεί κυρίως στο ΣτΕ, απέκτησε «όνομα» στο «Δίκαιο του περιβάλλοντος», η αισθητική της αποτυπώνεται έντονα στο (υπέροχο) σπίτι της, τα ρούχα, τα κοσμήματα και το γραφείο. Ο δευτερότοκος Κωστής παρέμεινε στη Βοστώνη όπου πήγε απ’ του «Μωραΐτη» με πλήρη υποτροφία. Πέρυσι επισκέφτηκε τα Τζουμέρκα, θαύμασε πάλι την Παρηγορήτισσα κι εξακολουθεί, «με βαριά καρδιά» να ψηφίζει ΠΑΣΟΚ, «Ρε Βαγγελάκη δεν τραβάει αυτός ο Ανδρουλάκης».

Απ’ το γραφείο του Βασίλη Β., χωρίς καν να βγεις στο μπαλκόνι, βλέπεις την γέφυρα του Ρίου κι ένα μικρό κομμάτι απ’ το ενετικό λιμάνι της πόλης του.
Ο Βασίλης παραμένει μάχιμος δικηγόρος της επαρχίας, παλιότερα ήταν και υποψήφιος του ΚΚΕ στα χωριά της γενέθλιας γης του, θα βρεις ακόμα τον «Ριζοσπάστη» στο γραφείο του, γραφείο μικρό, ταλαιπωρημένο απ’ τον χρόνο. Στα χρόνια της Νομικής ήταν «ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές», αφίσες, πανώ, συνθήματα, «Ριζοσπάστη» τις Κυριακές στα μαγαζιά και τα σπίτια της πόλης, καταλήψεις, περιφρούρηση. Απ’ όσο θυμάμαι ήταν και παραμένει ίδιος. Αν και διαφορετικός.

Ανακάλεσα αυθαίρετα στην μνήμη μου «έργα και ημέρες» τριών φίλων απ’ τα παλιά, απ’ τα χρόνια του Πανεπιστημίου. Χρόνια που σημαδεύτηκαν από αλλαγές, κινητοποιήσεις, διαμαρτυρίες.
Θυμάμαι την πρώτη, πολυήμερη κατάληψη της Νομικής για τον νόμο 815/78 που αποκλείσαμε το Πανεπιστήμιο και καταλάβαμε τη Σχολή. Εκείνα τα βράδια που ο ένας γνώριζε τον άλλο, που ξημέρωνε κι ακόμα πλακωνόμασταν για τον αναθεωρητισμό του «εσωτερικού», μιλάγαμε για τα παιδιά της ΚΝΕ που έκαναν την πιο σκληρή περιφρούρηση, για τους αναρχοαυτόνομους και τους εξωκοινοβουλευτικούς που έφερναν κιθάρες και μεγαφωνικές. Για τα παιδιά της ΠΑΣΠ που περίμεναν πως και πως την επόμενη μέρα με τον σοσιαλισμό. Όχι, σαυτές τις καταλήψεις, όπως και σόλες τις άλλες, δεν συμμετείχαν τα παιδιά της ΔΑΠ. Ήταν κάτι ξένο, κάτι μακρινό γιαυτά.
Σαυτές τις καταλήψεις κάποιοι διαμόρφωσαν ή και ενίσχυσαν την πολιτική τους συνείδηση. Κάποιοι και κάποιες ερωτεύτηκαν στα κρυφά ή στα φανερά, κάποιοι και κάποιες «είδαν τον κόσμο με άλλα μάτια».

Ο Γιάννης, η Ματίνα, ο Βασίλης, εγώ όπως και πολλοί άλλοι, είμασταν ανάμεσα σαυτά τα παιδιά εκεί στις εσχατιές της ακριτικής Κομοτηνής.
Σαυτές τις καταλήψεις, καταλήψεις με κλειστό , θεματικό ορίζοντα, σπάσαμε καλούπια και στερεότυπα. Χωρίς να βανδαλίζουμε, χωρίς να καταστρέφουμε γραφεία και βιβλιοθήκες καθηγητών, χωρίς να ρυπαίνουμε την Πρυτανεία στο πανέμορφο νεοκλασικό της «Τσανάκλειου», διαδηλώναμε μαχητικά, ανυποχώρητα, συντεταγμένα ενάντια σαυτό που ορίζαμε και προσλαμβάναμε ως «αυταρχισμό της εκπαίδευσης».
Διεκδικούσαμε ελεύθερες γνωσιακές δομές σένα ελεύθερο και δημοκρατικό Πανεπιστήμιο πριν τις σαρωτικές αλλαγές του Νόμου Πλαίσιο 1268/1982.

Κι όπως θάλεγε κι ο Πουλατζάς θεωρούσαμε «το Πανεπιστήμιο αυθύπαρκτο υποκείμενο πολιτικής λειτουργίας» όντας σπουδαίος ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους.
Γιαυτό και το επίδικο με τις καταλήψεις στα Πανεπιστήμια είναι πάντοτε πολιτικό. Όπως και στο Columbia.
Το Columbia ήταν και παραμένει ένα απ’ τα σπουδαία, εμβληματικά και επιδραστικά Πανεπιστήμια της Αμερικής. Απ’ τους αποφοίτους του αναδείχθηκαν αρχηγοί κρατών, νομπελίστες, διάσημοι επιστήμονες και ερευνητές.
Τα δίδακτρα των προπτυχιακών σπουδών σήμερα ξεπερνούν τα 70.000 € ετησίως, ενώ σε κάποιους κλάδους εγγίζουν τα 100.000 €. Η επιλογή των φοιτητών είναι αυστηρή γιατί και το πτυχίο που απονέμει έχει την δική του υπεραξία στην αγορά εργασίας, στα ερευνητικά κέντρα, στα μεγάλα νοσοκομεία, στις δικηγορικές φίρμες, στην ακαδημαϊκή σταδιοδρομία.

