Η γαλοπούλα

της Χαρά Παπαβασιλείου Κουμουλλή

Δεκέμβρης, στην καρδιά του χειμώνα, κι όμως το νησί αρμενίζει σε μια θάλασσα βελούδο. Φόρεσε, λες, κι αυτό τα γιορτινά του. Τέτοιες μέρεςαλλάζει το τοπίο και στις ψυχές των ανθρώπων. Λυτρώνονται, λες, από πάθη και μικρότητες. Γι’ άλλη μια φορά, σε μια σπηλιά θα γεννηθεί η Αγάπη, το πιο καθαρό πράγμα της δημιουργίας, ενσαρκωμένη στο πρόσωπο του Θείου Βρέφους. Ταιριάζει, λοιπόν, όλα να ’ν’ έτοιμα μέσα κι έξω να την υποδεχτούν.

Οι νοικοκυρές, η καθεμιά με τον τρόπο της να ’χουν προνοήσει για όσα η παράδοση επιβάλλει και η θρησκευτική συνείδηση υπαγορεύει. Το άρωμα της φιστικιάς διαχέεται στους μικρούς και μεγάλους δρόμους, τρυπώνει στα σπίτια, γίνεται ένα με τη μυρουδιά του ασβέστη. Πεζούλια κι αυλές στα στενοσόκακα της Αίγινας λάμπουν από φρεσκάδα, πάστρα κι ομορφιά.

Απομεσήμερο παραμονής Χριστουγέννων κι εκείνη, παιδούλα, που όμως μπήκε στη βαρκούλα με κυβερνήτη της το λευκότατο πανί της νιότης, παίζει μονάχη στο άδειο δρομάκι βόλεϊ με παρτενέρ της τον τοίχο του σπιτιού της και το βλέμμα στραμμένο πού και πού στο μέρος απ’ όπου θα φανεί ο πρίγκιπάς της. Ψηλός με τα ξανθά σγουρά μαλλιά του σαν ήλιος θ’ ανατείλει στη στροφή του δρόμου. Στον παραμικρό θόρυβο σκιρτά. Τα λεπτά τής φαίνονται ώρες. Ξάφνου αφουγκράζεται τα βήματά του. Αυτός είναι! Η καρδιά της χτυπά άναρχα και τρέχει να κρυφτεί πίσω απ’ το τζάμι του παραθύρου της, για να τον δει, χωρίς τον κίνδυνο να προδοθεί.

Μα το γλυκό συναίσθημα της προσμονής συντρίβεται με γδούπο στο φαρδύ πεζούλι, στην άκρη του δρόμου. Κι εκείνη πετιέται έξω για τον άνθρωπο που βρίσκεται ανάσκελα πεσμένος δίπλα στην είσοδο του σπιτιού της. Το σώμα του τραντάζεται από σπασμούς, αφροί βγαίνουν από το στόμα του. Ωστόσο, μια γαλοπούλα ακίνητη στην άκρη του τεντωμένου χεριού του δεν λέει να ξεφύγει απ’ τα γαντζωμένα πάνω της δάχτυλά του. Την κρατούν γερά. Παρά τη σωματική του ανημπόρια, σίγουρα ο νους του σ’ αυτήν είναι προσηλωμένος. Δώρο χριστουγεννιάτικο στα παιδιά και στη γυναίκα του, τρόπαιο του μόχθου του. Πώς ν’ αφήσει να του το πάρουν;

Τους βλέπει να τον περιμένουν, την ψυχή του παιδεύει η έννοια ότι θ’ ανησυχούν. Τι άραγε να του συμβαίνει; Ίσως και να υποψιάζονται το κακό που μια δυο φορές τον χρόνο σαν δαίμονας χτυπά με δύναμη το τυραννισμένο κορμί του και τον ρίχνει κάτω να σπαρταρά σαν το ψάρι στη στεριά. Αδυνατεί να σηκωθεί από ’κεί που πάλι τον έχει ρίξει, σαν ένα κουρέλι, στην άκρη του δρόμου. Μα όσο οι σπασμοί τον ταράζουν, άλλο τόσο επιμένει να μην αφήνει απ’ το χέρι του τη γαλοπούλα. Αυτή γίνεται η αιτία να ευωδιάσει την άγια μέρα και το δικό του σπίτι, θρονιασμένη στη μέση του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού ροδοκόκκινη και λαχταριστή. Καθισμένοι γύρω απ’ το τραπέζι ο ένας κοντά στον άλλο, μέσα στην οικογενειακή θαλπωρή, θα την τιμήσουν.

Ανησυχούν. Το καράβι έχει σφυρίξει τον ερχομό του εδώ και ώρα! Οι αχθοφόροι στη γειτονιά τους έχουν επιστρέψει στα σπίτια τους κι εκείνος… Κάπου πηγαίνει ο νους, όμως δεν τον αφήνουν να κατρακυλήσει κατά κει που ντε και καλά θέλει να τους οδηγήσει. Δεν μπορούν παρά να ελπίζουν μέρα που με την αγάπη γεννιέται και η ελπίδα.

