
Η ΑΜΗΧΑΝΗ ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ (για την ηθική της αισθητικής)
Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου
«…Μη , μου το πεις
οι παλιοί μας φίλοι
μην το πεις, για πάντα φύγαν.
Μη, το μαθα πια
τα παλιά βιβλία, τα παλιά τραγούδια
για πάντα φύγαν.
Πέρασαν οι μέρες που μας πλήγωσαν
Γίνανε παιγνίδι στα χέρια των παιδιών.
Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει
τη δική σου μελαγχολία
κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις
με ποιους θα πας και ποιους θαφήσεις.
Πέρασαν για πάντα οι παλιές ιδέες, οι παλιές αγάπες,
οι κραυγές.
Γίνανε παιγνίδι στα χέρια των παιδιών.
Όμορφη είναι αυτή η στιγμή, να το ξαναπώ
όμορφη να σας μιλήσω.
Βλέπω πυρκαγιές πάνω από λιμάνια πάνω από σταθμούς
κι είμαι μαζί σας.
Όταν ο κόσμος μας θα καίγεται
όταν τα γεφύρια πίσω μας θα κόβονται
εγώ θα είμαι εκεί να σας θυμίζω
τις μέρες τις παλιές…»
Διονύσης Σαββόπουλος,Οι παλιοί μας φίλοι, απ’ το «Φορτηγό» του 1966
Στενοχωρήθηκα. Σχεδόν μελαγχόλησα. Έβλεπα και ξανάβλεπα άδειες καρέκλες. Πολλές άδειες καρέκλες απέναντι ακριβώςαπ’ την γυναίκα του, τους γιούς του, τους εγγονούς του. Εκεί δηλαδή που ήταν παρατεταγμένες με τα χαρτάκια των επώνυμων απόντων της Αριστεράς, δίπλα ακριβώς στους επώνυμους παρόντες. Δηλαδή στους «άλλους».
Δεν ξέρω γιατί αλλά η κηδεία του Σαββόπουλου, όχι το φευγιό του γιατί αυτό το ορίζουμε ως απώλεια, άφησε πίσω του ένα τραύμα, θραύσμα και λάμψη μαζί. Άφησε ένα στίγμα, υστερόγραφο μικρόψυχο στην μεγάλη ψυχή και την γενναιοδωρία της καθ’ ημάς Αριστεράς.
Η καθ’ ημάς Αριστερά, οι αριστεροί με αριστερές συνειδήσεις, ζωές, εικόνες, τρικυμίες και απώλειες, οι αριστεροί της ήττας αλλά και της μεγάλης προσδοκίας, η πληθυντική Αριστερά, όπως κι αν την λογίζουμε ή την μετράμε , όφειλε να είναι εκεί, στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας σαυτό το ύστατο «χαίρε» σ’ έναν άνθρωπο που, αν μη τι άλλο, σημάδεψε με την ποίηση των στίχων του και την δύναμη της μουσικής του πολλές γενιές που αφουγκράστηκαν σε εποχές δύσκολες , σε εποχές ανήσυχες ή ελπιδοφόρες, μιαν άλλη Ελλάδα, έναν ξεχωριστό – και ανεύρετο εαυτό – άλλοτε ανυψώνοντας κι άλλοτε κατεδαφίζοντας την Αριστερά και τους μύθους της.
Αυτή η Αριστερά, με τους θεματοφύλακες των αξιών και της ιστορίας της, όφειλε να είναι εκεί με ένα χαμηλόφωνο νεύμα συνενοχής μέσα στην αμηχανία της, αφού ο Σαββόπουλος όμνυε μεν σέναν αδιόρατο κώδικα εγγύς στα προτάγματα μιας ελεύθερης, στα όρια του ελευθεριάζοντος, σκέψης και δράσης πλην όμως πάντα ακαταχώρητος, αταξινόμητος, ίσως και γιαυτό λιγάκι «ξένος».
Κι όμως, θυμάμαι σαν χθες τα φεστιβάλ του «Θούριου» και του «Ρήγα Φεραίου» να φλέγονται από τις μουσικές του Σαββόπουλου. Θυμάμαι σαν χθες πορείες και συγκεντρώσεις της ΕΦΕΕ να δονούνται απ’ τα τραγούδια του. Θυμάμαι σαν χθες την ποίηση της μελαγχολίας του όταν αυτή γινόνταν βάσανο και καημός σε φτωχά, μα φωτεινά, φοιτητικά δωμάτια, όταν σε ανεύρετους δρόμους μοιραζόσουν με το ταίρι σου πράγματα πρωτόγνωρα, μαγευτικά.
