Συνέντευξη των Άγγελου Συρίγου και Ευάνθη Χατζηβασιλείου στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

O Άγγελος Συρίγος (γενν. 1966) αποφοίτησε από τη Νοµική Σχολή του Πανεπιστηµίου Αθηνών το 1988. Το 1994 αναγορεύθηκε διδάκτωρ της Νοµικής Σχολής του Πανεπιστηµίου του Μπρίστολ στην Αγγλία. Είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Τµήµα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστηµίου. Εργάσθηκε στο Research Centre for International Law του Πανεπιστηµίου του Καίµπριτζ, (1993-94) και διετέλεσε επιστηµονικός συνεργάτης του Συµβουλίου της Ευρώπης για το Μαυροβούνιο και το Αζερµπαϊτζάν (1999-2002). Ασχολείται επιστηµονικά µε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, το Κυπριακό, το Δίκαιο της Θάλασσας, τις µειονότητες και τους µετανάστες. Έχει βραβευθεί το 1992 από την Ακαδηµία Αθηνών για εργασία του σχετική µε την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Το 2019 και ακολούθως τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2023 εξελέγη βουλευτής στην Α΄ Αθηνών µε τη Νέα Δηµοκρατία. Μεταξύ 2021-23 υπηρέτησε ως υφυπουργός Παιδείας µε αρµοδιότητα την ανώτατη εκπαίδευση.

O Ευάνθης Χατζηβασιλείου (γενν. 1966) αποφοίτησε από τη Νοµική Σχολή του ΑΠΘ το 1987 και το 1992 αναγορεύθηκε διδάκτωρ της Ιστορίας Διεθνών Σχέσεων από το London School of Economics. Σήµερα υπηρετεί ως καθηγητής της Ιστορίας του Μεταπολεµικού Κόσµου στο Τµήµα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστηµίου Αθηνών, καθώς και ως γενικός γραµµατέας του Ιδρύµατος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισµό και τη Δηµοκρατία.

Το έργο του περιλαµβάνει µελέτες και βιβλία για την Ιστορία των Διεθνών Σχέσεων κατά την περίοδο 1870-1991, την ελληνική εξωτερική πολιτική, την ελληνική πολιτική ιστορία του 20ού αιώνα και το κυπριακό ζήτηµα. Διευθύνει τη σειρά «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία» των Εκδόσεων Πατάκη και επιµελείται την ιστορική σελίδα της κυριακάτικης Καθηµερινής.

Ποια ήταν η αφορμή να εκδοθεί το βιβλίο «Μεταπολίτευση, 1974, 50 ερωτήματα και απαντήσεις»;

Η επέτειος των 50 ετών από τη Μεταπολίτευση είναι ασφαλώς η άμεση αφορμή. Ωστόσο, ήταν πεποίθησή μας ότι έχει έρθει ο καιρός – και υπάρχει ένα σημαντικό μέρος της ενημερωμένης κοινής γνώμης που το ζητά – να επιχειρηθούν πιο συνολικές, ίσως και πιο μακροπρόθεσμα οριστικές αποτιμήσεις.

Ο τίτλος είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;

Ο τίτλος αναφέρεται στο συγκεκριμένο γεγονός το οποίο εξετάζουμε. Συγκεκριμένα, εδώ και αρκετό καιρό υπάρχουν δύο χρήσεις του όρου «Μεταπολίτευση». Η μια αφορά στην περίοδο από τις 23 Ιουλίου 1974 έως τις 11 Ιουνίου 1975 οπότε τέθηκε σε ισχύ το νέο Σύνταγμα και ολοκληρώθηκε η δημιουργία του νέου δημοκρατικού καθεστώτος. Η άλλη χρήση αφορά στην περιγραφή ως «Μεταπολιτεύσεως» του συνόλου της περιόδου από το 1974 έως σήμερα. Στο βιβλίο μας λαμβάνουμε θέση υπέρ της πρώτης απόψεως. Μεταπολίτευση είναι η αλλαγή καθεστώτος, και δεν μπορεί να γίνεται «μεταπολίτευση» επί 50 χρόνια συνεχώς. Για τούτο, ο τίτλος του βιβλίου μας μιλά για τη Μεταπολίτευση του 1974-1975.

