Αγωγή μνήμης

της Παναγιώτας Π. Λάμπρη

Ο δρόμος της μνήμης μπορεί να είναι και επώδυνος, με την οδύνη, όχι σπάνια, να είναι εξιλεωτική, ακόμα και διδακτική! Ετούτος, που αφορά στον Κυβερνήτη, τον Ιωάννη Καποδίστρια, θαρρώ πως περιέχει λίγο πολύ όλα τα αναφερθέντα και δεν θα επικεντρωθεί στο δια βίου σημαντικότατο έργο του. Με βοηθό τις πηγές, η μνήμη θα σταθεί κυρίως στη μοιραία εκδημία του, η οποία επήλθε στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 ή με το νέο ημερολόγιο στις 9 Οκτωβρίου, όταν ήταν μόλις 55 ετών και είχε πολλά να προσφέρει στην αιμάσσουσα ακόμα πατρίδα!

Η προσέγγιση του θέματος θα ξεκινήσει από τα προμαντέματα του επερχόμενου τέλους του, στα οποία ο ίδιος δεν έδωσε σημασία, και, παρότι αντιβαίνουν στον ορθό λόγο, φαίνεται πως επαληθεύτηκαν! Συγκεκριμένα, «Ο μεγάλος αδελφός του, ο Αυγουστίνος είχε δει όνειρο την περασμένη νύχτα, πως τάχα είχε βγει περίπατο έξω από του Αναπλιού την πόρτα μα ξαφνικά φύσησε άνεμος τόσο δυνατός, που ξερίζωσε τα δυο μεγάλα δέντρα κοντά στη στεριανή την πόρτα. Ξύπνησε κι έτρεξε στον κυβερνήτη και του είπε το όνειρο. Εκείνος όμως τίποτε δεν άκουσε. Τραβώντας για την εκκλησιά, ένα σκυλί μεγάλο μαύρο έξω από ένα κρασοπουλειό, ρίχτηκε και του ’σκισε το πανωφόρι. Γυρίζει πίσω, αλλάζει φόρεμα και κινά πάλι για την εκκλησιά. Στου δρόμου τ’ αγκωνάρι μια βουβή ζητιάνα, που είδε του σκυλιού το κίνημα, βγαίνει μπροστά κι αρχίζει με κινήματα το δρόμο να του φράζει· τίποτε! Άπλωσε να της δώσει ελεημοσύνη, μα έριξε η γριά πέρα τα λεφτά κι έφυγε τρεχάτη. Κι έτσι ελεύθερος τράβηξε στης μοίρας του το δρόμο το γραφτό.»

(Γ. Βλαχογιάννη, Ιστορικά ανέκδοτα και αξιοπερίεργα επιφανών Ελλήνων, εκδ. γνώση, σ. 108)
Στον ναό που τον βρήκε το βόλι συνήθιζε να λειτουργιέται ο Κυβερνήτης, ο οποίος ήταν αφιερωμένος στον Αϊ – Σπυρίδωνα, τον άγιο προστάτη της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Κέρκυρας! Εκείνο το τελευταίο πρωί, που κίνησε για κει, βγήκε από την κατοικία του φορώντας βαθυγάλαζη ρεντικότα με διπλά κουμπιά ασημένια, τα οποία είχαν αποτυπωμένο πάνω τους τον φοίνικα, άσπρο λινό παντελόνι και κασκέτο από τσόχα βαθυγάλαζη κι αυτό· ενδυμασία, που, στο σύνολό της, θύμιζε ρωσική στρατιωτική στολή!
Ακολούθησε την καθιερωμένη διαδρομή, ώσπου «στ’ άνοιγμα του μικρού δρομάκου (σούδες τα λένε στ’ Ανάπλι αυτά τα σοκάκια τα στενά) που ανηφόριζε κατά το κάστρο είδε τους Μαυρομιχάληδες να παραφυλάν αντικρίζοντας τη θύρα του καθολικού ναού, όπου θα ’μπαινε. Μια στιγμή δίστασε και κοντοστάθηκε, μα ξανάπιασε το δρόμο του· πέρασε από κοντά τους και χαιρέτησε… Έπεσε ο μισός μέσα στης εκκλησιάς τη θύρα. Το φιλότιμο τον έφαγε, λέει ο λαός.

Μια μόνη γυναικούλα, που ήτανε στην εκκλησία, έσκυψε με κλάματα και σφούγγισε το αίμα.
Ο ένας ο φονιάς, ο Κωσταντής, έτρεξε στης σούδας τον ανήφορο κατά το Ιτς Καλέ και χώθηκε στο σπίτι μιανής χήρας.
«Σώσε με!» της είπε δίνοντάς της το χρυσό του δαχτυλίδι.
Ήτανε πληγωμένος από την πιστολιά του κουλού Κοζώνη του Κρητικού, που ήτανε του Κυβερνήτη ο πιστός ακόλουθος κι αμέσως είχε πυροβολήσει. Η χήρα βλέποντας τα αίματα φοβήθηκε κι έβαλε τις φωνές. Ξανάρχισε ο φονιάς να τρέχει· περνούσε αντίκρυ από του Χρήστου Φωτομάρα του Σουλιώτη το κονάκι, όταν ακούστηκαν φωνές του κόσμου, το κυνηγητό. Βγήκε ο Σουλιώτης στο παράθυρο.
«Τσ’ ίστ᾿, ορέ;» ρωτάει.
«Σκοτώσανε τον Κυβερνήτη!»