Τι έγινε λοιπόν κι αυτό το αποτύπωμα, αυτό το πολιτισμικό κοίτασμα, αυτή η πολυκύμαντη πορεία και ιστορία του Σαββόπουλου αποσιωπήθηκαν εμφατικά ;Γιατί η Αριστερά, με τους θεματοφύλακες των αξιών της, έλαμψε δια της απουσίας της, αδιαφόρησε προκλητικά, επιδεικτικά σέναν τροβαδούρο που κάποτε θεωρούσε «σώμα» της (;).
Σύμφωνοι, ο τωρινός Σαββόπουλος δεν ήταν όπως παλιά, όπως εξάλλου πολλοί από μας. Αποδοκίμασε ηχηρά την «δική» του Αριστερά, ενθάρρυνε, εξίσου ηχηρά , τον Κ. Μητσοτάκη, εξόργισε με τον συλλήβδην αφορισμό του όλους εμάς τους «κωλοέλληνες» στα γεράματα έγινε και διδάκτορας στην Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ .
Ε, και λοιπόν ; Δεν παύει να είναι, να ήταν, ο Σαββόπουλος, αυτός δηλαδή που νανούρισε την νιότη μας και καταδυναστεύει ακόμα τα όνειρά μας.
Αυτό το κομμάτι της ιστορίας του δεν εκχωρείται, δεν συμψηφίζεται, δεν αποσιωπάται.
Αναρωτιέμαι τι ακριβώς προσδιορίζει τα κριτήρια, όχι αποδοχής, αλλά απόδοσης τιμής και σεβασμού σέναν σπουδαίο δημιουργό, που η ιστορία του ταυτίστηκε με την δική σου, μαζί με τους κολασμένους ποιητές της Θεσσαλονίκης, της γενέθλιας γης, τον Ασλάνογλου, τον Χριστιανόπουλο, τον Πεντζίκη, τον Ιωάννου.
Θυμάμαι πως το μακρινό 1990 ο σπουδαίος Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε βουλευτής και Υπουργός Επικρατείας της ΝΔ, φίλος και ομοτράπεζος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (!!!). Αυτό , ωστόσο, ουδόλως μείωσε την αξία του ως μουσικού ούτε και εμπόδισε τον Δημήτρη Κουτσούμπα να εκφωνήσει τον επικήδειο του και το ΚΚΕ να επιμεληθεί της νεκρώσιμης ακολουθίας. Και ορθά.
Όπως , εξίσου ορθά, τιμήθηκε , πάλι απ’ το ΚΚΕ, ο μεγάλος Σταύρος Ξαρχάκος, βουλευτής και Ευρωβουλευτής της ΝΔ κι αυτός (!!!).
Θέλω να πω πως ο δημιουργός πολλάκις αυτονομείται απ’ το έργο του που γίνεται κτήμα των πολλών.
Φανταστείτε δηλαδή να ζητούσαμε απ’ τα δύο πολύτιμα Νομπέλ (μας) , τον Σεφέρη και τον Ελύτη, πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, τότε ζήτω που καήκαμε, ιδίως οι αριστεροί. Κι ακόμα σκεφτείτε εάν αποκηρύσσαμε λογοτεχνικά τον Έζρα Πάουντ ή τον Λουί – Φερντινάν Σελίν εξαιτίας των αντιδραστικών και φασιστικών απόψεων τους.
Όχι σύντροφοι, δεν πάει έτσι.
Η Αριστερά, ως «μια διαρκής ευαισθησία», δεν ( πρέπει να) είναι μικρόψυχη. Ο ουμανισμός της αθροίζει αξίες, πορείες, στιγμές, έργα, δημιουργούς. Το αξιακό της φορτίο αρδεύεται από το παρελθόν της, την ιστορία της, τους ανθρώπους του πνεύματος που πίστεψαν σαυτή, έστω κάποτε.
Ο Σαββόπουλος, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ανήκει σε πολλές γενιές, σε πολλές Ελλάδες και, με τον αιρετικό του τρόπο, σε «άλλους γαλαξίες».
Δεν καταλαβαίνω, δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί η καθ’ ημάς Αριστερά, για μια ακόμα φορά, αδικεί τον εαυτό της. Γιατί εκχωρεί με τόση ευκολία και επιπολαιότητα ένα ζωντανό κομμάτι της Ιστορίας της. Γιατί καταργεί την μνήμη της. Γιατί δεν κήδεται, ως οφείλει, της Ηθικής που το αφήγημα της προτάσσει. Μελαγχολώ.
ΥΓ . Ο θάνατος του Σαββόπουλου με βρήκε να διαβάζω την αυτοβιογραφία του, «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα». Συναρπαστική. Μια πατριδογνωσία.
 
			
