– Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης –
Ευτυχία Γιαννάκη
Όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει
Την αγαπούσε, αχ πόσο την αγαπούσε. Όλοι το έλεγαν. Όταν κατέβηκε στην πολιτική, τότε ήταν που άλλαξαν όλα. Έτρεχε πίσω από τον καθένα, κυνηγώντας επίμονα την ψήφο, όπως η κουρούνα τα σκουπίδια, ξεφτιλιζόταν χειρότερα κι από αυτές που κολλάνε το χαμόγελο στη μούρη τους για να πουλήσουν κανένα τάπερ, κανόνιζε συνάξεις από σπίτι σε σπίτι κουβαλώντας φρέσκα βουτήματα, δήθεν χειροποίητα, που τα έπαιρνε από μια γειτόνισσα με το κιλό, πήγαινε και παρουσίαζε κάτι βιβλία της συμφοράς που έβαζε την κόρη τους να τα διαβάζει και μάθαινε απέξω όσα της είχε γράψει στο χαρτί. Κάθε τόσο έβγαινε στα τοπικά ραδιόφωνα και η γλώσσα της έτρεχε ροδάνι για τα ελάχιστα που ήξερε και για τα πολλά που δεν είχε ιδέα.
Μια φορά βάφτηκε βαριά σαν τραβεστί, κρέμασε το εμπριμέ φουλάρι της πάνω σ΄ ένα μπλε ελεκτρίκ σακάκι που το φόρεσε χωρίς πουκάμισο, ώστε να φαίνεται το μισό στήθος της όταν έσκυβε και βγήκε στο κανάλι που έχει στήσει παράνομα ο εργολάβος που όλοι τον σιχαίνονται γιατί έχει καταστρέψει την πόλη με τα εξαμβλώματά του, κάτι γυάλινα θηρία πάνω στην κεντρική πλατεία με τα πέτρινα. Σε όλη την εκπομπή χαζογελούσε με τις άσχετες ερωτήσεις της δημοσιογράφου και στο τέλος έφτασαν να μιλάνε για συνταγές. Ο εργολάβος ήθελε να βγει η κυρά Κούλα και είχε κανονίσει τη συνέντευξη, αλλά τι δουλειά είχαν οι συνταγές με την πολιτική; Τι δουλειά είχε η κυρά Κούλα με την πολιτική; Γιατί κυρά Κούλα την φώναζαν όλοι, πάρα το φτιασίδωμα και τις πολύχρωμες κάρτες που μοίραζε με το όνομά της ολόκληρο, Κατερίνα Καράκου. Το Κατερίνα, το είχε κάνει από νωρίς η μάνα της Κούλα και αυτός της είχε κάνει το Καράκου, Φλεβοτόμου, όμως στις κάρτες κράτησε το βαφτιστικό από τη μάνα της μάνας της κι αφαίρεσε το επίθετό του για να βάλει, άκουσον άκουσον, το πατρικό της που το ξέθαψε ειδικά γι’ αυτό το σκοπό.
«Δεν μπορώ να κατέβω το καλοκαίρι στις εκλογές με το Φλεβοτόμου», έλεγε, «είναι απωθητικό, θα φοβάται ο κόσμος να με ψηφίσει. Τι σημαίνει άλλωστε Φλεβοτόμου; Θα με φαντάζεται ο άλλος να παίρνω ένα νυστέρι και να του ανοίγω το χέρι μέχρι να στραγγίξει το αίμα του. Δηλαδή τι καταλαβαίνει; Α, αυτή θα μας πιει το αίμα. Μαύρισέ την. Όχι, όχι, με τίποτα, αυτό θα είναι πολιτική αυτοκτονία».
Είχε μάθει την πολιτική αυτοκτονία η κύρα Κούλα, ενώ δεν είχε σκεφτεί ποτέ την κανονική.
«Μπράβο, η κυρά Κούλα, του έλεγαν όλοι, έχει το πολιτικό δαιμόνιο μέσα της. Όλα τα σφάζει, όλα τα μαχαιρώνει».
Ποιό δαιμόνιο; Δαίμονας σωστός είχε γίνει. Έταζε πράγματα που ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να κάνει κι άλλα που δεν ήξερε πως να τα κάνει, έλεγε σε όλους ναι, τους χαμογελούσε, τους έγνεφε από μακριά με αέρα νίκης, αυτή, το απόλυτο outsider που στο τέλος έφτασε να προηγείται στις δημοσκοπήσεις κι έκαναν τον σταυρό τους όλοι μαζί οι δημοσκόποι κι ετοιμάζονταν να αλλάξουν δουλειά για να μη βγουν να πουν αυτά που προέβλεπαν για το μέλλον της πόλης.