Του ’ριξε κι αυτός από πάνω και τον κράτησε.
Κι ύστερα ο κόσμος τον πλακώσανε με τα σπαθιά, τα ξύλα, τα λιθάρια και τον αποτελειώσανε· σέρνοντάς τον από τα ποδάρια απάνω στα τούρκικα καλντερίμια τονέ πήγαν ίσαμε τις Καζάρμες, όπου το σπίτι του Κολοκοτρώνη και το Βουλευτικό, κι εκεί τον παρατήσανε κάμποσες μέρες· και τέλος τονέ ρίξανε στη θάλασσα, πίσω από την Αρβανιτιά.
Λένε πως εκεί που τον τραβούσανε στο χώμα έλεγε ο Κωσταντής: «Μη με λερώνετε, βρε παιδιά· πηγαίνετε να με ρίξετε λάδι στην πόρτα της εκκλησιάς».
Ο άλλος ο φονιάς ξέρουμε πως κρύφτηκε στη γαλλική πρεσβεία, μα παραδόθηκε και ντουφεκίστηκε, αφού γίνηκε δίκη του πρώτα από στρατοδικείο.» ((Γ. Βλαχογιάννη, ό. π., σ. 108)

Η τιμωρία των φονιάδων επήλθε, ειδικά του πρώτου με ιδιαίτερα εξευτελιστικό τρόπο, τέτοιον, που ανακαλεί στη μνήμη την τιμωρία του Αρδιαίου, τυράννου της Παμφυλίας, αλλά και άλλων, οι οποίοι, αφού εξέτισαν την προβλεπόμενη ποινή στον κάτω κόσμο και ετοιμάζονταν να βγουν πάλι στο φως, το στόμιο εξόδου δεν τους δεχόταν κι έβγαζε ένα παράξενο μουγκρητό. Την ίδια στιγμή, άντρες άγριοι, όλο φωτιά, που βρίσκονταν εκεί και γνώριζαν τι σημαίνει το μουγκρητό, τον Αρδιαίο και μερικούς άλλους, αφού τους έδεσαν χειροπόδαρα, και το κεφάλι μαζί, τους έριξαν κατάχαμα και τους έγδαραν, έπειτα τους έσυραν έξω από τον δρόμο και τους έσερναν πάνω σ’ ασπαλάθους, ενώ εξηγούσαν σ’ όσους περνούσαν τις αιτίες που τα πάθαιναν αυτά και πως τους πηγαίνουν να τους ρίξουν στον Τάρταρο. (Πλάτων, Πολιτεία 613c-616b)

Όσο για τον πρώτο Κυβερνήτη, τι να πρωτοπεί κανείς; Η Ιστορία έχει αποφανθεί γι’ αυτόν και, εκτός από την Ελλάδα, ο Ιωάννης Καποδίστριας είναι πρόσωπο, το οποίο τιμάται κι από άλλες χώρες, όπως, για παράδειγμα, από την Ελβετία, στης οποίας την οργάνωση συνέβαλε τα μέγιστα! Στα καθ’ ημάς, ενώ θα μπορούσε να συνεχίσει τον βίο του στο εξωτερικό, προτίμησε ν’ ανταποκριθεί στο κάλεσμα της πατρίδας, την οποία προσπάθησε να στήσει στα πόδια της εκ του μηδενός, αλλά δεν τον άφησαν να φέρει το έργο του εις πέρας. Τα μίση, τα πάθη, τα συμφέροντα, η απουσία κατανόησης του ποιος ήταν και τι μπορούσε να πετύχει, οδήγησαν στο γνωστό αποτέλεσμα.