Η γειτονιά στο πόδι. Περιβάλλει προστατευτικά τη θλιβερή εικόνα του συνανθρώπου. Τα σχόλια, ο οίκτος περισσεύουν.
«Σεληνιασμός», ψιθυρίζει κάποιος.
«Το κλειδί, φέρ’το κλειδί γρήγορα», προστάζει η κυρα-Τασία την κόρη της κι εκείνη τρέχει, αδράχνει το μεγάλο κλειδί της εξώπορτας κι η μάνα της το βάζει ανάμεσα στα δόντια του. Κάποια γυναίκα σκύβει και του σφουγγίζει με το μαντήλι τους αφρούς γύρω απ’ το στόμα του, μια άλλη μ’ ένα βρεγμένο καθαρίζει το πρόσωπό του απ’ τον κουρνιαχτό που ’χει σηκώσει τ’ ανθρωπολόι.
«Χριστέ μου, πριν γιορτάσουμε τη Γέννησή Σου, ζούμε τη Σταύρωσή Σου», μονολογεί κάποια, προσπαθώντας να βάλει κάτι σαν μαξιλάρι κάτω απ’ το κεφάλι του που τραντάζεται στο τσιμέντο. Καίγονται ωστόσο να εξακριβώσουν την ταυτότητά του.

Απ’ το ’να στ’ άλλο αυτί καταγράφονται τα στοιχεία: όνομα, επώνυμο, επάγγελμα. Αγώνας ν’ αποτυπωθούν τα χαρακτηριστικά σώματος και προσώπου. Πίσω απ’ τους κατέχοντες προνομιακή θέση στην κερκίδα υπερυψωμένη η περιέργεια ακροβατεί. Μάτια κι αυτιά δουλεύουν φωτογραφίζουν, ηχογραφούν. Ο άνθρωπος βρίσκεται στο έλεος του φιλοθεάμονος κοινού. Παράλληλα, ανασκάπτονται γενεαλογικό, βιογραφικό, φέρνοντας στο φως πλήρη την εικόνα του πάσχοντος…

«Ο Στέλιος είναι, καλέ, του κυρ Θανάση, του μπαξεβάνη ο γιος, αχθοφόρος».
«Σεληνιάζεται», ψιθυρίζει μια άλλη και φτύνει στον κόρφο της.
«Τέσσερα παιδιά, οι γέροι γονείς έξι και δυο αυτός κι η γυναίκα του οχτώ. Βάλε με νου σου πόσα στόματα έχει να θρέψει!»,
«Λένη λένε τη γυναίκα του».
«Του Αναστάση με τα πολλά στρέμματα φιστικιές;»
«Ακριβώς. Μια κόρη και την αποκλήρωσε, επειδή δεν ήθελε γαμπρό αχθοφόρο, κι εκείνος την έκλεψε».
«Βούιξε το νησί!»
«Βρε, έκλεισε τα μάτια του ο παλιόγερος, χωρίς να δει τ’ αγγόνια του!»
«Και να ’χουν άρρωστο πατέρα κι η κόρη του να ξενοδουλεύει».
«Καλά κι η μάνα;»
«Τώρα! Έπεσες διάνα! Βρε, δεν έχεις ιδέα τι τύραννος ήταν!Την απειλούσε πως, αν τολμούσε να πατήσει το πόδι της στο σπίτι του αρχικλεφταρά- έτσι έλεγε τον γαμπρό του, επειδή του ’κλεψε τη κόρη- θα την σκότωνε. Όσο ζούσε η καημένη, ό,τι μπορούσε έκανε στα κρυφά».
«Πέθανε κι αυτή;»
«Με τα μαρτύρια που τραβούσε, πόσο ν’ άντεχε! Άσ’ τα να πάνε, σου λέω. Πάω τώρα. Άφησα την κόρη μου στο πόδι να προσέχει το φαγητό. Αύριο θα ψήσουμε τη γαλοπούλα», είπε δυνατά εις επήκοον των παρισταμένων.
«Κι εμείς», ανταπέδωσε η άλλη στεντορία τη φωνή!
Η Ευλαμπία αποχώρησε, μη παραλείποντας να ρίξει μια τελευταία ματιά στον πάσχοντα, που συνέχιζε να ’χει γαντζωμένα τα δάχτυλά του στη γαλοπούλα.
«Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα Σου!» μονολόγησε.

Ο άνθρωπος εξακολουθούσε να κείτεται στη φαρδιά πεζούλα, έχοντας πλέον αποκτήσει κι αυτός τη μακαριότητα του παρακείμενου πτηνού. Μόνο δυο τρεις απέμειναν, για να δουν πώς ο σεληνιαζόμενος βγαίνει απ’ το σκότος του λαβυρίνθου του. Πράγματι, κάποια στιγμή άνοιξε τα μάτια του, έφερε το βλέμμα ένα γύρο και, δίχως να ζητήσει βοήθεια, σηκώθηκε, τίναξε απ’ τα ρούχα του τη σκόνη και χάθηκε βιαστικός, με τη γαλοπούλα στη στροφή του δρόμου.

Η περιέργεια, ανοίγοντας το κουτί της Πανδώρας, έγινε αιτία να σκορπιστούν στην ομήγυρη τα κακά δώρα των θεών. Στον πάτο όμως, έμεινε η ελπίδα, όπως στον νου του αχθοφόρου πως θα μπορούσε να ξανασηκωθεί και στην καρδιά του κοριτσιού πως το ταξίδι της νιότης δε θα σκόνταφτε σε ύφαλο κάποιας άλλης ωμής πραγματικότητας.