ΜΝΗΜΗ ΑΙΜΑΣΣΟΥΣΑ (οι δωσίλογοι)
Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου
«…Η συνεργασία με τον κατακτητή χαρακτήρισε την καθημερινότητα σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη. Πολιτικοί, στρατιωτικοί, επιχειρηματίες, δήμαρχοι, δικαστές, ιερείς, δημοσιογράφοι, συνεργάστηκαν στενά με τις αρχές κατοχής, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Η αρχικά διαφαινόμενη νίκη της Γερμανίας στον πόλεμο, ο αντικομμουνισμός, η απόκτηση γρήγορου και εύκολου πλούτου, η ιδεολογική ταύτιση με την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία, η ανάγκη επιβίωσης, ήταν μερικοί από αυτούς.
Στην Ελλάδα, αν και έχουν περάσει 80 ολόκληρα χρόνια από το τέλος της κατοχής, το ζήτημα της συνεργασίας με τον κατακτητή εξακολουθεί να αποτελεί θέμα-ταμπού. Αυτό είναι αποτέλεσμα της πολιτικής λήθης που ακολούθησαν όλες οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις, στην προσπάθειά τους να διαχειριστούν τις πολιτικές συνέπειες του πρωτόγνωρου, σε ένσταση και έκταση, συλλογικού τραύματος που προκάλεσε στην Ελληνική κοινωνία η συνεργασία.
Η συνεργασία με τον κατακτητή υπήρξε η αφετηρία του νέου διχασμού, ο οποίος, με τη συμβολή και άλλων παραγόντων, οδήγησε στις εμφύλιες συγκρούσεις της κατοχής, των Δεκεμβριανών και τελικά στον εμφύλιο πόλεμο της δεκαετίας του 1940…. Οι πολιτικές που ακολούθησαν οι τρεις Ελληνικές κατοχικές κυβερνήσεις, ο ρόλος εμπόρων, βιομηχάνων, πολιτικών μηχανικών και άλλων στις οικονομικές συναλλαγές με τους κατακτητές, η δράση της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, των Ταγμάτων Ασφαλείας, των Ελλήνων πρακτόρων των Ες-Ες και άλλων, που συγκρότησαν το ένοπλο σκέλος της συνεργασίας, και η δικαστική τους αντιμετώπιση μετά το τέλος της κατοχής, βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της μελέτης…», ήγουν, του φιλόδοξου εγχειρήματος του Μενέλαου Χαραλαμπίδη που μας οδηγεί απ’ την αρχή στα βαθιά. (βλ. Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Οι δωσίλογοι , εκδόσεις Αλεξάνδρεια 2023).
Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης επιμένει με το πάθος του ιστορικού που ερευνά . Επιμένει με την γνώση του ιστορικού που ανατρέχει σε πηγές και αρχεία. Ανήκει – κι είναι παρήγορο – σε μια γενιά ιστορικών που ερμηνεύουν την ιστορία μέσα απ’ τα γεγονότα , απ’ τις προσλαμβάνουσες και παραδοξότητες της εποχής, ανατέμνουν την Ιστορία και τους πρωταγωνιστές της μέσα απ’ τα συμφραζόμενα των προταγμάτων.
Κι αυτά τα προτάγματα στον τόπο μας, όπως και παντού βέβαια, είναι σύμφυτα με την ιδεολογία και το πολιτικό επίδικο.
Εστιάζει στην Κατοχή, στον Εμφύλιο, στην Αθήνα. «Η εμπειρία της κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα» και τα «Δεκεμβριανά 1944, η μάχη της Αθήνας» απ’ τις απαιτητικές εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», εκεί ακριβώς στοχεύουν : Στην ανασύνθεση μιας εποχής που καταγράφηκε ως «Ιστορία», στην αφήγηση της «Ιστορίας» μέσα στο χρόνο. Με πλοηγό όχι τις παραδοχές που η Πολιτική και η Ιδεολογία κληροδοτούν οιονεί στους ιστορικούς, αλλά με πρωτογενή έρευνα στις πηγές : αρχεία, πειστήρια, ημερολόγια, καταγραφές.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων «Οι δωσίλογοι» είναι πρωτίστως έρευνα. Έρευνα σε σκονισμένα αρχεία, στον τύπο της εποχής, σε ξεχασμένες και σκόρπιες δικαστικές αποφάσεις.