Οι νέοι γέλαγαν κι έλεγαν ότι θα την ψήφιζαν για τον χαβαλέ, οι μεγαλύτεροι πίστευαν ότι κι ένα να έκανε από τα εκατό που έλεγε, πάλι έφτανε, κάτι συνομήλικές της γιατί τους άρεσε το στιλ της, κάτι άλλες γιατί τους είχε πιάσει στο ψι πι και τους έταζε θέσεις στο δημαρχείο, οι περισσότεροι γιατί είχαν απογοητευτεί από τον προηγούμενο δήμαρχο και πίστευαν ότι δεν μπορούν να απογοητευτούν περισσότερο από την κυρά Κούλα που ήταν γυναίκα του λαού, η κυρία του χασάπη που είχε το καλύτερο κρέας της πόλης και δεν ξεγέλασε ποτέ κανέναν. Γιατί, ας μη γελιόμαστε, η κυρά Κούλα έχτιζε καριέρα στις πλάτες του χασάπη. Από εκεί έπεφτε το χρήμα, από εκεί ερχόταν η καλή φήμη, αυτή ήταν μια ζωή νοικοκυρά, κλεισμένη στο σπίτι, στην τοπική κοινωνία είχε τη φήμη που είχε ο άντρας της. Τίμιος, με το καλύτερο κρέας, εξυπηρετικός, έτοιμος να βοηθήσει όσους δεν είχαν, χωρίς ποτέ να γκρινιάξει. Αυτός ήταν, συνεπώς αυτή ήταν. Τελεία.
Τώρα, προς τι ο αόριστος. Μια βδομάδα πριν από τις εκλογές η κυρά Κούλα πέρασε από το χασάπικο να του πει ότι θα αργούσε σε κάποια εκδήλωση και ο χασάπης πήρε και τρελάθηκε κι άρχισε να ουρλιάζει και να της καταλογίζει, όσα μάζευε μέσα του από τότε που ξεκίνησε η ιστορία. Δε θα γινόταν ο κύριος της κυρίας, δε θα ξεφτιλιζόταν επειδή εκείνη είχε πάρει ψηλά τον αμανέ, δε θα γκρέμιζε αυτό που με τόσο κόπο είχε χτίσει για ένα καπρίτσιο, ακόμη κι αν ήταν πολιτικό, ακόμη κι αν οι δημοσκοπήσεις της έδιναν εξήντα τοις εκατό με τα ψέματα που έλεγε. Θα ήταν πάντα ο Φλεβοτόμος με τ’ όνομα.
Της ζήτησε να παραιτηθεί από την κούρσα του δημαρχιακού θώκου. Εκείνη αρνήθηκε πεισματικά. Το απαίτησε. Εκείνη αρνήθηκε πεισματικά. Το επέβαλε. Εκείνη αρνήθηκε πεισματικά. Κούνησε τον μπαλτά. Εκείνη αρνήθηκε πεισματικά. Τι, θα καθόταν να τη σκοτώσει από πολιτικό πείσμα; Κάθισε.
Την σφράγισε στο ψυγείο, την έκοψε σε κομμάτια, τα πιο πολλά τα πούλησε στη γειτονιά τις επόμενες μέρες. Όλοι κυριεύτηκαν από πανικό όταν έμαθαν από τις τηλεοράσεις τι κιμά έτρωγαν μέσα στο κατακαλόκαιρο. Οι δημοσκοπήσεις δε βγήκαν ποτέ αληθινές και κανείς δεν έβαλε κρέας στο στόμα του το επόμενο διάστημα.
Η κυρά Κούλα με το πείσμα της, αν έβγαινε δήμαρχος, κάτι θα πετύχαινε, αλλά κάτι τέτοιους τους τρώνε. Έτσι έλεγαν από καιρό μεταξύ τους, αλλά πλέον το πίστευαν βαθιά.
Βιογραφικό
Η Ευτυχία Γιαννάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976. Σπούδασε πληροφορική, μουσική τεχνολογία και επικοινωνία και εργάστηκε για αρκετά χρόνια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Το 2000 εξέδωσε με το ψευδώνυμο Αλέκα Λάσκου το μυθιστόρημα “Χάρντκορ” που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Ντένη Ηλιάδη. Το πρώτο της αστυνομικό μυθιστόρημα, με τίτλο “Στο πίσω κάθισμα” (εκδ. Ίκαρος, 2016), κέρδισε το βραβείο Public του 2017 για το καλύτερο ελληνικό μυθιστόρημα της χρονιάς, σύμφωνα με τις ψήφους του κοινού.
Η ιστοσελίδα της είναι: http://giannaki.com/