Το Columbia, ως ακριβό, προβεβλημένο, ιδιωτικό Πανεπιστήμιο των ΗΠΑ ανήκει αναμφίβολα στην ελίτ αυτού του είδους εκπαίδευση, δίπλα στο Harvard, στο M.I.T., στο Yale, στο Princeton .
Άρα ο φοιτητής στο Columbia θα ρισκάρει πολλά, σχεδόν τα πάντα, αν ξαφνικά βρεθεί εκτός Πανεπιστημίου ως διαγραφείς, αποβληθείς λόγω πειθαρχικών παραπτωμάτων σύμφωνα με τις καταστατικές αρχές και τα πρωτόκολλα του Ιδρύματος.

Κι όμως, αυτούς τους περίεργους και ενδιαφέροντες καιρούς κάτι γίνεται εκεί. Εκατοντάδες στην αρχή, χιλιάδες αργότερα, φοιτητές κατέλαβαν το campus, κατασκήνωσαν και διαδήλωναν διαμαρτυρόμενοι εναντίον του πολέμου στη Λωρίδα της Γάζας. Σε κάποια φάση κατέλαβαν κτήριο της Πανεπιστημιούπολης, το Hamilton Hall, με αποτέλεσμα οι Πρυτανικές Αρχές να ζητήσουν την επέμβαση της Αστυνομίας. Όπερ και εγένετο με τον Τράμπ να αναφωνεί «πολύ όμορφες εικόνες».

Τα χρόνια του πολέμου στο Βιετνάμ, όταν η Αμερική φλέγονταν , το Columbia ήταν και πάλι εκεί. Τροφοδότησε και ενίσχυσε όλο εκείνο το αντιπολεμικό κλίμα, το ρεύμα της αμφισβήτησης, το πνεύμα της αποδόμησης της αμερικάνικης κοινωνίας που ο παλμογράφος της Philip Roth τόσο σπαρακτικά ανέδειξε στις σελίδες του.
Οι φοιτητές του Columbia και των άλλων αμερικάνικων Πανεπιστημίων δεν εξεγέρθηκαν , τότε, μόνο για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, για τις χιλιάδες φέρετρα των αμερικανών στρατιωτών που υποδέχονταν με την αστερόεσσα στις στρατιωτικές βάσεις. Ήταν και κάτι άλλο.
Ήταν οι ενδιαφέροντες καιροί που έδοσαν πνοή στην γενιά μπητ που ήδη είχε ξεπροβάλει αφού ο Κέρουακ, ο Γκινσμπεργκ και ο Μπάροουζ είχαν ταράξει τα νερά, μαζί και τις συνειδήσεις της μικροαστικής Αμερικής. Και το Columbia ήταν πάλι εδώ.

Με όλα αυτά θέλω να πω πως οι καταλήψεις στο Columbia και σάλλα αμερικάνικα και ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια έχουν αναφορά σέναν άθλιο και άδικο πόλεμο, ομνύουν στο δικαίωμα της Παλαιστίνης ως προς την οντότητα και την αυτοδιάθεση της, πλην όμως στο όνομα της αλληλεγγύης και της ηθικής στάσης ανατέμνουν τα εσώψυχα μιας κοινωνίας υπνώτουσας, μιας κοινωνίας λοβοτομημένης, μιας κοινωνίας διχασμένης.
Τα αντανακλαστικά αυτής της κοινωνίας δοκιμάζονται, ενίοτε σκληρά, οδυνηρά. Ανακαλύπτουν ξαφνικά πως το διακύβευμα και το επίδικο μπορεί να είναι και κάτι άλλο. Συνειδητοποιούν πως πέρα απ’ την καριέρα, την σχεδόν προβλέψιμη ζωή, την φιλήσυχη πορεία της οικογένειας, τον καλό μισθό, το άνετο διαμέρισμα, το μικρό εξοχικό, το ακριβό αυτοκίνητο, όλα δηλαδή αυτά που συγκινούν ένα υπερτροφικό «εγώ», υπήρχαν και θα υπάρχουν μικρά ή μεγάλα ρήγματα στις βεβαιότητες και στις προσδοκίες αυτές. Βεβαιότητες και προσδοκίες που γέννησαν κάποιες φιλόδοξες μητέρες, κάποιοι αυστηροί και αδιάφοροι πατεράδες, βεβαιότητες και προσδοκίες με τις οποίες πορεύεται χρόνια τώρα η «Αγία Οικογένεια», πέραν του Ατλαντικού αλλά και εδώ. «Βεβαιότητες» που γεννούν συμφραζόμενα.

Το Columbia είναι μια «ανορθογραφία». Θυμίζει λίγο τη νιότη μας και ενοχικά δυναστεύει τις νύχτες μας.