Η ερμηνεία του ιστορικού φαινομένου είναι η καταρχήν καταγραφή και κατανόηση των γεγονότων. Είναι η αιτία που δημιουργεί συμπεριφορές, είναι οι συμπεριφορές που κανοναρχούν την εποχή. Είναι οι συντεταγμένες που οριοθετούνται νομοτελειακά, κάποτε ακόμα και ερήμην των πρωταγωνιστών.
Οι δωσίλογοι υπήρξαν. Σημάδεψαν τις μέρες της Γερμανικής και Ιταλικής κατοχής, κάποιοι πρωταγωνίστησαν, απ’ την μία πλευρά, στις εμφύλιες συγκρούσεις, οι περισσότεροι πλούτισαν συνεργαζόμενοι με τις δυνάμεις της κατοχής, ελάχιστοι δικάστηκαν κι ακόμα λιγότεροι καταδικάστηκαν. Οι μετεμφυλιακές κυβερνήσεις, οι νικητές του εμφυλίου, είχαν άλλες προτεραιότητες στην δόμηση του μετεμφυλιακού κράτους. Το σύνολο, σχεδόν, αυτών των δωσίλογων ήταν άρρηκτο μέρος αυτού του νέου κράτους ομνύοντας με φυσιολογική άνεση στην νέα τάξη πραγμάτων.
H έρευνα του Χαραλαμπίδη είναι αποκαλυπτική ως προς τούτο : καταρρίπτει μύθους. Καταρρίπτει, καταρχήν, τον μύθο της παλαϊκής αντίστασης στον κατακτητή. Όπως καταμαρτυρείται, τα δύο πρώτα χρόνια της κατοχής δεν είχε εκδηλωθεί μαζικά και οργανωτικά ουσιαστικός και ένοπλος τρόπος αντίστασης που σε κάθε περίπτωση θα προβλημάτιζε σοβαρά τον κατακτητή. Αντιστασιακοί υπήρξαν, πράξεις αντίστασης εκδηλώθηκαν, πλην όμως οργανωμένη και μαζική αντίσταση τον πρώτο καιρό ήταν δύσκολο να εκφραστεί.
Απεναντίας , τα πρώτα χρόνια της κατοχής δυνάμεις του παλιού πολιτικού κόσμου, φιλόδοξοι στρατιωτικοί, αδίστακτοι επιχειρηματίες, δήμαρχοι, δικαστές, δικηγόροι, δημοσιογράφοι, εκκλησιαστικοί παράγοντες συνεργάστηκαν στενά με τον κατακτητή. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς πίστευαν στην τελική επικράτηση της Γερμανίας και ενέγραφαν υποθήκη για το αύριο, όλοι τους, σχεδόν, διακρίνονταν για τον στείρο αντικομμουνισμό τους, άλλοι απέβλεπαν στον εύκολο και παράνομο πλούτο, κάποιοι, όχι πάντως οι περισσότεροι, ένοιωθαν ταυτισμένοι με τα εθνικοσοσιαλιστικά ιδεώδη της χιτλερικής Γερμανίας.
Όλοι αυτοί, οι κερδοσκόποι και πατριδοκάπηλοι, στελέχωσαν τα Τάγματα Ασφαλείας, συνεργάστηκαν με σύμπνοια και άοκνα με τις δυνάμεις της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής ως «Γερμανοτσολιάδες», πρωτοστάτησαν στον αφανισμό των Εβραίων, λεηλάτησαν τις περιουσίες τους, κατέδοσαν τους συμπατριώτες τους στους Γερμανούς, υποδείκνυαν, με ή χωρίς κουκούλα, τους εκτελεσμένους και απολάμβαναν την γενναιοδωρία του κατακτητή, έκαναν «χρυσές δουλειές» με το εμπόριο και την κτηματαγορά.
Οι δωσίλογοι της κατοχής ήταν παραπάνω απ’ όσους μπορούμε να φανταστούμε. Η έρευνα του Χαραλαμπίδη, που εστιάζει μόνο στην Αττική, δεν αφήνει αμφιβολίες. Μετά την κατοχή κατατέθηκαν σε βάρος των επώνυμων δωσίλογων 20.000 μηνύσεις. Ποσοστό 84% των μηνυθέντων απαλλάχτηκαν , τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, με βουλεύματα. Δικάστηκαν μόνο 300 δωσίλογοι και εκτελέστηκαν δύο απ’ αυτούς.
Ήταν οι εποχές, μετά την Βάρκιζα, που οι φυλακές και τα νησιά γέμιζαν με κομμουνιστές και ανθρώπους της αντίστασης την ώρα που οι δωσίλογοι «έκτιζαν» την νέα Ελλάδα εξαργυρώνοντας τον πλούτο και την δύναμη που ο δωσιλογισμός τους είχε χαρίσει.