Μέσα σε πενήντα ερωτήσεις και απαντήσεις μπορεί ο αναγνώστης να μάθει τι συνέβη εκείνη την εποχή;

Κανένα βιβλίο δεν μπορεί να πει όλη την ιστορία. Αυτό είναι μια θεμελιώδης πνευματική παραδοχή του φιλελεύθερου πνεύματος, την οποία παραλάβαμε και από τους δασκάλους μας και την οποία αποδεχόμαστε. Αλλά θεωρούμε ότι οι 50 ερωτήσεις και απαντήσεις μπορούν να προσφέρουν μια συνολική και επαρκή εικόνα. Βέβαια, είναι 50 ερωτήσεις που τίθενται σήμερα, με τη γνώση ότι η Μεταπολίτευση οδήγησε σε 50 χρόνια πολιτικής ομαλότητας. Είναι φανερό ότι εν μέρει διαφορετικά θα ήταν τα ερωτήματα εάν γράφαμε το βιβλίο το 1984, 10 χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, και διαφορετικά εάν κάποιοι το γράψουν 100 χρόνια μετά.

Αλήθεια πώς φτάσαμε στην εισβολή στην Κύπρο;

Από το 1963, είχε αρχίσει να αναπτύσσεται σε κάποιους κύκλους ιδίως των ενόπλων δυνάμεων η ιδέα ενός «χειρουργικού»/καταδρομικού πλήγματος στην Κύπρο, που πραξικοπηματικά θα δημιουργούσε τετελεσμένα και θα οδηγούσε τελικώς στην Ένωση. Ήταν αφελείς αντιλήψεις, καθώς μια τέτοια στρατηγική θαυματουργών «τετελεσμένων» είναι στην πραγματικότητα η στρατηγική της στρατιωτικά πιο αδύναμης πλευράς, όπως ήταν η Ελλάδα στην Κύπρο, αν μη τι άλλο επειδή το νησί βρισκόταν, στην πράξη, εκτός της ακτίνας δράσεως της ελληνικής αεροπορίας. Πάντως, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ποτέ οι δημοκρατικές κυβερνήσεις πριν το 1967 δεν σκέφτηκαν να κάνουν το ανοσιούργημα να διενεργήσουν πραξικόπημα κατά του προέδρου Μακαρίου, ο οποίος συγκέντρωνε στο πρόσωπό του τη διεθνή αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Δυστυχώς, οι δικτάτορες αποτόλμησαν αυτό το ανοσιούργημα. Το 1974, ο Ιωαννίδης, αντιμετωπίζοντας σοβαρά εσωτερικά και οικονομικά προβλήματα, πίστεψε ότι μπορούσε να επιχειρήσει κάτι τέτοιο, και μάλιστα χωρίς να έχει προετοιμάσει τη χώρα για πόλεμο με την Τουρκία – ας σκεφτούμε ότι τα ανατολικά νησιά του Αιγαίου ήταν ανοχύρωτα! – και χωρίς να έχει προετοιμαστεί για τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Οι ιδέες του Ιωαννίδη και των ανθρώπων του αποκαλύπτουν μια απίθανη και τεράστιας κλίμακας άγνοια των βασικών δεδομένων της διεθνούς πολιτικής. Είναι δυστυχώς η στιγμή κατά την οποία φαίνονται οι καταστροφικές επιπτώσεις της άγνοιας των διεθνών δεδομένων, κάτι που δεν επιτρέπεται ποτέ να κάνει μια χώρα στη δική μας διεθνή θέση.