Τέλος, σ’ αυτό το ταπεινό μνημόσυνο, αξίζει να σημειωθεί πως ο Κυβερνήτης, πέραν άλλων προσόντων, διακρινόταν για το υψηλό ήθος, το οποίο κανένα από τα αξιώματα που υπηρέτησε δεν αλλοίωσε! Για παράδειγμα, ποτέ δεν έλαβε μισθό από το νεότευκτο κράτος, τον οποίο δύο φορές επιδίκασαν να λαμβάνει, λόγω της θέσης του, το Πανελλήνιον και η Γερουσία!
Να, πώς δικαιολόγησε την άρνησή του αυτή στη Δ’ Εθνική Συνέλευση στο Άργος, στις 4 Αυγούστου 1829: «…Είμαι ευτυχής, διότι ηδυνήθην να προσφέρω… δια την ανεξαρτησίαν και ελευθερία, … τα λείψανα της μετρίας καταστάσεώς μου εις το θυσιαστήριον της πατρίδας… Δια τον αυτόν τούτον λόγον θέλω αποφεύγει και ήδη να δεχθώ την προσδιοριζομένην ποσότητα δια τα έξοδα του αρχηγού της Επικρατείας, απεχόμενος, εν όσω τα ιδιαίτερά μου χρηματικά μέσα εξαρκούν, από το να εγγίσω μέχρι και οβολού τα δημόσια χρήματα, προς την ιδίαν μου χρήσιν… Αποστρέφομαι το να προμηθεύσω εις τον εαυτόν μου τας αναπαύσεις του βίου, αι οποίαι προϋποθέτουν την ευπορίαν, ενώ ευρισκόμεθα εις το μέσον ερειπίων, περικυκλωμένοι από πλήθος ολόκληρον ανθρώπων βυθισμένων εις την εσχάτην αμηχανίαν.

Ελπίζω ότι όσοι εξ υμών συμμετάσχουν εις την κυβέρνησιν θέλουν γνωρίσει μεθ’ εμού ότι εις τας παρούσας περιπτώσεις, όσοι ευρίσκονται εις δημόσια υπουργήματα δεν είναι δυνατό να λαμβάνουν μισθούς αναλόγους με τον βαθμό του υψηλού υπουργήματός των και με τας εκδουλεύσεις των, αλλ’ ότι οι μισθοί ούτοι πρέπει να αναλογούν ακριβώς με τα χρηματικά μέσα, τα οποία έχει η κυβέρνησις εις την εξουσίαν της». (Εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», Επτά ημέρες, τ. ΙΔ’, σ. 40)
Επίσης, όταν ο γιατρός τού συνέστησε να βελτιώσει την τροφή του, διότι τον έβλεπε πολύ καταβεβλημένο, του απάντησε: «Ουδέποτε θα επιτρέψω στον εαυτόν μου βελτίωση της τροφής, παρά μόνον τότε, όταν θα είμαι βέβαιος ότι δεν υπάρχει ούτε ένα Ελληνόπουλο να πεινάει…»! (Εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», ό. π., σ. 39)

Και μια και ζούμε στην εποχή του φαίνεσθαι, θα ήταν παράλειψη να μη γίνει αναφορά στην απλότητα που τον διέκρινε, αφού του αρκούσε να ζει σ’ ένα ταπεινό δωμάτιο, με βασικά έπιπλα μια σιδερένια κλίνη κι ένα ξύλινο τραπέζι, ενώ θεωρούσε αρκετό στολισμό του κυβερνητικού «μεγάρου» τον ήλιο της Ελλάδας! Χαρακτηριστικό του ήθους του είναι και το περιστατικό, το οποίο αφορά σε κάποια κυβερνητική πομπή, στην οποία προηγείτο ο ταχυδρομικός διανομέας φορώντας βελούδινο χρυσοκέντητο ένδυμα και «Ακολουθούσε ο κυβερνήτης, ντυμένος απλούστατα και κάτισχνος από την ταλαιπωρία και την κακήν διατροφή. Ο λαός που είχε παραταχθεί αυθόρμητα, νομίζοντας ότι ο Κυβερνήτης του ήταν ο λαμπροφορεμένος διανομέας, τον χειροκροτούσε με αμέτρητες εκδηλώσεις αγάπης. Στην αρχή όλοι διασκέδασαν. Ο Κολοκοτρώνης, όμως, δεν άντεξε. Πλησίασε τον Κυβερνήτη και του είπε ότι ο λαός έπρεπε να γνωρίσει τον Κυβερνήτη του.

‒ Και τι θέλεις να κάμνω, Θεοδωράκη; απάντησε ο Καποδίστριας.
‒ Η υπερεξοχότης σου να ενδυθεί την κυβερνητική του στολή.» (Εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», ό. π., σ. 39)
Κατόπιν τούτων, οδήγησαν τον Κυβερνήτη σε παρακείμενο χάνι και τον ανάγκασαν να φορέσει τη στολή, που καθόλου δεν διέφερε από κείνη των δασονόμων της αντιβασιλείας!
Αυτόν τον άνθρωπο δολοφόνησαν! Το ήθος του ας είναι οδηγός για τη ζωή των σύγχρονων πολιτικών, αλλά και τη δική μας ως πολιτών αυτής της γαλάζιας πατρίδας, της Ελλάδας, την οποία έχουμε όλοι μαζί, και οι σοφοί και οι αμαθείς, που έλεγε ο Μακρυγιάννης, και για την προκοπή της έχουμε όλοι ευθύνη, ο καθένας στο μέτρο που του αναλογεί!
(http://users.sch.gr/panlampri/)