Οι δωσίλογοι, συνήθως, ήταν «άνθρωποι της διπλανής πόρτας». Πορεύτηκαν ανάμεσα στον φόβο, την φιλοδοξία, την δίψα για πλούτο και δύναμη.
Συνεργάστηκαν ,πάντα «στο όνομα της πατρίδας» και των «ιδανικών» του Γ΄ Ράιχ, ευτελίζοντας στην πράξη κάθε έννοια πατριωτισμού και ανδρείας, αποδεικνύοντας έμπρακτα και τραγικά πως «ο εχθρός είναι ο άλλος».
Αυτοί οι άνθρωποι, μετά την κατοχή, είχαν την «ευελιξία» να ενσωματωθούν στην νέα τάξη πραγμάτων όντας «σαρξ εκ της σαρκός της». Στελέχωσαν τις νέες δομές του κράτους, πρωταγωνίστησαν στο εμπόριο και την οικοδομή, ανήκαν ψυχή και πνεύματι σαυτούς που όριζαν την μεταπρατική Ελλάδα.
Γιαυτό και η δικαστική εκκαθάριση υπήρξε αποκαρδιωτική. Τα Δικαστικά Συμβούλια και ο Βασιλιάς, είτε απάλλασσαν τους δωσίλογους είτε τους αμνήστευαν. Το κράτος, με τους αρμούς της Δικαιοσύνης, με πλήρη συνείδηση αθώωνε σωρηδόν τους δωσίλογους την ίδια στιγμή που έστελνε στο εκτελεστικό απόσπασμα κομμουνιστές και αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης με το νόμο «Περί αντικατασκοπίας».
Ο Χαραλαμπίδης, ανατέμνοντας τον δωσιλογισμό στην Αθήνα, είναι σαφής και κατηγορηματικός. Ο δωσιλογισμός είχε ευρεία έκταση και ευρύτατη έκφραση.
Τα Δικαστήρια της Αθήνας και του Πειραιά μεταπολεμικά μόνο ένα μικρό, αλλά ενδεικτικό, φάσμα αυτού του ιδιότυπου ενδοτισμού περιγράφουν μέσα από τις αποφάσεις τους και την ποινική μεταχείριση των δωσίλογων.
Τα Αρχεία της κρατικής Ασφάλειας παραμένουν σφραγισμένα για την έρευνα και τους ιστορικούς.
Ως προς τούτο, λοιπόν, ο δωσιλογισμός παραμένει ένα θέμα ταμπού. Σχεδόν απαγορευτικό 80 ολόκληρα χρόνια απ’ την εποχή της εμφάνισής του.
Οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις διαχειριζόμενες το, κατ’ αυτές, συλλογικό τραύμα συνήργησαν στην λήθη παραχαράσσοντας την ιστορία, ασελγώντας στην ιστορική μνήμη.
Το ξέρω βέβαια και το κατανοώ. Οι αλήθειες των δωσίλογων και του δωσιλογισμού έχουν ονοματεπώνυμο. Ξεβολεύουν. Είναι αλήθειες πικρές, αλήθειες που δοκιμάζουν τις ανθρώπινες αντοχές, τις συνειδήσεις των επίγονων, την φιλήσυχη μνήμη των προπατόρων. Είναι αλήθειες που δοκιμάζουν σχέσεις και φιλίες, αλήθειες που γράφονται «ανορθόγραφα» σαυτούς τους χαλεπούς καιρούς. Είναι αλήθειες που προκαλούν.
Ποιος, αλήθεια, επίμονος και ανήσυχος φιλίστωρ της μικρής μας πόλης θαναζητήσει, εάν υπάρχουν, πρακτικά δικών για τους δωσίλογους της Άρτας ;
Ποιος, αλήθεια, θαναζητήσει σκόρπια και δυσεύρετα στοιχεία για την δράση των παππούδων των φίλων μας και των συμμαθητών μας στο λυκόφως εκείνης της εποχής ; Ποιός , αλήθεια, θαναζητήσει όλες εκείνες τις διαδρομές που σπίτια και εμπορικά Εβραίων συμπολιτών μας «νύκτωρ άλλαξαν χέρια» με ελαφρές συνειδήσεις και ακόμα ελαφρότερες ενοχές ;
Αλήθεια , πως τόπε η Μάρω Δούκα; «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ».