
Γράφει ο Χρήστος Τούμπουρος
Πάντοτε πίστευα ότι η τέχνη χωρίς κοινωνική συνδρομή, δεν έχει νόημα. Δεν είναι τέχνη. Δεν προωθεί κι ούτε υπηρετεί «την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν», την λύτρωση δηλαδή του ανθρώπου από τα δεινά της καθημερινότητας. Την εξάγνιση και τον καθαρμό. Γιατί ακριβώς η τέχνη, η λογοτεχνία είναι πνευματική μεταστοιχείωση της πραγματικότητας. Κι αυτή την πραγματικότητα ο διηγηματογράφος την υπηρετεί. Και κάτι παραπάνω. Η πραγματικότητα στα ορεινά της Άρτας, Ραδοβίζια και Τζουμέρκα, η σκληρή αυτή πραγματικότητα που αποτυπώνει μια κοινωνία με πόνο και βάσανα πλημμυρισμένη… Ποιος θα την παρουσιάσει; Μα οπωσδήποτε ο διηγηματογράφος. Γιατί αυτός «ό,τι μέσα του κρατά δεν μπορεί να χωριστεί από την έξω πλάση».
Αυτά ακριβώς θυμήθηκα και σαν σβούρα ανακάτεψαν τη σκέψη μου, όταν διάβασα το νέο βιβλίο του συμπατριώτη, Τζουμερκιώτη λογοτέχνη Ελευθέριο Αναστ. Τσιρώνη με τον τίτλο «Το νυφικό βάφτηκε μαύρο». Νομίζω ότι πρόκειται για μια εξαιρετική κοινωνιολογική εργασία στολισμένη με όλους τους αφηγηματικούς τρόπους. Μια απίστευτη καταγραφή ηθών, εθίμων και, γενικότερα, τρόπο ζωής των «κακόπαθων», αλλά περήφανων κατοίκων της ορεινής Άρτας. Καθαρά βιωματικό και εξίσου διδακτικό έργο. Πού ήμασταν και πού φτάσαμε. Συνειρμικά ήρθαν στο μυαλό μου τα λόγια του Σολωμού: «Χαρές και πλούτη κι αν χαθούν και τα βασίλεια κι όλα, τίποτα δεν είναι αν στητή, μένει η ψυχή κι ολόρθη».
Ο Ελευθέριος Αναστ. Τσιρώνης πρωτοεμφανίστηκε το 1995 με τη μονογραφία του «Περί Μεταγραφής» που έχει καθαρά νομικό περιεχόμενο. Στην πορεία κυκλοφόρησαν οι συλλογές διηγημάτων του «Το ξύρισμα της Κυριακής» (2018) και «Τρίτη Ανάσταση» (2022) η οποία απέσπασε τον Α΄ Έπαινο του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» στον ΛΕ΄ Λογοτεχνικό διαγωνισμό του 2018. Έχει αρθρογραφήσει για πολλά χρόνια στο περιοδικό «Ηπειρωτικοί Αντίλαλοι» του Πανηπειρωτικού Συλλόγου Πατρών, ενώ το 2019 απέσπασε το Γ΄ Βραβείο στον Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Πολιτιστικού Οργανισμού Κυπρίων Ελλάδας για το διήγημά του «Ο Ταχυδρόμος με την τρομπέτα».
Το κείμενο «Το νυφικό βάφτηκε μαύρο» απέσπασε το Α΄ Βραβείο μυθιστορήματος 2024 της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών. Ένα έργο που ταρακουνά στην κυριολεξία τον αναγνώστη. Αν κατάγεται από τα ορεινά, ζει και ξαναζεί, σκέφτεται και αναπολεί, αγανακτεί, «ανάθεμά σε φτώχεια», χαίρεται και περηφανεύεται. «Τα καταφέραμε». Και ποιος δεν θα σκεφτεί, και ποιος δεν ονειρεύτηκε όταν έφυγε από το χωριό του: «Ένα φωτεινό και ήσυχο δωματιάκι στην άκρη του σπιτιού της, όπου θα μπορούσε να ζήσει με αξιοπρέπεια και ηρεμία». Κι ακόμα αμφισβητεί κανείς ότι
«Πάνω από όλα γι’ αυτόν, όπως και για όλους τους πατεράδες εκείνης της εποχής ήταν το ζήτημα της τιμής της κόρης τους και της οικογένειάς τους». Εγείρει έτσι ο αφηγηματογράφος το μείζον κοινωνικό πρόβλημα της εποχής εκείνης, της θέσης δηλαδή της γυναίκας σε όλο το κοινωνικό γίγνεσθαι. Με δυο λόγια «Άμα δεν έχτισες και δεν πάντρεψες δεν ξέρ’ς τίποτις».
