
Η Κατοχή, η πείνα και ο σαλταδόρος
της Χαρά Παπαβασιλείου Κουμουλλή
«Κι ας έχεις χρόνια τώρα φύγει, ακριβή μου φίλη, κάθε δέκα του Φλεβάρη, στη γιορτή μου, στην ίδια πάντα θέση σε βλέπω καθισμένη σε μια πολυθρόνα του σαλονιού μας, με ριγμένη την γκρίζα μπέρτα-παλτό στους ώμους σου. Πίνεις νωχελικά το ποτό που σε κερνώ και, καπνίζοντας τα ίδια πάντα κούπερ λάιτ τσιγάρα, γίνεσαι το επίκεντρο των συζητήσεων με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας και φίλους μου, που θέλουν τόσο πολύ – και γίνομαι η αφορμή – να σε γνωρίσουν. Κι είχες πάντα κάτι να μας αφηγηθείς απ’ της πολυτάραχης ζωής σου τα πολλά κι ενδιαφέροντα γεγονότα, όπως εκείνο της Κατοχής με τον σαλταδόρο. Καθισμένες, καθώς τα λέγαμε μπροστά στο αναμμένο τζάκι του σπιτιού σου, μου το είχες αφηγηθεί μια χειμωνιάτικη νύχτα. Και το διαβάζω τώρα όπως εσύ το γράφεις στις Μαρτυρίες μιας Διαδρομής, για να το ακούσουν κι άλλοι:
«Καλοκαίρι του 1941. Είχα αγοράσει ένα ζευγάρι παπούτσια με ξύλινο πάτο που τα θεωρούσα γερά. Η μάνα μου είχε πουλήσει το σπίτι της Κοκκινιάς, χτισμένο με χίλια βάσανα, για να πάρει ένα μικρό στη Φιλαδέλφεια και λίγο αλεύρι, φασόλια και λάδι, για να μην πεθάνουμε από την πείνα. Τα δελτία ψωμιού ήταν ακόμη στην Κοκκινιά. Έτσι μια φορά την εβδομάδα κατέβαινα στη παλιά μου γειτονιά, για να πάρω μαζεμένο τα δελτία του ψωμιού (της μάνας μου και το δικό μου), μισό καρβέλι. Το είχα τυλιγμένο σε μια εφημερίδα και περίμενα στη στάση στην Πατησίων, για να πάω ως το τέρμα με το τραμ. Κι από ’κεί με τα πόδια στο καινούργιο μας σπίτι, στην άκρη της συνοικίας, πλάι στο ρέμα, μέσα σε μια αλάνα όπου φύτρωνε άφθονη κάπαρη (κι όπου θαύμαζα τα ωραία λουλούδια της, που πρώτη φορά τα έβλεπα). Κρατούσα το ψωμί τυλιγμένο σε εφημερίδα σίγουρη πως ήταν καλά καμουφλαρισμένο. Μα οι πεινασμένοι πιτσιρικάδες είχαν κιόλας ασκηθεί, οσμίζονταν από μακριά πού υπήρχε ψωμί. Ένας – δωδεκάχρονος θα ήταν – πέρασε σαν αστραπή από μπροστά μου, άρπαξε το ψωμί μέσα από τα χέρια μου κι έτρεξε προς την Πατησίων. Τον κυνήγησα. Μπαίνει σε μια στοά, τον έφτασα και μαζί μου έτρεξαν πολλοί διαβάτες, που είδαν το απελπισμένο κυνηγητό μου. Ο μικρός κάθισε χάμω στο βάθος της στοάς, κρατώντας σφιχτά το ψωμάκι μας. Οι διαβάτες ως σύμμαχοί μου άρχισαν να τον χτυπούν, για να παραδώσει τη λεία του. Εκείνος τίποτα, έμενε ακίνητος, διπλωμένος στα δύο, χωρίς να αντιδρά. Πάνω στην ώρα εμφανίστηκαν δυο Γερμανοί αξιωματικοί, που στάθηκαν και παρακολουθούσαν γελώντας την – αστεία γι’ αυτούς – σκηνή. Ντράπηκα. Πήγα κοντά στο παιδί, το αγκάλιασα, του είπα να σηκωθεί, για να μην μας βλέπουν οι Γερμανοί, σηκώθηκε και τότε είδα πως όση ώρα έτρωγε το ξύλο έτρωγε και την ψίχα απ’ το ψωμί! Ήταν πιο πεινασμένο από μένα. Τον έπιασα από τους ώμους κι έτσι περάσαμε ανάμεσα στους «συμμάχους» μου, ακούγοντας τα απορημένα σχόλιά τους: «Τόση ώρα τον κυνηγούσε και τώρα τον αγκαλιάζει…». Με τύψεις που φέρθηκα επιπόλαια και θα άφηνα τη μάνα μου χωρίς ψωμί, τράβηξα και πάλι για τη μοιραία στάση του τραμ. Μα τα ξύλινα παπούτσια μου δεν με βοηθούσαν πια, έσκυψα να δω τι συμβαίνει και με φρίκη διαπίστωσα πως, πάνω στο τρεχαλητό, το ξύλο τους είχε σπάσει. Έφτασα κούτσα κούτσα στο σπίτι και τα πέταξα. Ακριβό το τίμημα για μισό καρβέλι ψωμί μιας βδομάδας – όσο υπήρχε κι αυτό. Σε λίγο θα το αντικαθιστούσε μια μπουκιά υποτιθέμενο ψωμί από το περίφημο στην Κατοχή «σκουπάλευρο».
ΥΓ: Η μάχη για την επιβίωση που έθεσαν το Κόμμα και το ΕΑΜ ως πρώτο στόχο στην πρώτη φάση της Κατοχής ήταν και παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους τίτλους τιμής της Αντίστασης. Όχι μόνο εξάλειψε τους θανάτους απ’ την πείνα (όποιος δε γνώρισε τι σημαίνει να βγαίνεις το πρωί απ’ το σπίτι σου και να δρασκελάς πτώματα στους δρόμους, τι είναι το κάρο της δημαρχίας που μαζεύει τα πτώματα, για να τα ρίξει σε κοινούς τάφους, τι είναι ο θόρυβος από τα χειραμάξια τη νύχτα, όπου κάποιος μεταφέρει τον νεκρό αδερφό ή ένας πατέρας το παιδί του, για να το θάψει κρυφά και ανώνυμα και να μη χάσει το δελτίο με το οποίο μπορεί να σώσει τα άλλα μέλη της οικογένειας, αυτός δεν ξέρει ποια και πόση αξία είχε εκείνος ο άοπλος αγώνας), αλλά και έκανε κοινό αγώνα την επιβίωση, που, αν έμενε σε ατομικό επίπεδο, θα είχε μεταβάλει σε ζούγκλα την κατεχόμενη Αθήνα και την περιφέρειά της. Η αποσιώπηση και το θάψιμο αυτής της μορφής του αγώνα από τους διώκτες της Αντίστασης είναι ένα από τα μεγαλύτερα – αντεθνικά εγκλήματα κι είναι άξιο απορίας το πώς οι ιστορικοί μας δεν έχουν ασχοληθεί μ’ αυτό.
*(Απόσπασμα απ’ το υπό έκδοση βιβλίο της Χαράς Παπαβασιλείου «Η φίλη μου, η Έλλη Παππά» )