Τι είχε προηγηθεί και ποιος είναι ο ρόλος της Ελλάδας για το κυπριακό;

Η χούντα είχε συχνά επιχειρήσει να υποσκάψει τη θέση του Μακαρίου, ενώ είχε εμπλακεί και σε απόπειρες δολοφονίας του. Διέθετε το πλεονέκτημα ότι πολλοί Ελλαδίτες αξιωματικοί υπηρετούσαν στην κυπριακή Εθνική Φρουρά, δηλαδή διέθετε στελέχη που μπορούσε να τα διατάξει να πλήξουν τον Μακάριο. Αυτός, από την πλευρά του, αντιλαμβανόμενος αυτή την ευχέρεια της χούντας, ζήτησε την απόσυρση των Ελλαδιτών αξιωματικών. Αυτό υπήρξε η αφορμή για την εκδήλωση του πραξικοπήματος εναντίον του, στις 15 Ιουλίου 1974, που είχε προετοιμαστεί καιρόν πριν. Τελικά το πραξικόπημα έδωσε στην Τουρκία το πρόσχημα να εισβάλει, ενώ παράλληλα αποδιοργάνωσε εντελώς την άμυνα της Κύπρου.

Ήταν μια καταστροφή. Προκλήθηκε από μια χούντα, πράγματι, η οποία δεν είχε τη συναίνεση του ελληνικού λαού. Αλλά αυτή η χούντα τότε, δυστυχώς, κυβερνούσε την Ελλάδα. Για τούτο, στο βιβλίο μας παίρνουμε τη θέση ότι τα γεγονότα του Ιουλίου 1974 δημιουργούν για όλους εμάς τους Ελλαδίτες μια οφειλή προς τον κυπριακό ελληνισμό, οφειλή που δεν νομίζουμε ότι θα ξεπληρωθεί ποτέ.

Έχει περάσει ένας μισός αιώνας από το 1974. Ποια είναι η σημερινή πολιτική κατάσταση στην Κύπρο;

Δυστυχώς, το 1974, με την επιτυχία της εισβολής της στην Κύπρο, η Τουρκία επέφερε μια θεμελιώδη αλλαγή στους συσχετισμούς της ισχύος με εμάς. Μπορεί δηλαδή να κρατά την ελεύθερη Κύπρο ως όμηρο και να διατυπώνει – μάλιστα, και να επεκτείνει – τις διεκδικήσεις της εναντίον της Ελλάδας. Στην ίδια την Κύπρο, έχει παγιώσει τα αποτελέσματα της εισβολής της, μεταφέροντας εποίκους από την Ανατολία, αλλοιώνοντας ριζικά τη σύσταση ακόμη και του τουρκικού πληθυσμού της νήσου και διατυπώνοντας τεράστιες αξιώσεις για μια μελλοντική λύση. Κατά τη διενέργεια διαπραγματεύσεων για μια λύση του Κυπριακού, η ελληνική πλευρά (δηλαδή η ελλαδική και η κυπριακή) αποσκοπεί στη δημιουργία ενός νέου καθεστώτος ευρωπαϊκού, απαλλαγμένου από τα μοιραία βάρη της εισβολής.

Υπάρχει κάποια ελπίδα στο μέλλον;

Η ευρωπαϊκή ταυτότητα της Κύπρου είναι η μεγαλύτερη ελπίδα. Δηλαδή η προοπτική ένα νέο κυπριακό καθεστώς να στηριχθεί στο ευρωπαϊκό κεκτημένο. Το ευρωπαϊκό κεκτημένο δεν είναι ούτε ελληνικό ούτε τουρκικό. Είναι ευρωπαϊκό και συγκροτεί το πιο πλήρες παγκοσμίως καθεστώς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας. Μια λύση βασισμένη στο ευρωπαϊκό κεκτημένο θα είναι πρόσφορη να ικανοποιήσει τις προσδοκίες και να αντιμετωπίσει τους φόβους και των δύο κυπριακών κοινοτήτων. Σε κάθε περίπτωση, είμαστε πεπεισμένοι ότι η ελληνική κυπριακή κοινότητα θα δεχθεί να συγκυβερνήσει την Κύπρο με τους Τούρκους Κυπρίους. Αλλά δεν θα δεχθεί ένα καθεστώς στο οποίο θα πρέπει να συγκυβερνά την Κύπρο με την Άγκυρα καθαυτή. Δυστυχώς η σημερινή αδιαλλαξία της Τουρκίας δεν αφήνει ελπίδες για μια τέτοια λύση.