Πόσες ξέφυγαν και πόσες χάθηκαν μέσα στο πλήθος των προβλημάτων και την επιβαλλόμενη σιωπή της γυναίκας.
Με σκυμμένο πάντα το κεφάλι, χωρίς προσωπική ζωή, υπόδουλες και υπάκουες στο μοιραίο, «αυτό μού έτυχε», χωρίς ανάστημα, να πορεύονται στα σκοτεινά. Και η λύτρωση αριστοτεχνικά δεμένη, με κορύφωση την αντίθεση: «ικανοποίηση και αγαλλίαση που αυτό το όμορφο, ευγενικό και εργατικό κορίτσι, βρήκε επιτέλους τον δρόμο του και θα μπορούσε από ‘δω και πέρα να ζήσει ήρεμα και με αξιοπρέπεια». Κι ο Αρίστος «κυνηγημένος από τις Ερινύες του, που δεν τον άφησαν ούτε στιγμή ήσυχο, (…) βρέθηκε κρεμασμένος σε ένα δέντρο(…)».
Το δεύτερο διήγημα με τον τίτλο: «Η κυρά-Λένη Καμενίδου», που βίωσε τη Μικρασιατική Καταστροφή κτηνωδώς, αφού έχασε τα τρία παιδιά της με ανείπωτο τρόπο: «ο δήμιος (…) κατέβασε με δύναμη τη δίκοπο πάλα του και αποκεφάλισε, σαν να ήταν κούκλες από χαρτί, τα τρία αγγελούδια και κλώτσησε μακριά τα κεφαλάκια της». Ήρθε στην Άρτα, έζησε, προσέφερε και καταξιώθηκε…
Η μυθοπλαστική αφήγηση δεν είναι και δεν μπορεί να είναι πραγματική αφήγηση. Είναι όμως, αληθοφανής και βρίσκεται σε αντιστοιχία με την πραγματικότητα, χάρη στις τεχνικές που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας.
Το ύφος και στα δύο διηγήματα είναι απλό, άμεσο και συγκροτημένο, αλλά μερικές φορές έχουμε εξάρσεις μελοδραματισμού, όσον αφορά τα συναισθήματα της γυναίκας.
Η πλοκή. Η εξέλιξη της δράσης και η κλιμάκωση των γεγονότων, τα στοιχεία της περιπέτειας και η λύση του έργου συγκροτούν ικανοποιητικά την πλοκή των διηγημάτων και εντείνουν το ενδιαφέρον των αναγνωστών.
Η γλώσσα είναι απλή. Οι περιγραφές γλαφυρές. Δεν επιζητεί να εντυπωσιάσει με κραυγαλέους τόνους, παρά μόνο σε περιοριστικά αριθμούμενες περιπτώσεις που έχουμε συναισθηματική έξαρση των πρωταγωνιστών.
Αισθάνεται ο αναγνώστης ότι ο συγγραφέας θέλει να επικοινωνήσει κατευθείαν μαζί του.
Δύο ιστορίες, δύο αλήθειες, δύο εναύσματα-διδαχή.
Εν τέλει το ζουμί της σύνθεσης των διηγημάτων είναι κατά τη γνώμη μου η διδαχή πως ό,τι μένει είναι η προσφορά. Γυναίκα! Μια διαρκής, διαχρονική και οικουμενική παρακαταθήκη αξιών.
Και στη λύπη η γυναίκα ακόμα δημιουργεί. «Μα της καρδιάς σου ο σπαραγμός/δε βόγκηξε κι εγίνη /το νόημα που στον κόσμο δίνει/έναστρος ουρανός». Γιώργος Σεφέρης