Arthur Miller

(το τραύμα μέσα στον χρόνο)

Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου

‘’…Χιονίζει
γράφει το χιόνι στο βαρύ παλτό
Και ο Μοντιλιάνι τη γυμνώνει…’’
Γιώργος Βέλτσος, Ο κύκλος της Αχμάτοβα

Τον Φίλιπ Ροθ. Αυτόν είχα στο μυαλό μου. Και πάλι.Έβλεπα τον Kαταλειφό στον ‘’Θάνατο του εμποράκου’’ κι ήταν σαν να πρωτοδιάβαζα τον Ροθ σ’εκείνη την τριλογία για την πιο βαθιά Αμερική. Απ’τό ‘’Αμερικανικό Ειδύλλιο’’ στο ‘’Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή’’ και στο ‘’Ανθρώπινο στίγμα’’. Ένα ασπρόμαυρο φόντο που τρεμόπαιζε στα όρια της παραίτησης και της προσδοκίας. Το ‘’Αμερικάνικο όνειρο’’ στην δίνη του αγνώστου ,του αβέβαιου.
Η ζώσα μνήμη ‘’κομμάτια από αναμνήσεις, φαντασιώσεις, φόβους και ενοχές’’.

Ο,τι και όσα δηλαδή ο Μiller προίκισε σ’εναν κοινό άνθρωπο , τον πωλητή Γουίλλυ Λόμαν. Αυτόν που θα γίνει ο ‘’εμποράκος’’ (του).Ένας άνθρωπος όχι σαν τον ‘’διπλανό’’ μας αλλά σαν εμάς. Η ιστορία είναι παλιά. Συνώνυμη με την ύφεση του ΄30. Οι ψηφίδες της όμως είναι γνώριμες , οικείες . Εγγεγραμμένες στο θυμικό των ψευδαισθήσεων ,υπαινικτικές. Φωλιάζουν μέσα μας, βαθιά ,σαν εγκαύματα.
Δεν είναι μόνο η απομάγευση των ιδρυτικών μύθων μιας χώρας. Δεν είναι μόνο το παρελθόν που στοιχειωμένο υποσκάπτει το μέλλον-παρόν δεν υπάρχει. Δεν είναι μόνο που το όνειρο-όχι τα όνειρα-γίνεται δυνάστης και γλιστράει αθόρυβα μέσα απ’τα χέρια σου .Δεν είναι μόνο αυτή, η τόσο προβλέψιμη οικογένεια του ΄΄εμποράκου’’ ξεχασμένη κι απ’αυτή την ίδια την αφήγηση ,ηγουν μια γυναίκα που συνήθισε να ζει σαστισμένη , δυο παιδιά ΄΄απ’άλλού’’.

Είναι το τραύμα μέσα στον χρόνο. Πληγή χαίνουσα. Χειρονομία μετέωρη. Είναι η ζωή που ρήμαξε. Κουφάρια ,λυγμοί , κόμποι , εμετοί , ζόφος .
Είναι ο ‘’ θάνατος’’ σε πολλές πράξεις . Απόλυτος , όπως όλοι οι θάνατοι. Απόλυτος και αργός .Εν τέλει μια λιτανεία ονείρων χωρίς όνειρα.
Η ανατομία αυτής την Αμερικής, της βαθιάς Αμερικής , μια τραγωδία στα χρόνια της ύφεσης , δεν είναι ξένη . Μας αφορά. Είναι γνώριμη . Φωνασκεί εντος μας. Συνδηλώνει το μετέωρο βήμα τους χρόνους της κρίσης με την ακρισία του χθες και την βιασύνη που το αύριο εκβιάζει.

Κι αυτός ο ‘’εμποράκος’’ δεν θα μπορούσε παρά να έχει έναν τέτοιο ‘’θάνατο’’.
Ο Miller το έγραψε στην Νέα Υόρκη .Τόπο γενέθλιο, αγαπημένο και γιαυτό σαρκοβόρο. Σαυτο μοιάζει στον Ροθ. Εστιάζουν και οι δυο στην βαθιά Αμερική, σε ματαιωμένες πορείες, σε υποταγμένες συνειδήσεις, σε ζωές ρημαγμένες. Εστιάζουν και οι δύο στην διάψευση, στο ημίφως, στην άλλη πλευρά του φεγγαριού. Αγαπούν , ωστόσο, με πάθος την ζωή, ομνύουν στον έρωτα και λαφυραγωγούν τις ηδονές του.
Ο Μiller και ο Ροθ βρίσκονται στην ίδια κοίτη του ποταμού. Ζουν και ονειρεύονται στην ανατολική ακτή χωρίς οι ήρωες τους να αναπνέουν σαυτή την πόλη, ιδίως αυτή την πόλη.

Η απόλαυση αυτής της αφήγησης δεν είναι ποτέ δεδομένη, ούτε και αυτονόητη.
Όταν ο εαυτός μαστιγώνεται δεν νοιώθεις ευχάριστα , ξεβολεύεσαι. Αν , ιδίως, αναγνωρίσεις κάπου στα δρώμενα κάτι από εσένα, τότε, μετά την αμηχανία, παραλύεις. Ταυτίζεσαι και ζεις το δικό σου μικρό-δράμα όταν στο φαντασιακό της σκηνής η της ιστορίας που θάλλει βλέπεις τα θραύσματα μιας ενηλικίωσης που ήρθε αργά, ανεπαισθήτως.

Γι’ αυτο και οι αφηγήσεις αυτές παραμένουν πάντα ευφρόσυνες, σηματωροί στο επέκεινα, γοητευτικές, επικίνδυνες, ‘’τετράδιο γυμνασμάτων’’.
Δεν βρίσκω παράξενο που ο Arthur Miller παντρεύεται την Μαίριλιν Μονρόε. Ένας γάμος που κράτησε πέντε χρόνια. Όσο δηλαδή έπρεπε για να μπορεί να αναπνεύσει.
Τον Miller τον αγαπώ. Κυρίως όμως τον εκτιμώ. Πιστεύω στην λαθροχειρία του σαυτο που λέμε η λογαριάζουμε ως ζωή. Δηλαδή λανθάνουσες καταφάσεις στην προσδοκία, στο όνειρο. Πιστεύω στο παρελθόν ως υπόμνηση, ως σκευοφυλάκιο αναμνήσεων. Αρνούμαι το παρελθόν ως δυνάστη. Κυρίως όμως αρνούμαι το παρελθόν ως πρόκληση. Το χθες ανήκει πεισματικά στους νεκρούς του. Για τον Miller , τον Ροθ , την ποίηση των καιρών τους, που είναι και δικοί μας καιροί, το χθες είναι το requiem για αυτό όνειρο…