Σε τι βοήθησε την Ελλάδα ο ερχομός του Κωνσταντίνου Καραμανλή;

Ο Καραμανλής υπήρξε το σημείο αναφοράς όλου του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας τις πολύ δύσκολες εκείνες ώρες. Υπήρξε ο άνθρωπος που έδινε, και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, την βεβαιότητα της στιβαρότητας, της μετριοπάθειας και της αποτελεσματικότητας. Αμφιβάλλουμε εάν με διαφορετική ηγεσία η Μεταπολίτευση θα είχε τα αποτελέσματα που κατάφερε υπό τον Καραμανλή.

Από την άλλη πλευρά, η σύγχρονη ιστορική έρευνα τονίζει ότι ο Καραμανλής δεν ήταν μόνος του. Η παρουσία του ήταν πράγματι καταλυτική, αλλά λειτούργησε, όπως πάντοτε λειτουργούσε άλλωστε, ως ο ηγέτης ενός μεγάλου επιτελείου, πολύ ικανών ανθρώπων, οι οποίοι μοιράζονταν μαζί του αντιλήψεις, στόχους και μεθοδολογίες. Σε αυτούς συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, ο Ευάγγελος Αβέρωφ και ο Σόλων Γκίκας που εξασφάλισαν τον πολιτικό έλεγχο του στρατού, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου που είχαν καταλυτική συμβολή στην εκπόνηση του νέου Συντάγματος, ο Δημήτρης Μπίτσιος και ο Πέτρος Μολυβιάτης στην εξωτερική πολιτική, ο Παναγής Παπαληγούρας και ο Ξενοφών Ζολώτας στην οικονομία, και άλλοι.

Ποιες σημαντικές αλλαγές για την Ελλάδα έφερε η αποκατάσταση της δημοκρατίας; Τι σηματοδοτεί η Μεταπολίτευση του 1974 για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία;

Κατά τη Μεταπολίτευση του 1974-75, η Ελλάδα υπερέβη την εποχή της κρίσεως των θεσμών, του 1915-1974, που περιλάμβανε δύο επάλληλους διχασμούς, τον Εθνικό Διχασμό και τον εμφύλιο πόλεμο και τις συνέπειές τους. Ο Καραμανλής και το επιτελείο του ήταν αποφασισμένοι εξ αρχής να λύσουν όχι μόνον τα προβλήματα που είχε δημιουργήσει η χούντα το 1967-74, αλλά τα προβλήματα που είχε δημιουργήσει η συνολική κρίση των θεσμών από το 1915: να συγκροτήσουν δηλαδή ένα νέο πολίτευμα. Με τη νομιμοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων, υπερέβησαν το βασικό επιβίωμα του εμφυλίου πολέμου. Με το έντιμο δημοψήφισμα για το Πολιτειακό, επέλυσαν ένα θεμελιώδες ζήτημα που είχε ταυτιστεί με τον Εθνικό Διχασμό. Με το νέο Σύνταγμα, προσάρμοσαν τη χώρα στις σύγχρονες αντιλήψεις της δυτικής διακυβερνήσεως. Ήταν μια μεγάλη ρήξη με το προβληματικό παρελθόν των διχασμών, που άνοιγε τον δρόμο για ένα μέλλον ομαλότητας. Βέβαια, το εάν αυτή η ομαλότητα θα συνεχιστεί, εξαρτάται από τις δικές μας επιλογές, την ψυχραιμία και τη νηφαλιότητα.